Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη


Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
 διαβάζει το βιβλίο του Λευτέρη Τσίλογλου, αυτοβιογραφική μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε την περιπέτεια της Αριστεράς
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  08/05/2011 05:45 Με τον Λευτέρη Τσίλογλου δεν συνδεόμαστε στενά, όμως είχε κερδίσει τη φιλία ενός ανθρώπου αξιόλογου και δύσκολου, που άγγιξε όσο λίγοι τη ζωή μου, του πρώτου μου άντρα Νίκου Γιανναδάκη, όταν επί χούντας βρέθηκαν και οι δυο τους συγκρατούμενοι στη φυλακή για την υπόθεση της φοιτητικής οργάνωσης Ρήγας Φεραίος. Εκτοτε ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του, ούτε και θα μπορούσε να έχει γίνει διαφορετικά.

Ηδη από την εισαγωγή του ο συγγραφέας παρουσιάζει στον αναγνώστη, με τη μορφή ενός φανταστικού διαλόγου, τον «διπλό» εαυτό: από τη μία το δικαίωμα να έχει τραβήξει ο καθένας τον δικό του δρόμο, από την άλλη την εσωτερική του δέσμευση στο κοινό παρελθόν, την άφθαρτη αναφορά του στα οράματα και στις περιπέτειες των νεανικών χρόνων, γεγονός που τον οδήγησε στην ανάγκη να εξιστορήσει την προσωπική του διαδρομή στον σημερινό «άλλο», τον παλιό(;) του σύντροφο.

Οι συγγραφείς έχουμε πάντα αυξημένες απαιτήσεις από τα κείμενα. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που ο Λευτέρης Τσίλογλου άρθρωσε τις μικρές ενότητες των μαρτυριών του, τις προσωπικές του με άλλα λόγια ιστορίες: με λιτότητα, με μεγάλη σαφήνεια, με έναν τρόπο που τραβά αμέσως τον αναγνώστη. Καμιά φορά με ένα εκ των υστέρων μικρό σχόλιο κρίνει με κατανόηση την έπαρση της νιότης, την τυφλή θρησκευτική και κομματική πίστη ή το μαυρόασπρο κριτήριο στην καθημερινή ζωή. Τον απασχολεί όχι ο χαμένος, αλλά κυριολεκτικά ο σπαταλημένος σε πολλά και διάφορα χρόνος, ενώ από μερικές σελίδες του αναδύεται το (θαρραλέο, νομίζω) παράπονο ότι κάποιες στιγμές παραμερίστηκαν αισθήματα οικογενειακά ή ερωτικά για πράξεις δημόσιες που έπρεπε να γίνουν- και σωστά έγιναν, κόστισαν όμως υπερβολικά όχι μόνο στους πρωταγωνιστές, αλλά και στους κοντινούς δικούς τους. Ή, πάλι, ότι δεν μπόρεσε να συνομιλήσει όταν έπρεπε, και όσο έπρεπε, με ανθρώπους που είχαν κουβαλήσει στα αργασμένα χέρια τους πατρίδες και πολιτισμούς χαμένους, κυρίως με το προσφυγικό του σόι, το οποίο επιστρέφει τώρα μέσα από τούτο το βιβλίο και ζητεί την προσοχή και τη δική του εξιστόρηση- τι άλλο είναι, εκτός από τις σχετικές σελίδες, και τα πολλά ταξίδια του συγγραφέα στη Μικρά Ασία; (Ο συγγραφέας γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία του Βόλου.)

Με την εξαίρεση της εισαγωγής και δύο εντυπωσιακών κειμένων που συνοδεύουν ως επίμετρο το βιβλίο (το πρώτο του 1973, στη φυλακή ακόμη, το δεύτερο του 1978, κατά την τόσο δύσκολη ενσωμάτωση της μεταπολιτευτικής ζωής από τον ελεύθερο πλέον Λευτέρη, κείμενα που και τα δύο δείχνουν πρώιμα την εκφραστική ευχέρεια του συγγραφέα τους), ο συγγραφέας, γνωστός θετικός επιστήμονας ο ίδιος, εκθέτει με αντίστοιχο σχεδόν τρόπο τα βιώματά του: Για κάθε σημαντική ενότητα στηρίζεται αθροιστικά σε δύο ή περισσότερα ουσιώδη επεισόδια, προσπαθώντας να αποδείξει κατά κάποιον τρόπο την αξία όσων ανακαλεί για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, για τις σωστές ή για τις λιγότερο σωστές, ή και τις επιπόλαιες αποφάσεις του. Το κυριότερο, μας δίνει απολαυστικές και ολοζώντανες εικόνες και περιγραφές από όλες τις φάσεις της παιδικής ή νεανικής ζωής του. Για παράδειγμα, τη φελινική εικόνα των γυναικείων κεφαλιών που, εξέχοντας από το θαμμένο στην άμμο σώμα τους, φλυαρούν για να περάσει η ώρα στα αμμόλουτρα· την παραμυθένια εικόνα των δύο μικρών αγοριών που χάθηκαν στο δάσος και ξενύχτησαν σκαρφαλωμένα στη διχάλα ενός ψηλού δέντρου για τον φόβο των λύκων, την δε επομένη που γύρισαν στα σπίτια τους κανένας δεν είχε αντιληφθεί την απουσία τους· την εξοργιστική εικόνα του δεμένου με σκοινί αριστερού χεριού ενός αριστερόχειρου μπόμπιρα από κάποιον ξεροκέφαλο δάσκαλο, όσο και τη λύτρωση που χάρισε ένα κλεφτό παγωμένο γεναριάτικο ντους στα κρατητήρια, σε ένα σώμα ήδη βασανισμένο στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας.

Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στη σημερινή Αριστερά, δεν θίγει όμως καθόλου το κεφάλαιο «φυλακή», χωρίς να μου είναι σαφές αν αυτό σχετίζεται με την παραπάνω κριτική του. Ελπίζω να το ανοίξει σύντομα, με το δικό του πάντα βλέμμα, το τρυφερό και αμείλικτο μαζί. Οχι μόνο επειδή ελάχιστα έχουν ειπωθεί, παρά τον ωκεανό των σελίδων, αλλά και διότι η υπόθεση των πρώτων αγωνιστών του Ρήγα Φεραίου, στριμωγμένη ανάμεσα στην επιφανή γενιά του Πολυτεχνείου και στους γνωστούς αγώνες της προδικτατορικής Αριστεράς, παραμένει η πιο άγνωστη σελίδα της αντιδικτατορικής αντίστασης, μολονότι τιμωρήθηκε με τον πλέον σκληρό τρόπο.

Δεν θα παραλείψω να αναφερθώ στην ευλαβική, την τολμηρή για τα δεδομένα της εποχής μας, αναφορά στον Πατέρα και στη Μάνα του, προσφύγων εργατών από τη Μικρά Ασία στη συνοικία Νέα Ιωνία του Βόλου, με κεφαλαίο πάντα το πρώτο γράμμα. Τα βάσανα, η εργατικότητα, ο χαμηλόφωνος πολιτισμός τους θα στερεώνουν εφεξής την εικόνα του συγγραφέα, αφού στο χωνευτήρι της Αθήνας, στο χωνευτήρι της ζωής, συχνότατα κάνουμε φίλους ξεκρέμαστους στον κάθε άνεμο, σε κάθε ερμηνεία. Γυμνούς από «το πιο τίμιο», από τη γνώση των παιδικών και εφηβικών τους χρόνων· τα πρόσωπα, τις γειτονιές, τα κρίσιμα λόγια που συνέταξαν την πρώτη μυστική τους γεωγραφία.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου