Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Ο Μπλάκι

  Στο Πόρτο Χέλι ήρθα για μια επίσκεψη, αλλά τελικά κόλλησα από τότε. Μέχρι τώρα έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια, αφού το πρώτο καλοκαίρι ήταν το 1981. Αν το δεις μόνο ποσοτικά είναι περισσότερο από τα χρόνια που έχω ζήσει στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Βόλο. Βεβαίως εκείνα τα λιγότερα χρόνια είναι αυτά που με σημάδεψαν ως άνθρωπο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι φίλο, με την ουσιαστική σημασία που έχει αυτός ο όρος, που να προέρχεται από αυτή την περιοχή, ντόπιο δηλαδή, δεν αξιώθηκα ή καλύτερα δεν επεδίωξα να αποκτήσω. Μπορώ να ισχυριστώ ότι το «πέτυχα».

    Όταν τα οικονομικά της οικογένειας άρχισαν να καλυτερεύουν ενδιαφέρθηκα να εξασφαλίσω στις γυναίκες μου, αλλά και στον εαυτό μου για όσο χρόνο μου επέτρεπαν οι επαγγελματικές απασχολήσεις, καλύτερες συνθήκες διακοπών, κυρίως τα καλοκαίρια, όταν έκλειναν τα σχολεία και η υπόλοιπη οικογένεια μπορούσε  να φύγει απ’ την Αθήνα. Έτσι αρχικά νοικιάσαμε ένα σπίτι. Για οικονομικούς λόγους τα έξοδα του ενοικίου τον πρώτο χρόνο τα μοιραστήκαμε με τη φιλική οικογένεια του Θανάση και της Μάγδας. Περάσαμε πολύ ωραία, όπως και να το δεις, αν και λίγο στριμωγμένα. Γι’ αυτόν το λόγο την επόμενη χρονιά απλώσαμε περισσότερο τα πόδια μας, αφού η άλλη οικογένεια νοίκιασε δεύτερο σπίτι.

      Εδώ κάναμε νέες γνωριμίες με ανθρώπους που είχαν δικά τους εξοχικά σπίτια. Οι αφορμές ήταν τα παιδιά που συναντιόνταν στη θάλασσα και ταίριαζαν πάνω στο παιχνίδι. Αυτό έγινε αφορμή για να αρχίσει και το δέσιμο των μεγάλων. Κοινές έξοδοι στους θερινούς σινεμάδες και σε μια από τις πολλές ταβέρνες και τα εστιατόρια, που είναι διάσπαρτα στη περιοχή. Αλλά όχι μόνο. Περισσότερο ενδιαφέροντα είναι τα γλέντια που κάναμε στα ίδια τα σπίτια μας, πολλές φορές ολονύχτια. Τραγούδια, ανέκδοτα, ομαδικά παιγνίδια, παιδικές διηγήσεις και το απαραίτητο φαγοπότι. Μέχρι σκασμού. Εκείνη την εποχή  ήμουν πρωταγωνιστής σε κάτι τέτοια.

  Η παρέα που δημιουργήθηκε ήταν αποκλειστικά από παραθεριστές που είχαν την αφετηρία τους από την Αθήνα. Υπήρξε κάποιο δέσιμο, με άλλους περισσότερο κι άλλους λιγότερο. Μια από τις οικογένειες ήταν το ζευγάρι, ο Γιώργος κι η Φρίντα, που είχαν ήδη δικό τους σπίτι σε ευρύχωρο οικόπεδο και μεγάλωναν τα δυο παιδιά τους. Ο Γιώργος ήταν ενδιαφέρουσα περίπτωση από πολλές πλευρές. Χρόνια ανεμοδαρμένος σ’ όλες τις θάλασσες, αφού ήταν μηχανικός του εμπορικού ναυτικού. Ήρεμος άνθρωπος, καλός οικογενειάρχης, Μυτιληνιός στην καταγωγή, είχε ένα σημαντικό και χρήσιμο χαρακτηριστικό. «Έπιαναν» τα χέρια του σε οποιοδήποτε τεχνικό ζήτημα.  Ήξερε όλες τις τέχνες κι οι συμβουλές του ήταν πάντα καίριες και λυσιτελείς. Σ’ όλη την καριέρα της επαγγελματικής του απασχόλησης ένα ήταν τ’ αφεντικό του: Ο ονομαστός Σταύρος Νιάρχος. Στα δικά του καράβια δούλεψε κι όταν πέρασαν τα χρόνια των ταξιδιών στις θάλασσες τον διόρισε τεχνικό διευθυντή στο ιδιόκτητο νησάκι του, τη Σπετσοπούλα. Συμπληρώνοντας τα απαιτούμενα χρόνια έγινε συνταξιούχος του ΝΑΤ.  Μα επειδή τα παιδιά μεγάλωναν, μαζί κι οι ανάγκες τους, συμπλήρωνε το εισόδημά του συνεχίζοντας να εργάζεται, αφού ο Νιάρχος, εκτιμώντας τις γνώσεις και την αφοσίωση του τον απασχολούσε στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά που εκείνη την εποχή ήταν δικά του.

    Αυτά τα χρόνια αγόρασε απέναντι από τις Σπέτσες ένα οικόπεδο κι εκεί έχτισε ένα εξοχικό σπίτι, όπου όλη η οικογένεια περνούσε  το καλοκαίρι. Όταν τα ναυπηγεία πέρασαν στον έλεγχο του κράτους, ο Γιώργος δεν μπορούσε να συνεχίσει να εργάζεται εκεί. Έτσι έμεινε για λίγο χωρίς δουλειά. Η περίσσια ενεργητικότητά του όμως δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Μες στο Πόρτο Χέλι άνοιξε μαγαζί που πουλούσε ό,τι μπορείς να φανταστείς. Στην αρχή ναυτιλιακά προϊόντα, αλλά σύντομα κι όλα τα είδη κιγκαλερίας και υλικών για τους τεχνίτες και οικοδόμους, σε μια περιοχή που η ανοικοδόμηση ήταν στις δόξες της. Από μια συμπληρωματική κατ’ αρχήν απασχόληση πολύ σύντομα το μαγαζί απορρόφησε όλο το χρόνο του, γιατί όλοι, ακόμα κι οι ντόπιοι, εκτίμησαν τις γνώσεις του και την πλήρη αφοσίωση στην εργασία του και τον προτιμούσαν στις αγορές τους.

  Μια νύχτα σ’ ένα από τα γλέντια που κάναμε στην αυλή του σπιτιού του μου λέει:

   « Άντε, ρε Λευτέρη, πάρε το διπλανό οικόπεδο να χτίσεις εδώ σπίτι να είμαστε κοντά. Γιατί να νοικιάζεις ξένα σπίτια;»

    Ήδη είχα φύγει από το πρώτο σπίτι που είχα αρχικά νοικιάσει στην παραλία του λιμανιού, ενοχλημένος από το θόρυβο που χρόνο με το χρόνο γινόταν κι εντονότερος κι είχα μετακομίσει σε άλλο που βρισκόταν στο εσωτερικό της περιοχής. Ήμουν σε πολλύ καλή διάθεση- στο τσακίρ κέφι που λένε- και με μια ανεξήγητη βεβαιότητα λέω στη γυναίκα μου.

  «Ντόρα, αύριο πάτε με τον Γιώργο να συζητήσετε με τον Τσιρτσίκο»

    Ο Τσιρτσίκος ήταν ο ντόπιος ιδιοκτήτης της γύρω περιοχής και με ενδιέφερε να μάθω την τιμή και τους όρους πληρωμής. Πράγματι, έτσι κι έγινε. Χρηματικό απόθεμα δεν υπήρχε, αλλά με μια μικρή, στα μέτρα μου, προκαταβολή κι ένα μεγάλο αριθμό από γραμμάτια, αγοράσαμε το πρώτο κομμάτι γης που ήταν λίγο πάνω από δυο στρέμματα. Βόγκηξα μέχρι να το ξεχρεώσω. Η μέθοδος με τα γραμμάτια ήταν πολύ διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Σε συμφωνία μ’ έναν εργολάβο της περιοχής έριξα τη βάση του σπιτιού λίγο αργότερα. Είχαμε ήδη μπει στο 1986. Το εγχείρημα ν’ αρχίσω το χτίσιμο του σπιτιού ήταν, με τα δεδομένα της εποχής, πολύ δύσκολο. Δεν ήθελα λυόμενο, αλλά χτιστό και μόνιμο σπίτι. Σωτήριος αρωγός στο πρώτο αναγκαίο ποσό για την έναρξη των εργασιών ήταν η οικονομική βοήθεια του πατέρα της Ντόρας, του Φώκου. Ευτυχώς γι’ αυτόν πρόλαβε να χαρεί σχεδόν μια εικοσαετία τις καλοκαιρινές διακοπές κάτω από την απόλυτη φροντίδα και προσοχή της μοναχοκόρης του, γεγονός που το χάρηκε δεόντως αλλά και το εκτίμησε άλλο τόσο.

  Το χτίσιμο ενός σπιτιού από την αρχή, είναι μια δύσκολη υπόθεση. Οι χρηματικές ανάγκες ατέλειωτες, τα έκτακτα έξοδα συνεχώς μπροστά σου. Η διαχείριση των οικοδόμων-τεχνιτών και των μαστόρων, που τις περισσότερες φορές δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους, που για να γλιτώσουν έξοδα κάνουν τσαπατσουλιές και κακοτεχνίες, που αναζητούν ευκαιρία να σ’ εξαπατήσουν ήταν μια από τις δυσκολότερες αποστολές κι ευτυχώς η Ντόρα την ανέλαβε και την έφερε, κατά το δυνατόν, σε πέρας.

  Στις αρχές του 1990 μπήκαμε μέσα στο δικό μας σπίτι, δηλαδή σε λίγο συμπληρώνουμε μέσα σ’ αυτό μια εικοσαετία ζωής.

     Ένα εξοχικό είναι μια μαύρη τρύπα που συνεχώς απορροφά τα τακτικά αλλά κι έκτακτα έξοδά του. Σκέτη άπατη χαβούζα! Αναγκαίες βελτιώσεις, διόρθωση των προηγούμενων κακοτεχνιών, συνεχείς ζημιές και βλάβες, νέα σειρά λογαριασμών κοινής ωφέλειας δεν σ’ αφήνουν στιγμή να πάρεις ανάσα. Όμως μην είμαι άδικος κι αγνώμων. Τελικώς στο ισοζύγιο κυριαρχούν τα καλά. Σ’ αυτό το σπίτι πέρασα υπέροχες μέρες, κουβαλάω ένα βουνό από όμορφες αναμνήσεις και τελικά τώρα που είμαι συνταξιούχος ο χρόνος μου ισομοιράζεται ανάμεσα στην Αθήνα και το Πόρτο Χέλι.

    Μέσα στ’ άλλα απέκτησα και μια ευχάριστη συνήθεια. Παιδί της πόλης δεν είχα στην παιδική μου ηλικία τις εμπειρίες της αγροτικής ζωής κι έτσι συνηθισμένα ίσως σε άλλους φαινόμενα προσωπικά τ’ απολαμβάνω με την ικανοποίηση του πρωτόπειρου. Από όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας κι άλλες χαρακτηριστικές τοποθεσίες της, πήρα σπόρους από δέντρα και καλλωπιστικούς θάμνους και τους φύτεψα σε γλαστράκια. Αρκετοί από αυτούς ευδοκίμησαν. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα σε καθημερινή βάση τη δύναμη που κρύβει μέσα του ένα σποράκι. Πώς μέρα με τη μέρα μεγαλώνει και γίνεται ολόκληρο δέντρο. Μέσα στο κτήμα μου, που εντωμεταξύ μεγάλωσε με την αγορά της διπλανής έκτασης, υπάρχουν δέντρα και θάμνοι από το χώρο της Ακρόπολης, του Κεραμεικού, της Αρχαίας Αγοράς, του Λόφου Φιλοπάππου, του Εθνικού Κήπου και του Λυκαβηττού. Μες το μυαλό μου κυκλοφορεί η ιδέα να βάλω σε καθένα απ’ αυτά μια ταμπέλα με τον τόπο προέλευσής του, αλλά ακόμα δεν το έχω κάνει.

   Ο Γιώργος μέσα στις άλλες αρετές του είχε κι ιδιαίτερα χόμπι. Πάντα στο κτήμα του υπήρχε ένας τουλάχιστον σκύλος σαν φύλακας και στο λιμάνι ένα απλό σκάφος που ήταν η μεγάλη του αγάπη. Παρά την κούραση, παρά τα συνεπαγόμενα έξοδα σχεδόν πάντα είχε ένα πλεούμενο που μοιραζόταν με τους φίλους του για ημερήσιες εκδρομές, μπάνια σε απρόσιτες ακτές και νυχτερινά ψαρέματα. Ήταν άνθρωπος ειδικής ανθρώπινης αντοχής. Με τον Γιώργο περάσαμε όμορφες βραδιές. Ο παρελθοντικός χρόνος που χρησιμοποιώ υποδηλώνει ότι ο Γιώργος δεν είναι πια μαζί μας. Τόσα χρόνια στα αμπάρια των μηχανών- φυλακές με αμίαντο- υπέσκαψαν ανεπανόρθωτα την υγεία του. Έγινε κι αυτός ένα ακόμα θύμα του σύγχρονου θεριστή της ζωής των ανθρώπων του καρκίνου! 

  Όμως ας επανέλθω στην αρχική μου επιδίωξη. Τον περιβάλλοντα χώρο, γύρω απ’ το κτήμα, τον περπάτησα αρκούντως και γνώρισα κάθε γωνιά του. Ευτυχώς η υγεία μου -ακόμα και τώρα- μου επιτρέπει να περπατάω αρκετή ώρα χωρίς να νιώθω ιδιαίτερη κούραση. Το αντίθετο θα έλεγα. Ο οργανισμός μου ζητάει την πεζοπορία. Τις ώρες που περπατάω ξεχνιέμαι.  Από τις παρατηρήσεις που κάνω στα πράγματα που συναντώ γύρω μου  το συνηθισμένο άγχος μου τείνει να με εγκαταλείψει.

  Στις βόλτες αυτές των τόσων χρόνων έζησα τις αδιάκοπες αλλαγές του χώρου της γειτονιάς μου. Συνεχώς νέα σπίτια χτίζονται, συνεχώς νέοι φράκτες σηκώνονται που περιορίζουν τα μονοπάτια για τους ανεμπόδιστους περιπάτους μου. Σ’ αυτό δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είναι η αναπόφευκτη «εξέλιξη» που εδώ έχει, όλα αυτά τα χρόνια, μια ταχύτητα μεγαλύτερη από το μέσο πανεθνικό όρο.

  Μια μέρα περπατώντας, ακούω απελπισμένες γυναικείες φωνές να ζητάνε βοήθεια. Κάτι σοβαρό και κακό θα συνέβη είπα από μέσα μου. Έτρεξα προς την πηγή της αναστάτωσης κι ήταν το σπίτι του Γιώργου. Η γυναίκα του κι η μάνα της οδύρονταν δίπλα στον πεσμένο καταγής Μπλάκι. Το μπροστινό δεξί πόδι του ήταν άσχημα μπλεγμένο με το σύρμα του φράκτη. Στην απελπισμένη προσπάθειά του να απαλλαγεί έμπλεκε όλο και περισσότερο και το πόδι του είχε πληγιάσει και το αίμα του έτρεχε. Ο Μπλάκι ήταν ένα πανέμορφο λυκόσκυλο, ψηλόσωμο, καλοταϊσμένο, ολοζώντανο.

    Εδώ ας εξομολογηθώ την αμαρτία μου. Με τα σκυλιά δεν είχα στο παρελθόν πολλά πάρε- δώσε. Παιδί της πόλης, μεγαλωμένος στον περιορισμένο χώρο του πατρικού σπιτιού, δεν ήμουν εξοικειωμένος μαζί τους. Μάλλον τα φοβόμουν και λίγο. Με τα μόνα ζώα που είχα σχέση  και τ’ αγαπούσα ήταν οι γάτες. Όταν έμπαινα προηγουμένως στο σπίτι του Γιώργου είχα πάντα έναν ενδόμυχο φόβο μη με αρπάξει ο σκύλος, αλλά ο κακομοίρης ποτέ δεν εκδήλωσε καμιά τέτοια πρόθεση. Με μια εξαίρεση: Όταν έπεφτε καμιά γάτα στα δόντια του την καρύδωνε σε χρόνο μηδέν.

     Δεν έχω καμιά σχέση με τεχνικά ζητήματα και κάθε φορά που στο σπίτι χρειάζεται την επέμβαση τεχνίτη, εκείνη που καθαρίζει είναι η γυναίκα μου. Όμως εκείνη την κρίσιμη στιγμή το μάτι μου έπεσε σε μια τανάλια που βρισκόταν εκεί κοντά. Με αποφασιστικότητα την πήρα στα χέρια μου κι έκοψα το σύρμα που κρατούσε το πόδι του. Ο Μπλάκι σήκωσε το κεφάλι, με είδε και στη συνέχεια έπεσε λιπόθυμος. Τόση ώρα προσπαθώντας μάταια να ελευθερωθεί είχε πλήρως εξαντληθεί. Τότε έφτασε κι ο Γιώργος που είχε τηλεφωνικά ειδοποιηθεί, τον έβαλε στο αυτοκίνητο και κατευθείαν στον κτηνίατρο. Μετά την αναγκαία περίθαλψη επέστρεψε την επόμενη  μέρα με τις γάζες και κουτσαίνοντας. Σε λίγες μέρες η περιπέτειά του είχε τελειώσει.

  Η έκπληξη ήρθε αργότερα. Για τον Μπλάκι τον προηγούμενο καιρό ήμουν ένας από τους συχνούς επισκέπτες του σπιτιού αδιάφορος γι’ αυτόν, χωρίς να διαισθάνεται τον κρυμμένο φόβο μου. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Μόλις κάθισα στην καρέκλα ήρθε κοντά μου, έβαλε τη μουσούδα του στο γόνατό μου και- δεν θα το πιστέψετε- με κοίταζε με λατρεία. Θα έχετε δει, φαντάζομαι, τα μάτια λατρείας που έχουν οι σκύλοι γι’ αυτούς που αγαπούν. Θυμόταν τον άνθρωπο που τον απελευθέρωσε από τα δεσμά του και τα ζώα είναι ανταποδοτικά όντα. Θέλουν να επιστρέψουν το καλό που τους έκανες. Από κει και πέρα εισέπραττα την αγάπη του κι ήταν φυσικό να τον αγαπήσω το ίδιο κι εγώ.  Ο κύκλος της ζωής είναι αδυσώπητος. Μετά από μερικά χρόνια ο Μπλάκι αρρώστησε από την νόσο Καλαζάρ και τότε ακόμα δεν είχε βρεθεί τρόπος θεραπείας της. Ο Μπλάκι μπήκε στη διαδικασία της ευθανασίας. Πολλοί τον έκλαψαν εδώ γύρω.    

 

        Ιούνιος 2010

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου