Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Ο Βασίλης Φρουζές

…………Μια μέρα, μάλλον στο τέλος του 1972, στη φυλακή κατέφτασε ένας μεσήλικας με χοντρά γυαλιά μυωπίας: Ο Βασίλης Φρουζές. Δεν είχα ποτέ προηγουμένως ακούσει τ’ όνομά του. Η έκπληξη ήταν ότι μόλις πάτησε το πόδι του στη φυλακή ζήτησε εμένα! Σιγά-σιγά ξετυλίχθηκε το νήμα της απίθανης και συναρπαστικής περιπέτειας που ο Βασίλης είχε ζήσει από το 1945 έως το 1972! Είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια! Το 1945 στήθηκε σε βάρος του με τους γνωστούς τρόπους μια κατηγορία που συνεπαγόταν τη βέβαιη εκτέλεσή του. Ευτυχώς, λίγο πριν συλληφθεί διέφυγε εντέχνως την αιχμαλωσία και διαδόθηκε ευρέως ότι ανέβηκε ξανά στο βουνό. Ο ίδιος, στην πραγματικότητα, κρύφτηκε σε σπίτι της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Νέας Ιωνίας Βόλου, και μάλιστα στη γειτονιά μου. Το τελικό κρησφύγετό του ήταν το πατάρι του πατρικού του σπιτιού. Εκεί, με ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή η μάνα κι ο πατέρας του τον έκρυψαν όλα τα χρόνια.
Μάλιστα η μάνα, που ήταν και θρησκευόμενη, έκανε για το μοναχογιό της επανειλημμένα μνημόσυνα με τον παπά και όλα τα απαραίτητα. Να πειστεί η γειτονιά, και κατά συνέπεια οι διώκτες του, ότι έφυγε οριστικά από τη ζωή. Τα τόσα χρόνια απομόνωσης μέσα στο στενό χώρο του παταριού, αλλά και του δωματίου που κατέβαινε αργότερα την νύχτα, όταν είχαν καταλαγιάσει τα πράγματα, μέσα στις πολλές άλλες συνέπειες, είχαν επηρεάσει δραματικά την όρασή του. Η μυωπία του ήταν πολύ προχωρημένη και χωρίς τα χοντρά γυαλιά της εποχής δεν έβλεπε πέρα από τη μύτη του. Αργότερα έμαθα ότι κάποιοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, ήξεραν το μυστικό. Ένας από αυτούς ήταν κι ο αδελφός μου ο Γιάννης που παλαιότερα ασκούσε το επάγγελμα του κουρέα. Ο πατέρας του, που είχε μανάβικο κοντά στο κουρείο του αδελφού μου, κάποια στιγμή του ζήτησε να πάει να τον κουρέψει και να τον περιποιηθεί λίγο. Σημαντική στιγμή στη διάρκεια της απομόνωσης ήταν όταν ο πατέρας του, προχωρημένης πια ηλικίας, πέθανε ένα πρωινό μετά από σύντομη αρρώστια. Η μάνα δεν ειδοποίησε κανέναν. Περίμενε να βραδιάσει για να μπορέσει να φύγει με ασφάλεια ο γιος της να κρυφτεί κάπου αλλού και μόνο τότε ειδοποίησε τις γειτόνισσες και τον παπά για την ταφή.
Το 1972 το ορθόδοξο ΚΚΕ έστειλε στην Ελλάδα δυο στελέχη ακόμα για να αντικαταστήσουν τους προηγούμενους που είχαν συλληφθεί. Όπως ήδη έχω αναφέρει είναι απαραίτητο να διερευνηθούν οι λόγοι που ο μηχανισμός εισόδου ήταν διάτρητος κι η Ασφάλεια ήταν πάντα πλήρως ενημερωμένη για τις κινήσεις. Έτσι σε λίγο έγινε κι αυτών η σύλληψή. Όταν τους πήγαν στα δικαστήρια αναβίωσε ένα παλαιό ένταλμα που υπήρχε εναντίον τους. Το δικαστήριο έκρινε ότι η παλαιά κατηγορία έχει ήδη παραγραφεί. Καταδικάστηκαν μόνο για τις νέες κατηγορίες.
Ο Βασίλης διάβασε στην εφημερίδα την είδηση. Τα δυο στελέχη ήταν συγκατηγορούμενοί του στην ίδια δικογραφία. Η είδηση της παραγραφής τον απελευθέρωσε από τα δεσμά που τον βασάνιζαν τόσα χρόνια. Παρουσιάστηκε στην Αστυνομία του Βόλου και είπε την περίπτωσή του. Μην έχοντας την εικόνα της υπόθεσης, ο γραφειοκρατικός μηχανισμός τον έστειλε στην πρωτεύουσα όπου έγινε η δίκη των συγκατηγορουμένων του. Μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση τον έστειλαν στις φυλακές Κορυδαλλού.
Όταν μπήκε στη φυλακή, η πρώτη του κουβέντα ήταν:
«Θέλω να δω τον Λευτέρη!»
Από τον αδελφό μου ήξερε πού βρίσκομαι και αυτή ήταν η πρώτη του επιθυμία. Ήταν ένας άνθρωπος που ήρθε από το παρελθόν με σταματημένο τον ενδιάμεσο χρόνο. Όλα του φαίνονταν παράξενα, όλα του ήταν πρωτόφαντα. Τον βάλαμε στην παρέα, κυρίως για να τον προστατεύσουμε από απότομες συμπεριφορές. Για να τον εντάξουμε ομαλά στη ζωή της φυλακής. Τα παράξενα ήταν πολλά. Ενώ οι συγκατηγορούμενοί του ήταν οπωσδήποτε ταγμένοι στο ορθόδοξο ΚΚΕ, αυτός ήταν πλήρως ενημερωμένος για τη διάσπαση και ακολουθούσε ενσυνείδητα την Ανανεωτική Αριστερά. Ό,τι έκανε ή έτρωγε ήταν πρώτη φορά ή το είχε κάνει πριν δεκαετίες
«Γαρίδες έχω να δοκιμάσω από το 1938
Το φαγητό που είχαμε ήταν αρκετό και σχετικά πλούσιο. Βεβαίως όχι της φυλακής, αλλά από αυτό που έφερναν οι δικοί μας. Ο Βασίλης μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια. Επειδή οι φρατζόλες περίσσευαν τις συσσώρευε σ’ ένα μέρος κι όταν ξεπέρασαν τις πέντε με έξι δεν κρατήθηκα πια και του είπα:
«Βασίλη θα μας δώσουν αύριο άλλη φρατζόλα. Πέταξε τες αυτές»
Η αντίδρασή του μου θύμισε τη θρησκευόμενη γιαγιά μου που θεωρούσε αμαρτία να πέσουν έστω και δυο ψίχουλα κάτω.
«Να πετάξω το ψωμί! Δεν είναι κρίμα;»
Κάπως έτσι, με τον αρχικό φόβο του εμπρός από την τηλεόραση και τη μόνιμη απορία «τι λέει η ηγεσία γι αυτό;» έφτασε η μέρα που αποφυλακίστηκε. Γι αυτόν η ολιγοήμερη φυλάκιση ήταν μια συμπυκνωμένη όμορφη εμπειρία που τον συντρόφευσε τα επόμενα χρόνια, όπως πάντα μου το έλεγε όταν συναντιόμασταν ελεύθεροι τα επόμενα χρόνια στο Βόλο. Δεν πέρασαν πολλές μέρες από την απελευθέρωσή του κι η Ντόρα απάντησε στο τηλεφώνημά του
«Θέλω να στείλω κάτι στα παιδιά»
Βρισκόταν στην Αθήνα κι αναγκαστικά κλείστηκε μια συνάντηση μαζί του. Είχε φέρει από το Βόλο όχι ένα καφάσι αλλά ένα κοφίνι με φρούτα. Συνέχιζε την παράδοση του πατέρα του. Το ερώτημα ήταν πώς το έφερε και πώς θα μεταφερόταν στις φυλακές. Η Ντόρα σεβάστηκε την επιθυμία του και με χίλιους κόπους μετέφερε στον Κορυδαλλό το πεσκέσι του Βασίλη.
Θα μπορούσα να συνεχίσω και με άλλα περιστατικά, αλλά δεν θα πρόσθεταν κάτι το ουσιαστικό. Κλείνοντας θέλω να αναφερθώ στους ανώνυμους, τις «παράπλευρες συνέπειες» τέτοιων καταστάσεων. Μιλάμε για τις συνθήκες της κράτησής μας, μιλάμε για τα δικά μας βάσανα και ξεχνάμε αυτούς που έμειναν πίσω, κυρίως τις καημένες τις μάνες, τις συζύγους και τις κοπέλες των κρατουμένων. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Γολγοθάς που αυτές ανέβαιναν ήταν πιο ανηφορικός και δύσβατος από το δικό μας. Ιδιαίτερα όταν υπήρχαν και παιδιά και οι ανάγκες ήταν πιεστικές……

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου