Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Μια Κυριακή στο Ρυζόμυλο

                
Για να θυμηθούμε ή να καταλάβουμε τις συνθήκες που χαρακτήριζαν την εποχή του 1965, θα σας διηγηθώ το εξής περιστατικό. Τότε η νεολαία Λαμπράκη είχε οξυγόνο και δύναμη. Ταρακούνησε αδρανείς μάζες νέων, έφτασε στα χωριά ακόμα και εκεί που ήταν φρούρια της συντήρησης. Εξέφρασε την ώριμη ανάγκη των νέων ανθρώπων να βγουν στο προσκήνιο και να διεκδικήσουν το ρόλο τους.
Μια Κυριακή, φθινόπωρο του 1965, πήγα στο Ρυζόμυλο να συστήσουμε παράρτημα της Νεολαίας. Δεν υπήρχαν γραφεία, αλλά στο σπίτι που βρεθήκαμε συγκεντρωθήκαν γύρω στα είκοσι παιδιά. Σημαντικός αριθμός για το χωριό και την ατμόσφαιρα της εποχής.

Μίλησα, άκουσα απόψεις, έδωσα υλικό, έζησα τα χαρακτηριστικά της καταπιεσμένης τους ζωής, αφουγκράστηκα την ανάγκη ν’ ανοίξουν τα φτερά τους, να κάνουν πολιτισμό στο χωριό. Μπήκαν τα πρώτα καθήκοντα και ήρθε η ώρα να γυρίσω στην πόλη. Το σπίτι ήταν κοντά στην πλατεία και εγώ έπρεπε να περάσω από εκεί, να περπατήσω ακόμα καμιά πεντακοσαριά μέτρα για να φτάσω στον κύριο δρόμο που ένωνε το Βόλο με τη Λάρισα.

   Ο Ρυζόμυλος είναι δίπλα στο Βελεστίνο,  την γενέτειρα του Ρήγα Φεραίου. Ήταν ένα μεγάλο και ζωντανό χωριό, που τότε ζούσε κυρίως από το στάρι που καλλιεργούσαν στα εύφορα χωράφια του κάμπου. Δεν μου ήταν άγνωστος ο χώρος. Σε μικρότερη ηλικία, έζησα αρκετές μέρες εδώ..

-Μα πως;

Η μεγάλη μου αδερφή είχε παντρευτεί τον Κώστα, έναν από τα πολλά παιδιά μιας ευκατάστατης, με τα μέτρα της εποχής, οικογένειας του μπάρμπα-Σπύρου, που ο ίδιος δεν ήταν καραγκούνης, όπως οι περισσότεροι συγχωριανοί του. Αρβανίτης από τα Μεσόγεια ήταν και είχε έρθει εδώ, όπου παντρεύτηκε, ρίζωσε και έφτιαξε μια μεγάλη οικογένεια.

Ο Κώστας ήταν καρδιά-μάλαμα, ωραίος οικογενειάρχης, μα πολύ άτυχος. Αρρώστησε και πέθανε σχετικά νέος. Όλη η οικογένεια του μπάρμπα-Σπύρου ήταν συντηρητικοί δεξιοί και βασιλόφρονες, με θύμα κιόλας στον εμφύλιο. Τα πράγματα από αυτήν την πλευρά ήταν δύσκολα. Όταν έγινε ο γάμος ήμουν πιτσιρικάς 9 χρονών και άκουγα γύρω μου τους άλλους να προσαγορεύονται:

-Συμπέθερε! Συμπέθερε!

Μιμητικό ζώο ο μπόμπιρας έλεγα και εγώ:

-Συμπέθερε!

Οι χωριανοί χαμογελούσαν συγκαταβατικά, αλλά στο σόι αυτό πολιτογραφήθηκα,  «ο συμπέθερος».

Όταν έφτασα στην πλατεία, για να επιστρέψω στην αρχική διήγηση, εγώ ένα παλικάρι  24 χρόνων δεν υπολόγιζα τίποτε. Είχα τη σιγουριά του αλάθητου του Πάπα. Εκεί έπεσα πάνω σε μια συμπαγή ομάδα από γεροδεμένους αγρότες που με περιτριγύρισαν μ’ άγριο ύφος, έκαναν τα πάντα να με φοβίσουν, χωρίς όμως προπηλακισμούς. Απλώς μια απειλητική ατμόσφαιρα. Συνέχισα να προχωρώ χωρίς να ανοίξω το στόμα μου.

Μέχρι το δρόμο με συνόδεψε μόνο ο Βαγγέλης, ο αδερφός του γαμπρού μου, που μου τόπε καθαρά:

-Άκου Λευτεράκη! Σήμερα στη χαρίζουμε. Τους είπα ότι είσαι καλό παιδί, συγγενής και μορφωμένο. Όμως να ξηγηθούμε πρώτη φορά και τελευταία. Αν ξαναπατήσεις στο χωριό δε θα ξαναφύγεις. Τότε δε θα σε προστατέψω!

Μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο του απάντησα:

-Θα έρχομαι όποτε θέλω! Το νερό μπήκε στ’ αυλάκι!

-Εγώ πάντως σε προειδοποίησα!

Πράγματι δεν ξαναπήγα στο χωριό. Η μοίρα το έφερε έτσι. Σε δύο μήνες έφυγα φαντάρος, αλλά τι σύμπτωση!

Με τον Βαγγέλη συναντηθήκαμε για τελευταία φορά  το 1969 στις φυλακές της Λάρισας.

Εγώ θα περνούσα έκτακτο Στρατοδικείο κι εκείνος ήταν μέσα για χρέη στην Αγροτική Τράπεζα.

Δεν ειπώθηκαν εκατέρωθεν κακίες. Λειτούργησε η αυθόρμητη αλληλεγγύη των συγκροτούμενων. Άλλη φορά δυστυχώς δεν τον ξανάδα.

Ο άτυχος Βαγγέλης σκοτώθηκε σε αγροτικό ατύχημα. Τον πλάκωσε το τρακτέρ, που οδηγούσε.

Έτσι κι αλλιώς δεν θα είχαμε όμως άλλη κόντρα. Δεν είχα καμιά όρεξη να ξαναπάω στο χωριό του και να κάνω οργανωτική δουλειά! 2005

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου