Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Ο μεγάλος μου αδελφός

Όταν πέρασε το φάσμα της πείνας και η οικογένεια σώα μαζεύτηκε στο σπίτι, η Μάνα είδε ότι το μεροκάματο του Πατέρα δεν επαρκούσε για τη διατροφή της οικογένειας. Οι δουλειές ήταν περιορισμένες, τα περισσότερα εργοστάσια κλειστά. Με τους δυο μεγαλύτερούς της γιους πρωί- πρωί, κάθε τόσο, πήγαιναν στην Κάπουρνα για ξύλα. Ζαλίκωνε τα αγόρια και  τον εαυτό της και κατέβαζε  στον ξυλά της γειτονιάς ένα φόρτωμα ξύλα έναντι μιας ευτελούς αμοιβής, αλλά αμοιβής, που τσόνταρε στα διατροφικά έξοδα. Άλλωστε, άλλα έξοδα  δεν υπήρχαν.

Δυο-τρία καλοκαίρια μετά την απελευθέρωση με δυο  άλλες γειτόνισσες πήγαιναν στο κάμπο, ως σταχομαζώχτρες, φέρνοντας πίσω από ένα βαρύ τσουβάλι στάρι η καθεμιά. Τέτοιες πρωτοβουλίες της Μάνας ήταν αυτές που μας έκαναν ικανούς να ξεπεράσουμε την κρίση της εποχής και τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν μετά την αποχώρηση  των Γερμανών από τη χώρα.

Κάποια στιγμή, ο μεγάλος μου αδελφός «αναβάθμισε» την απασχόλησή του. Με τη βοήθεια του Πατέρα έφτιαξε ένα καροτσάκι και άρχισε τις μεταφορές, με κυριότερο στέκι το σταθμό του τρένου, για τους ταξιδιώτες από τον κάμπο της Θεσσαλίας και το Πήλιο.

Ένα μεσημέρι έφτασε το τρενάκι από τις Μηλιές και μια γυναίκα με την κόρη της ζήτησαν τη συνδρομή του αδελφού μου. Αυτός κατέβασε από το τρένο τρεις καλαθούνες βαριές, σκεπασμένες με πανιά. Άρχισε να τις φορτώνει στο καροτσάκι, αλλά η γυναίκα ζήτησε κι άλλα καροτσάκια.

Ο αδελφός μου είπε:

  «Μπορώ να τα πάω όλα μόνος μου!»

 «  Όχι!  Όχι !  Φώναξε κι άλλον»

Πράγματι σε λίγο τρία καροτσάκια, φορτωμένα από μια καλαθούνα το καθένα, έφτιαξαν  μια φάλαγγα ακολουθώντας τις δυο γυναίκες. Διέσχισαν την παραλία με τα καΐκια και τα ψαράδικα, την πλατεία του Δημοτικού θεάτρου*, πέρασαν τη Μεταμόρφωση και αφού ανέβηκαν ακόμη τρεις- τέσσερις δρόμους  μπήκαν σ’ ένα σπίτι με μια μεγάλη αυλή. Κατέβασαν τις καλαθούνες τις έβαλαν μέσα στο σπίτι και περίμεναν την αμοιβή τους.

Η κυρία άνοιξε τα καλάθια και έβγαλε έξω τα πράγματα. Κάτι μεγάλα σπιτικά καρβέλια ψωμί, ελιές, φρούτα και μύγδαλα. Με ένα μαχαίρι έκοψε δυο καρβέλια στη μέση και έδωσε στον καθένα από ένα κομμάτι. Όμως δε σταμάτησε εδώ. Τρεις γεμάτες χούφτες ελιές, πολλά μήλα και αρκετά αμύγδαλα. Ηγεμονική, για την εποχή, αμοιβή. Γεμάτος χαρά ο Μήτσος γύρισε στο σπίτι.

Τα χρόνια πέρασαν και στη  συνέχεια έγινε υπάλληλος στη ποτοποιία του Οικονομόπουλου στην οδό Αντωνοπούλου. Τώρα είχε πια σταθερό βδομαδιάτικο. Ήταν λίγο μετά το 1950. Ένα απόγευμα της Κυριακής  ο αδελφός μου καθόταν σ’ ένα από τα καφενεία της παραλίας  πίνοντας ένα δροσιστικό και περιμένοντας τους φίλους του. Μόλις θα ερχόταν το δειλινό θα άρχιζε η βόλτα στο ονομαστό νυφοπάζαρο. Μερικά τραπέζια πιο πέρα βλέπει τη γυναίκα του τρένου με την κόρη της να κάθονται σ’ ένα τραπέζι και να συζητούν ήρεμα. Ο Μήτσος φώναξε το γκαρσόνι και πλήρωσε το λογαριασμό τους.

Όταν ήρθε η ώρα και η κυρία ζήτησε το λογαριασμό το γκαρσόνι της εξήγησε: Το και το. Αυτή το παρεξήγησε πιστεύοντας ότι κάνουν καμάκι στην κόρη της και ζήτησε εξηγήσεις. Ο Μήτσος της είπε

« Είμαι το παιδί με το καροτσάκι. Ήθελα να….»

Η γυναίκα αμέσως ηρέμησε. Μ’ ένα νεύμα δεν τον άφησε να συνεχίσει και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

«Ναι, ναι το θυμάμαι. Εσείς δεν  ξέρατε όμως. Στην Κατοχή  είχα χάσει τον άνδρα μου. Η πράξη μου εκείνη ήταν ένα μνημόσυνο γι’ αυτόν. Μας λείπει ακόμα τόσο!»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου