Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Ο Στέλιος στο Βόλο

                       
 Μια μέρα η είδηση κυκλοφόρησε σαν αστραπή σ’ όλη την πόλη. Η ταβέρνα «ο Λευτέρης» θα έφερνε στο Βόλο το Στέλιο. Εκείνη την εποχή ο Στέλιος ήταν θρύλος. Σε κάθε ραδιόφωνο, πικάπ και ηλεκτρόφωνο ήταν κυρίαρχος. Αυτός έκλαιγε για τους καημούς της φτωχολογιάς, τον πόνο της μάνας, τους μετανάστες στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές. Χρησιμοποιώντας σύγχρονους όρους, εγώ ήμουν «φαν» του Στέλιου.

Η ταβέρνα του Λευτέρη βρισκόταν στην παραλία ανάμεσα στην αποθήκη του Παπαστράτου* και την ταβέρνα «ο Λούκουλλος». Παίρνοντας, φαντάζομαι, άδεια από τη χωροφυλακή έκλεισε το βράδυ την παραλία. Η θέση άλλωστε ήταν το τέλος της βόλτας, του γνωστού νυφοπάζαρου της εποχής, που άρχιζε από την Κ. Καρτάλη και τελείωνε στα μπλόκια. Έβαλε στο δρόμο τραπεζάκια και καρέκλες, που γέμισαν στο πι και φι ... Στέλιος γάρ.

Εμείς, πιτσιρικάδες με κοντά παντελονάκια, βρήκαμε έναν τρόπο να έχουμε εικόνα του «πάλκου». Μακρινή μεν, αλλά μας έφτανε. Στην προκυμαία υπήρχαν ακόμα μερικά μπλόκια, τεράστιοι όγκοι από τσιμέντο και σίδηρο για την ολοκλήρωση του λιμενοβραχίονα. Ο ένας δίπλα και πάνω στον άλλο σε διπλές σειρές.

Σκαρφαλώσαμε στην κορυφή τους και καθίσαμε στη σειρά με τα πόδια κρεμασμένα ελεύθερα. Ήταν πολλά παιδιά, μα η πιο ζωηρή και φασαριόζικη παρέα ήταν τα παιδιά του συνοικισμού. Κατεβήκαμε από τη Νέα Ιωνία, ένα πολύβουο σμάρι.

Ήταν γενική η αναστάτωση, όμως όταν άρχισε το πρόγραμμα οι πενιές που έβγαιναν από τα μεγάφωνα κυριάρχησαν στο χώρο και εμείς επαναλαμβάναμε δυνατά τα λόγια, όσα ξέραμε.

Έτσι ειπώθηκε μια σειρά τραγουδιών. Δίπλα στο Στέλιο και την ορχήστρα καθόταν ένα κορίτσι, δε θυμάμαι ποιο, που σεμνά και ταπεινά του έκανε σεγκόντο. Κάποια στιγμή έγινε ένα μικρό διάλειμμα και σε λίγο θ’ άρχιζαν οι παραγγελιές.

  Ο Στέλιος, βαμμένος Πόντιος και λαϊκός, λέει:

«Πρώτα ό,τι πει η γαλαρία!»

Και μας δείχνει από μακριά. Με μια φωνή, τη δυνατότερη που είχα, φώναξα. Αν θυμάμαι καλά ίσως: Η κοινωνία με κατακρίνει!

             Η κοινωνία με κατακρίνει

             μ’ έχει αδικήσει στ’ αληθινά

             και το κορμί μου στιγμή δεν παύει

             να τυραγνιέται και να πονά.

   Ένιωσα, ένιωσα ποια είναι η κοινωνία

   ένιωσα του κόσμου την τόση αδικία...

Κι ο Στέλιος λέει:

      «Έγινε!»

 Κι άρχισε η εισαγωγή. Πανζουρλισμός πάνω στις τσιμεντόπλακες! Σαν να μας είχαν χαρίσει όλο τον παράδεισο. Όρθιοι, φωνές, κακό, από τη χαρά μας βουτήξαμε με τα ρούχα στη θάλασσα. Στο κολύμπι ήμασταν μανούλες.

Αλλά κάποιος φώναξε:

«Τα παιδιά!... Τα παιδιά πνίγονται!»

Έγινε φασαρία, αναστάτωση, η ορχήστρα σταμάτησε. Το τραγούδι έμεινε στη μέση.

Εμείς βγήκαμε σώοι κι αβλαβείς από τα διπλανά σκαλοπάτια**. Μουσκίδι όλοι, αλλά τι μας πείραζε; Η βραδιά ήταν ζεστή. Δεν κινδυνέψαμε καθόλου. Αργότερα το πρόγραμμα συνεχίστηκε.

«Στέλιο να είσαι πάντα έτσι όμορφος κι ωραίος στη μνήμη μας!»

2005

 

*Το σημερινό κτίριο του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας

** Τα κατάργησαν, ίσως για λόγους ασφάλειας.  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου