Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Η κόρη του λοχία

  Εδώ και ώρα ήταν στη στάση του λεωφορείου. Στην αρχή μόνος, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να μαζεύονται κι άλλοι περιμένοντας το αργοπορημένο όχημα. Από την πρώτη στιγμή κάτι απροσδιόριστο κι ασαφές τράβηξε την προσοχή μου. Μα δεν έμεινε ούτε στιγμή ήρεμος. Συνεχώς πηγαινοερχόταν με νευρικά βήματα γύρω από τη στάση. Ματιές ανήσυχες προς όλες τις διευθύνσεις. Συχνοί μορφασμοί και παραμιλητά μετέδιδαν γλαφυρά την ένταση που τον ταλάνιζε. Τι να ήταν άραγε αυτό που έκαιγε τη σκέψη του;
Από την αρχή η εικόνα κέντρισε το ενδιαφέρον μου. Καθόμουν στο καφενείο του απέναντι πεζοδρομίου κι έπινα, κατά το συνήθιο, τον πρωινό μου καφέ με την ανάγνωση της εφημερίδας. Είχα καθαρή την εικόνα των εκεί συμβαινόντων. Η εικόνα του ανήσυχου απέναντι ήταν πλάκα εμπρός μου. Πρέπει να τ’ ομολογήσω ότι απ’ την αρχή κέντρισε το ενδιαφέρον μου. Απλώς η μνήμη μου δε με βοηθούσε να τον συνδέσω με κάποιο προσωπικό συμβάν στο παρελθόν. Να πάω κοντά δεν το τολμούσα. Αφέθηκα στην ελπίδα ότι με τη ροή του χρόνου ίσως υπάρξουν εξελίξεις που θα ξεδιαλύνουν το μυστήριο.
Κάποια στιγμή έφτασε το λεωφορείο κι ο όγκος του έκλεισε τη θέα της στάσης. Προφανώς θα επιβιβάζονταν οι άνθρωποι που ανέμεναν την άφιξή του. Το παράδοξο ήρθε όταν, αφού το λεωφορείο έφυγε, στη στάση ο ανήσυχος δεν είχε επιβιβαστεί κι αυτό δεν ήταν από έλλειψη χώρου. Απλώς κάτι άλλο ανέμενε. Είναι αυτονόητο ότι η εξέλιξη αυτή αύξησε το ενδιαφέρον μου για τον κύριο. Τι επιτέλους περίμενε μωρέ; Ποιο γεγονός τον κρατούσε σ’ αυτή την αδιάλειπτη ανησυχία;
Και τότε μέσα μου έλαμψε ένα φως. Η μνήμη μου που αρχικά με πρόδιδε, με άμειψε στο τέλος
«Ναι μωρέ! Αυτός είναι. Ο λοχίας που πριν χρόνια, πάνω στα σύνορα, στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας μου έκανε τη ζωή ποδήλατο. Επί ένα μήνα χωρίς έστω και μια διακοπή με φιλοδωρούσε το Γερμανικό νούμερο στη σκοπιά, δυο- τέσσερις τη νύχτα. Έτσι που να μη μπορώ μια μέρα να κοιμηθώ άνετα ένα βράδυ. Και να ήταν μόνο αυτά; Μια σειρά καψόνια κι άδικες παρατηρήσεις ήταν βαθειά αποτυπωμένες στη μνήμη μου. Ναι! Αυτός είναι ο παλαιοκερατάς»
Αυτόματα μέσα μου ξύπνησαν αρνητικά συναισθήματα. Συνέλαβα τον εαυτό μου να σκέφτεται πράξεις εκδίκησης. Μια ρεβάνς τέλος πάντων. Ευτυχώς έγκαιρα συγκρατήθηκα. Τι νόημα είχε μετά τόσα χρόνια κι έπειτα γιατί να ξεπέσω στο επίπεδό του;
«Αυτά που καταδίκαζα στους άλλους τώρα θα τα κάνω εγώ; Ηρέμησε παιδί μου!»
Σύντομα μέσα μου ξύπνησε κι παλαιός πρόσκοπος.
«Βρε πανάθλιε, ο άνθρωπος υποφέρει σίγουρα από κάποιο πρόβλημα κι εσύ σκέφτηκες εκδίκηση; Κάνε κάτι!».
Τότε πήρα την απόφαση. Διάβηκα το πεζοδρόμιο και πήγα κοντά του. Συστήθηκα στα ίσα. Του θύμισα ποιος είμαι και τον ρώτησα ποιο είναι το πρόβλημά του. Στην αρχή ήταν καθαρά επιφυλακτικός, ίσως γιατί πίστευε ότι μάλλον θα θέλω το κακό του. Μετά από αρκετή συζήτηση άρχισε να πείθεται για τις αγαθές μου προθέσεις και τότε έβαλε τα κλάματα σαν μικρό παιδί
« Η μονάκριβη κόρη μου, κύριε Γιώργο! Το χάνω το κορίτσι μου. Είχαμε ραντεβού. Μου υποσχέθηκε ότι θα έρθει αλλά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Έμπλεξε πολύ με τα ναρκωτικά και βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση. Ό,τι είχα και δεν είχα της τα έδωσα. Τώρα είμαι άφραγκος και δεν έχει να πάρει τη δόση της. Ξέρω ότι ως πατέρας απέτυχα, αλλά ελπίζω, παρ’ όλα αυτά, ότι μπορεί να σωθεί»
«Τι ώρα ήταν το ραντεβού;» ρώτησα
«Πέρασε πάνω από ώρα!»
«Στο σπίτι υπάρχει κανείς;»
«Η κακομοίρα η γυναίκα μου. Τώρα θα πεθαίνει από την αγωνία»
«Πάρε τηλέφωνο μην έχει πάει στο σπίτι»
Με κοίταξε αμήχανα και δε μίλησε. Το ένιωσα. Δεν είχε τηλέφωνο. Ήταν στο άκρο της ένδειας. Του έδωσε το δικό μου
«Πάρε! Μη διστάζεις..»
Με τρεμάμενα χέρια πήγε να χτυπήσει το νούμερό του. Δυο φορές έκανε λάθος. Το πήρα εγώ και του είπα
«Λέγε το νούμερο»
Διστακτικά το ψιθύρισε. Μόλις χτύπησε του το έδωσα πίσω. Σε λίγο μίλησε
«Εγώ είμαι. Τι γίνεται εκεί;»
Άκουσε την απάντηση και με λυγμό είπε
«Ούτε εδώ ήλθε. Περίμενε με, θα γυρίσω»
Μου είπε ότι δεν υπάρχει κανένα νέο της. Τον ρώτησα που κάθεται. Δίσταξε λίγο, αλλά σε λίγο απάντησε.
«Στο Περιστέρι»
Αυθόρμητα βγήκε από μέσα μου η πρόταση
«Περίμενε με! Πάω να πάρω το αυτοκίνητο από το πάρκιν και θα έρθω να σε πάω εγώ»
Έτσι κι έγινε. Όταν μετά από οδηγίες του φτάσαμε εκεί από το σπίτι ήταν μόνο γειτόνισσες. Η γυναίκα του έλειπε. Ρωτήσαμε και μας είπαν ότι μόλις έφυγε. Ήρθε ένας αστυφύλακας και την πήγε στο τμήμα. Κατάλαβα ότι κάτι άσχημο θα συνέβη. Πήγαμε προς τα εκεί κι όταν φτάσαμε η γυναίκα κατέβαινε τα σκαλιά σε άθλια κατάσταση υποβασταζόμενη από ένα όργανο. Όταν είδε τον άνδρα της με μια υστερική φωνή του είπε
«Το χάσαμε το κορίτσι μας Αντώνη! Πάμε να αναγνωρίσουμε το πτώμα της»
Επιβιβάστηκαν κι οι δυο σ’ ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο κι έφυγαν με ταχύτητα για τον προορισμό τους. Έμεινα ακίνητος συγκλονισμένος από την εξέλιξη. Πώς μπορούσα εγώ ένας ξένος να βοηθήσω σε μια τέτοια περίπτωση; Απλώς υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών καταστάσεων που σήμερα είναι δυνατόν ν’ αντιμετωπίζει μια οικογένεια. Ποιος μπορεί να κρίνει ή να κατακρίνει τους ανθρώπους που βρίσκονται ενώπιον τέτοιων καταστάσεων; Τι νόημα θα είχε άλλωστε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου