Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Το κούφιο δέντρο


 

Το παρακάτω διήγημα είναι του Δημοσθένη Βουτυρά.  Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ» το Μάιο του 1905, δηλαδή πριν από 110 χρόνια. Διαβάζοντάς το βρήκα σ’ αυτό μια διαβολική διαχρονικότητα και θεώρησα χρήσιμο να το θέσω υπόψη σας.   Οι όποιες αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα αφήνονται στην φαντασία και τις προτιμήσεις του κάθε αναγνώστη

                                             Το  κούφιο  δέντρο

Η χώρα όλη το απεφάσισε επιτέλους! Έπρεπε να πολεμήσει! Το κούφιο δέντρο έπρεπε να καεί κι ο Δράκοντας, που ήταν μέσα να σκοτωθεί

Ζήτησαν έναν τολμηρό. Και βρήκαν και πήραν από τους πολλούς τον Σμυρτιά. Αυτός ήταν αληθινό παλικάρι κι από καιρό ονειρευόταν να πολεμήσει τον Δράκοντα για να σώσει τη χώρα. Το είχε πει και το έλεγε και τώρα

Άρχισαν τότε να ετοιμάζονται για πόλεμο. Τη νύχτα τα καμίνια των σιδηρουργείων, εκείνων που έκαναν τα μαχαίρια, έβγαζαν μεγάλες λάμψεις και σπίθες και φώτιζαν το χωριό, και μαζί ακούγονταν τα  μανιασμένα σφυροκοπήματα του ατσαλιού. Όλοι εργάζονταν να κάνουν και να δώσουν το καλύτερο σπαθί στον Σμυρτιά.

Κι έπρεπε το σπαθί να πελεκά το σίδερο, να κόβει το ατσάλι και να θρυμματίζει το βράχο

Για το βάψιμο έτρεξαν κι έφεραν σκουλήκια μακριά, σκορπιούς μέσα στο λάδι και κάποιος πήρε φαρμακερά φίδια και με το φαρμάκι τους έκανε το βάψιμο του σπαθιού. Καθώς γινόντανε αυτά από τους σιδηρουργούς και τους μαχαιράδες, στα σπίτια δούλευαν οι γυναίκες και τα κορίτσια πλέκοντας στολίδια στο μανδύα του και τα ρούχα του απάνω. Κι δουλεύανε μόνο τη νύχτα γιατί φοβόντανε μην τους μυριστεί ο δράκοντας την ημέρα. Τη νύχτα κοιμόνταν βαριά και μόνο από περπάτημα κοντά στο κούφιο δέντρο θα ξυπνούσε

Ήρθε η μέρα που όλα ήταν έτοιμα και τα δοκίμασαν. Εκείνο το σπαθί με τα φαρμακερά φίδια κατακομμάτιασε τα άλλα κι ένα με το λάδι του σκορπιού, αντιστάθηκε. Δοκίμασαν και τους θώρακες χτυπώντας αυτούς με βέλη δυνατά. Και είδαν πιο γερό κι ελαφρύ ένα θώρακα που είχε κάνει ο πατέρας μιας κόρης άσπρης με μαύρα μαλλιά και με σώμα σαν κυπαρίσσι.

Τα ντύθηκε αυτά ο Σμυρτιάς και τράβηξε για το κούφιο δέντρο, αφού πρώτα ορκίστηκε στη νέα που ο πατέρας της του έκανε το θώρακα πίστη , να τη θυμάται!

Το κούφιο δέντρο ήταν ένα θεόρατο δέντρο χωρίς κλαδιά, ένας κορμός μόνο, φυτρωμένο στη μέση του μεγάλου δρόμου και πιάνοντας σχεδόν όλον. Οι γέροι έλεγαν, καθώς είχαν ακούσει από άλλους γέρους κι αυτοί κι αυτοί από άλλους, ότι προ χρόνων πολλών το είχαν φυτέψει εκεί να σκιάζει τους οδοιπόρους. Αυτό, αφού πρώτα μεγάλωσε κι έκλεισε το δρόμο, μαράθηκε

Ποιος όμως να το κόψει, να το κάψει, που είχε κατοικήσει ένας Δράκοντας μέσα στη κουφάλα του. Και δεν μπορούσε κανείς από το δρόμο να περάσει χωρίς την άδειά του, χωρίς να του αφήσει τα περισσότερα πράγματά του και τα καλύτερα! Κι ο Δράκοντας καθισμένος στην πόρτα της κουφάλας με ένα τσιμπούκι έριχνε μια λοξή ματιά και κοίταζε τα πράγματα που του άφησαν. Αν τύχαινε κι έβλεπε ότι ζητούσανε να τον γελάσουν, να του πάρουν το δίκαιό του, καθώς έλεγε, πεταγόταν και τ’ άρπαζε όλο παίρνοντας το κεφάλι του οδοιπόρου. Αν πάλι έβλεπε ότι είναι καλά και πολλά, άφησε μια ρουφηξιά καπνό απο το στόμα του και γέμιζαν τότε όλα σα να γινότανε σύννεφο και τα κόκκαλα που ήταν σωροί γύρω από το κούφιο δέντρο δε φαίνονταν.

Ο Σμυρτιάς αρματωμένος έτσι καλά με το φαρμακερό σπαθί και φορώντας τι θώρακα της μαυρομαλλούσας και ψηλής, λιγνής σαν κυπαρίσσι κόρης, πετούσε γρήγορα πάνω στ’ άλογο του, να φτάσει στο κούφιο δέντρο.. Στο δρόμο άλλαξε σκέψη να πάει καβάλα, κατέβηκε κι άρχισε να περπατά. Θα πλησίαζε  το κούφιο δέντρο όχι σαν εχθρός, αλλά σαν έμπορος, σα διαβάτης αβλαβής. Τον Δράκοντα δεν τον είχε δει άλλοτε, παρά μια φορά που ήταν μικρός και περνούσε από εκεί με τον πατέρα του. Ο Δράκοντας ανάγκασε τον πατέρα του να του δώσει ό,τι είχε για να τον αφήσει να περάσει. Επειδή ήταν μικρός, δεν τον θυμότανε καλά πως ήταν. Πλησίασε λοιπόν ο Σμυρτιάς στο κούφιο δέντρο και το έβλεπε μαύρο, μαύρο σα μαλλιαρό γιγάντιο τέρας, φάντασμα που είχε πιάσει όλο το δρόμο!

Ένα πράγμα ξαφνικά χτύπησε στα πόδια του.. Έσκυψε και είδε έναν ανθρώπινο σκελετό, ακέφαλο όμως και κοντά εκεί άλλους, άλλους πολλούς, πλήθος, έπειτα στοίβες κόκκαλα ή μεγάλη εργασία της θάλασσας

Τρόμαξε λίγο, αλλά σκέφτηκε τα όπλα του, την κόρη που τον περίμενε μαζί με τη δόξα και προχώρησε πιο γρήγορα για να τελειώσει και να μην μπορέσει ο φόβος να δασκαλέψει το νου

Καθώς έφτασε στο κούφιο δέντρο είδε τον Δράκοντα. Ήταν ένας γίγαντας μαλλιαρός, μαύρα φτερά στην περικεφαλαία και ζωσμένος με αστραφτερό σπαθί. Ο θώρακας του ήταν από λαμπρό μέταλλο και σκέπαζε το στήθος του. Κρατούσε το τσιμπούκι στα χέρια και ετοιμαζόταν να το βάλει στο στόμα του. Από πολύν καιρό είχε συνηθίσει να μην του αντιστέκονται. Εκοίταξε μόνο με μια λοξή ματιά  τον Σμυρτιά να δει τι θα του έδινε.

Αντί όμως να δει δώρα, πράγματα πολύτιμα βλέπει το Σμυρνιά να πετά το μανδύα που είχε ρίξει πάνω του για να κρύψει τα όπλα του και να ορμά εναντίον του με το σπαθί που άφησε μονομιάς χίλιες δυο αστραπές! Θέλησε να σηκωθεί κι αυτός, αλλά το ένα του πόδι πιάστηκε σε μια ρίζα του κούφιου δέντρου και, πριν προφτάσει να σταθεί καλά ο Σμυρτιάς, ελαφρός του βύθισε το σπαθί του στην κοιλιά και του έκοψε το κεφάλι. Το σήκωσε έπειτα και το κράτησε έτσι, δείχνοντας το στα κεφάλια των σκελετών που ήταν σωροί εκεί κι ύστερα το πέταξε μαζί τους! ..

Μπήκε μετά στην κουφάλα. Ήταν σκοτεινά κι άναψε φως και κοίταξε. Ήταν γεμάτο απ΄ ό,τι  πολύτιμο υπάρχει στον κόσμο. Καναπέδες χρυσοί στρογγυλοί, βελούδινοι, πολυθρόνες ασημένιες με βελούδο και μεταξωτό, στέμματα γεμάτα διαμάντια, ρουμπίνια, ζαφείρια και .. και.

Πλάγιασε και κοιμήθηκε. Έξαφνα ξύπνησε. Του φάνηκε σαν να άκουσε μια σιγαλή μουσική που φαινόταν σαν να ήθελε να τον ξυπνήσει και να τον νανουρίσει μαζί. Και με μιας είδε όλο το κούφιο δέντρο να λάμπει από φώτα, ένα τραπέζι καλοστρωμένο με κάθε είδους φαγητά και γύρω σ’ αυτό γυναίκες, κορίτσια με μάτια που έκαιγαν κι άφηναν τέτοιες λάμψεις, που έβαζαν κάτω όλους τους χρωματισμούς και τις λάμψεις των διαμαντιών και των ρουμπινιών και όλων των πολύτιμων λίθων… Μια μόνο θέση, η πιο ψηλή ήταν άδεια

Όλοι είχαν τα μάτια σ’ αυτόν στραμμένα κι όλες με μιας τραγουδούσαν, όταν τον είδαν να ξυπνάει

- Η θέση σου! Η θέση σου! του έλεγαν όταν έπαυαν, για να ξαναρχίσουν δείχνοντας όλες μαζί την ψηλή έδρα που έμοιζε με θρόνο.

Το πρωί ο Σμυρτιάς ανέβηκε πάνω στην κορυφή της κουφάλας. Εκεί ήταν ένας μεγάλος καθρέπτης κι ο Σμυρτιάς είδε το κορμί του. Το θαύμασε για το ύψος που πήρε και θαύμασε και τα χέρια του που, άμα σκότωσε τον Δράκοντα έβγαλαν τρίχωμα όμοιο εκείνου.

- Ήμουν γεννημένος για Δράκοντας! σκέφτηκε και του φάνηκε πως δεν είχε σχέση καμιά με τους άλλους ανθρώπους, και έτσι με δυσαρέσκεια τους σκέφτηκε και τους είδε μικρούς, μικρούς! Μαζί σκέφτηκε και την υπόσχεση που είχε δώσει να κάψει το κούφιο δέντρο και ότι θα περίμεναν να δουν φλόγες. Εγέλασε…

- Θα περιμένουν πολύ! .. είπε

Είδε τα χέρια του τα τριχωτά που είχαν και χοντρύνει από την ώρα που κοιμήθηκε στο κούφιο δέντρο, και είπε πάλι

 - Ήμουν γεννημένος για Δράκοντας !

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου