Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Με τον καιρό μαθαίνεις

Την είχαν από νωρίς προειδοποιήσει. Αυτό να μην το κάνει ποτέ! Ε, λοιπόν, δεν φταίει η ίδια. Αν δεν της το απαγόρευαν έτσι απότομα κι αυταρχικά, ποτέ δεν θα το αποτολμούσε. Υπέκυψε στη ενδόμυχη περιέργεια από την οποία ταλανίζεται ο συνήθης άνθρωπος να γευτεί τον απαγορευμένο καρπό, το μήλο του παραδείσου.

Είχε ανακαλύψει έναν τρόπο να «βλέπει» τα συμβαίνοντα  μέσα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της. Δεν ήταν κάποιο άνοιγμα ή κλειδαρότρυπα. Όχι, ήταν ένα οπτικό φαινόμενο. Ήτανε μια αντανάκλαση που γινόταν όταν ο ήλιος βρισκόταν στο γέρμα του κι εσύ καθόσουν στην κατάλληλη θέση. Τότε η εικόνα της κρεβατοκάμαρας σερβιριζόταν επαρκώς στα μάτια σου με όλα τα συμβαίνοντα εντός της.

 Με έκπληξη μια μέρα το είδε και χάρηκε πολύ. Φορτωμένη με την παιδική αφέλεια για την ανακάλυψή της, το είπε αθώα στη μάνα της. Τι ήταν, μωρέ τότε; Ένα κοριτσάκι πέντε μόνο χρόνων, σε φάση που ο άνθρωπος μαζεύει εικόνες, λόγια, κάθε λογής ακούσματα. Συλλέγει πράγματα κι εμπειρίες που χτίζουν μέσα του τη γνώση της ζωής και οικοδομούν το χαρακτήρα του. Προτερήματα, ελαττώματα και χούγια.

 Ναι! Αυτό πιστεύει. Η μάνα της φταίει!  Αυτή κουνώντας το δάχτυλο με αυστηρότητα της είπε

 «Αυτό να μην το ξανακάνεις ποτέ! Ακούς τι σου λέω;»

Καλά ! Πες στον διψασμένο στην έρημο να μην πιει νερό απ’ τη πηγή, που μετά από βασανιστικές μέρες έφτασε κοντά της. Αυτή ήταν η φοβέρα. Τι ήταν να το πει;

« Αχ, ρε μάνα από ψυχολογία ήσουν στο μηδέν!»  

  Είπε, από μέσα της,  όταν μετά από χρόνια ξανάφερε στο νου της τη σκηνή, ενθυμούμενη με ντροπή το περιστατικό της παιδικής και διελθούσης ανεπιστρεπτί  πλέον ηλικίας.

Ένα απόγευμα έπαιζε στην αυλή και είχε ψιλοβαρεθεί μόνη της. Είχαν περάσει δυο τουλάχιστον ώρες από το μεσημεριανό κυριακάτικο γεύμα, που πάντα στην οικογένεια είχε έναν γιορταστικό και λίγο επίσημο χαρακτήρα. Βλέπεις τις καθημερινές ο μπαμπάς δεν ερχόταν απ’ τη δουλειά του σπίτι. Αυτό γινόταν μόνο το βράδυ. Έτσι μαζί του τρώγαμε τα μεσημέρια  μόνο της  Κυριακής  και κάποιες από τις άλλες  αργίες. Οι γονείς της ζήτησαν να μην κάνει φασαρία γιατί ήθελαν να ξεκουραστούν με λίγο ύπνο.

 Το σεβάστηκε. Βγήκε στην αυλή να παίξει μην τους ενοχλήσει από τυχαίους θορύβους. Δεν είχε όμως συντροφιά. Της έλειπε η παρέα και σύντομα κουράστηκε. Θέλησε να πάει στο δωμάτιό της και περνώντας από την « κατάλληλη θέση», χωρίς να το επιδιώξει, είδε μια άγρια σκηνή, από την αντανάκλαση του ήλιου. Της φάνηκε ότι οι γονείς της μαλώνουν ή ακόμα χειρότερα ότι χτυπιόνται μεταξύ τους με ένταση και πείσμα, που συνοδεύονταν με παράξενες κραυγές που δεν έμοιαζαν ούτε φωνές χαράς, αλλά κι ούτε και πόνου. Φοβήθηκε πολύ.

  Ο μπαμπάς είχε πέσει πάνω στη μάνα και της φάνηκε πως  προσπαθούσε να την πνίξει. Κι εκείνη φώναζε απελπισμένα να πάρει ανάσα. Δεν άντεξε το θέαμα. Μ’ όλη τη δύναμη των παιδικών ποδιών της, με το φόβο πελώριο μέσα της, έτρεξε μήπως προλάβει να σώσει τη μάνα της. Άνοιξε με φόρα την πόρτα και με θυμωμένη φωνή είπε αυστηρά στον πατέρα της

 «Άφησε την μπαμπά! Άφησέ την να ζήσει. Σε παρακαλώ μπαμπά, σε παρακαλώ!»

Οι άλλοι σταμάτησαν αμέσως κι η μάνα αλαφιασμένη, έτσι γυμνή όπως ήταν,  την πήρε στην αγκαλιά της, ενώ η μικρή συνέχιζε να κλαίει, Να κλαίει σπαρακτικά.  Την καθησύχαζε

«Όχι μωρό μου! Δεν μου κάνει κακό ο μπαμπάς. Έτσι κάνουν οι μεγάλοι. Μην κλαις, ηρέμησε σε παρακαλώ!»

Πέρασε καιρός να της φύγει η αντιπάθεια που ένιωσε για τον μπαμπά της και να μάθει πως «έτσι κάνουν οι μεγάλοι». Με τα χρόνια  κατάλαβε ότι δεν μάλωναν, αλλά γινόταν κάτι που κι αυτή από μια στιγμή και πέρα ευχόταν να παθαίνει όσο συχνά γινόταν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου