Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015




Εισιτήριες  εξετάσεις - 1960

Ήταν οι τελευταίες ημέρες στην ογδόη τάξη του 2ου γυμνασίου. Εκ των πραγμάτων οι πιο συχνές συζητήσεις γίνονταν για τα σχέδια του καθενός μετά την αποφοίτηση. Όλοι γύρω του είχαν κάτι να πουν. Λίγοι, γιοι κυρίως επώνυμων οικογενειών της πόλης με τη φροντίδα και των γονέων τους, είχαν διαλέξει πανεπιστήμια σε πόλεις του εξωτερικού. Οι περισσότεροι θα πήγαιναν στις δυο μεγάλες πόλεις -Αθήνα και Θεσσαλονίκη - να κάνουν το καλοκαιρινό εντατικό πρόγραμμα ων φροντιστηρίων, έχοντας προτιμήσεις σε σχολές. Ακόμα οι επαρχιακές πόλεις δεν είχαν αξιόπιστα φροντιστήρια να συγκρατήσουν, όπως γίνεται τώρα, τους μαθητές στη γενέθλια πόλη κσι οι εξετάσεις γίνονταν  μόνο τις έδρες των σχολών, που υπήρχαν στις δυο συτές πόλεις.

Σε όλες αυτές τις συζητήσεις ο Λευτέρης ήταν μόνο ακροατής. Μέχρι τότε δεν είχε σκεφθεί το πρόβλημα και οι πληροφορίες του πάνω στο θέμα ήταν σχεδόν μηδενικές. Ήταν φυσικό να νιώσει μια πίκρα για τη μειονεκτική του θέση κι ένα καταπιεσμένο αίσθημα ζήλιας τον επισκέφτηκε και εγκατάσταθηκε  στο μυαλό του. Ένα πείσμα γεννήθηκε μέσα του που όλο μεγάλωνε κι άρχισε την προσπάθεια να βρεί μια λύση. Από τους δικούς του δεν περίμενε τίποτα, πέρα από την ηθική στήριξη. Έπρεπε ο ίδιος να βρει τη λύση.

Κάθισε μόνος του να εξετάσει τα αντικειμενικά στοιχεία και ν’ αξιολογήσει τις δυνατότητές του. Όλα τα χρόνια είχε καλές επιδόσεις στα μαθήματα. Οι αποδόσεις και οι βαθμοί του ήταν αρκετά πάνω από το μέσο όρο των συμμαθητών του. Εκεί που υστερούσε ήταν οι απαιτούμενοι υλικοί όροι. Για να καταλάβουμε αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια αναγωγή σ’ εκείνη την εποχή. Για να δώσει ένα παιδί εξετάσεις έπρεπε να πληρώσει το δικαίωμα συμμετοχής, τα ονομαζόμενα εξέταστρα. Για ένα επαρχιωτόπουλο υπάρχαν προφανή επιπλέον προβλήματα. Εισιτήρια να πάει στην Αθήνα, εξασφάλιση κατοικίας για ύπνο, διατροφή και τα μικροέξοδα της καθημερινής μετακίνησης

Αυτά έπρεπε ο ίδιος να τα εξασφαλίσει. Το πώς έπρεπε να το βρεί. Ο άντρας της πρώτης του ξαδέλφης Νότας, ο Σκοτεινιώτης ήταν λογιστής στα ψυγεία ΕΨΑ της Αγριάς. Τον βρήκε αμέσως και του εξήγησε τι θέλει απ’ αυτόν. Ας είναι καλά ο άνθρωπος την άλλη κιόλας μέρα του είπε

«Είναι η εποχή που στα ψυγεία αποθηκεύονται τα αχλάδια κρυστάλια του Πηλίου και χρειάζονται έκτακτους εργάτες. Η δουλειά είναι βαριά και πρέπει πρωί-πρωί να είσαι στην Αγριά. Έχεις τα κότσια για να τα βγάλεις πέρα; Θα σε προτείνω αν μου πεις ότι δε θα κιοτέψεις»

«Όχι! Να με προτείνεις. Σου υπόσχομαι ότι θα σε βγάλω ασπρόσωπο»

Σε λίγες μέρες τον ειδοποίησαν να πάει. Ήδη τα σχολεία είχαν κλέισει και οι περισσότεροι συμμαθητές του είχαν φύγει απ’ την πόλη. Μια κουβέντα ήταν ότι θα η δουλειά θα θα ήταν παιχνιδάκι. Την άλλη μέρα το σώμα του ήταν πιασμένο και ο πόνος ήταν γενικός παντού. Έσφυξε τα δόντια και συνέχισε χωρίς να πει πουθενά πόσο υποφέρει. Ευτυχώς σε μια εβδομάδα συνήθισε τους νέους όρους ζωής. Κι όχι μόνο μα δέχτηκε να κάνει και δυο ώρες υπερωρία. Οι όροι της αμοιβής ήταν : Μεροκάματο 48 δραχμές και για την υπερορία 8 δραχμές την ώρα. Στο τέλος είχε μαζέψει κεφάλαιο που ξεπερνούσε τις 1000 δραχμές. Με τη μεσολάβηση τρίτου ατόμου, που πληροφορήθηκε τα καθέκαστα εξασφάλισε από τον τότε δήμαρχο της Ν. Ιωνίας Απ. Βολίδη επιπλέον 500 δραχμές. Ο οικονομικός παράγοντας λύθηκε κατ’ ευχή. Ενδιάμεσα έγραψε γράμμα στην πρώτη του ξαδέλφη Στέλλα Ηλιού, αν θα μπορούσε να τον φιλοξενίσει για το διάστημα που θα χρειαζόταν. Η γραπτή απάντηση ήταν θετική. Τότε η Στέλλα καθόταν στην Καλλίπολη του Πειραιά.

Σε λίγους μήνες θα συμπλήρωνε τα 20 χρόνια του και τα ταξίδια έξω από το Βόλο ήταν αφάνταστα φτωχά. Με τις σχολικές και εργαζόμενου παιδιού κατασκηνώσεις είχε πάει στην Πορταριά, Άγιο Λαυρέντη και Σκόπελο. Με τη Μάνα του Αιδηψό για να κάνει τα λουτρά στις ιαματικές πηγές, Στο Ρυζόμυλο που παντρέφτηκε η αδελφή του και με τη Χριστιανική Αγωγή Βελεστίνο, Λάρισα  και Κοζάνη. Τώρα για πρώτη φορά θα έκανε μεγάλο ταξίδι στην πρωτεύουσα Αθήνα. Αυτό έγινε με το τρένο παρέα με τον φίλο και συμμαθητή από τη Νέα Ιωνία Τριαντάφυλλο Σκαλίδη. Αυτός θα έδινε για γιατρός, όπως κι έγινε, ενώ ο Λευτέρης μαθηματικός.

Άπειροι και οι δυο, πρώτη φορά μακριά από την πόλη τους έδωσαν ραντεβού για την επόμενη μέρα στην πλατεία Ομονίας, λες κι ήταν ένα σημείο. Μετά από αρκετή περιπλάνηση ό ένας είδε τον άλλον κι έγινε η συνάντηση, Τι κάνουμε τώρα; Έπρεπε να προσεγγίσουν το Πανεπιστήμιο και να κάνουν τις αναγκαίες δηλώσεις συμμετοχής. Τυφλοί δεν έβλεπαν μπροστά τους. Με ερωτήσεις, με κόπο, έχοντας μαζί τους τα αναγκαία δικαιολογητικά στο τέλος τα κατάφεραν. Ο Λευτέρης δήλωσε δυο σχολές. Τότε ο τρόπος των εξετάσεων επέτρεπε κάτι τέτοιο. Σε κάθε σχολή οι εξετάσεις διαρκούσαν δυο μέρες. Τέσσερα μαθήματα, δυο καθημερινά πρωί κι απόγευμα. Ο τρόπος αυτός είχε και την οικονομική διάστασή του, αφού κάθε συμμετοχή είχε και τα δικά της εξέταστρα κι άρα έσοδα για το πανεπιστήμιο και τις αμοιβές των διορθωτών στα γραπτά

Η πρώτη συμμετοχή ήταν στο Μαθηματικό της Αθήνας. Η πρώτη μέρα περιελάμβανε το πρωί Έκθεση και το απόγευμα Μαθηματικά. Η πρώτη μου εμπειρία ήταν η πιεστική έκκληση μιας κοπέλας που καθόταν πίσω μου να της δείχνει την κόλλα μου. Ήταν μια ενόχληση που όμως δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί. Έκανε ότι μπορούσε. Η νεανική μου απερισκεψία ήταν το επόμενο βήμα. Στην Αθήνα γίνονταν οι Βαλκανικοί Αγώνες Στίβου που τότε είχαν την αίγλη τους. Κι αυτός, ο ανεύθυνος, αντί να πάει σπίτι να ξεκουραστεί από την ημερήσια ένταση πήγε ντουγρού στο Παναθηναϊκο Στάδιο. Φανατικός φίλαθλος του στίβου με τετράδια όπου καταγράφονταν τα διάφορα ρεκόρ δε μπορούσε να χάσει αυτήν τη μοναδική ευκαιρία. Όμως είχε και την αγωνία της επιστροφής στην Καλλίπολη. Τότε δε γνώριζε τα πράσινα λεωφορεία που πήγαιναν από τη Φιλελλήνων ψηλά στον Άγιο Νείλο. Έπρεπε να κατέβει στην Ομόνοια και από το τέρμα του Ηλεκτρικού στον Πειραιά να πάρει το λεωφορείο για την Καλλίπολη. Ήξερε ότι το τελευταίο τρένο ήταν στις 12 το βράδυ.

Μπήκε στο Καλλιμάρμαρο με σεβασμό και για πρώτη φορά στη ζωή μου αντίκρυζε μια τόσο μεγάλη μάζωξη ανθρώπων. Κατάμεστο το στάδιο να ζητοκραυγάζει τους αθλητές στις προσπάθειές τους. Ανατρίχιασε κι έγινε κι αυτός τμήμα της ζωντανής μάζας. Ξεχάστηκε ενώ η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή ρωτώντας ένα διπλανό την ώρα του είπε έντεκα ακριβώς. Πανικοβλήθηκε ! Άρχισε τρέχοντας να πηγαίνει προς την Ομόνοια. Με τη γλώσσα απέξω και μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα κατέβηκε στον υπόγειο σταθμό κι ευτυχώς σε δυο λεφτά πέρασε το τελευταίο τρένο. Σε μισή ώρα έφτασε στο λιμάνι.

Τα αστικά λεωφορεία είχαν από ώρα αποσυρθεί. Και τώρα πώς πάνε στην καλλίπολη ; Λογικά σήμερα θα σκεφτεί κάποιος ότι μπορούσε να πάρει ένα ταξί. Όμως ένας αδαής επαρχιώτης δεν το σκέφτηκε καθόλου. Δεν το ήξερε. Έτσι έβαλε μπρος κι άρχισε να να περπατά ακολουθώντας τη διαδρομή του λεωφορείου γιατί μόνο αυτή ήξερε. Όταν γύρω στις δυο έφτασε στο σπίτι η καημένη Στέλλα είχε λιώσει από την αγωνία. Από την ένταση και την κούραση δεν πρόλαβε να κοιμηθεί. Στις πέντε έπρεπε να είναι όρθιος για την επόμενη μέρα. Ασυνήθιστος σε ξενύχτια, ανήσυχος έφτασε στο Πανεπιστήμιο ένα ράκος. Σήμερα ήταν στο πρόγραμμα Φυσική το πρωί και Χημεία το απόγευμα Η αίθουσα ήταν στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου στην αίθουσα, που υπάρχει αριστερά της κεντρικής εισόδου. Οι θέσεις ήταν από τη χθεσινή μέρα καθορισμένες.

Ήταν καλά διαβασμένος. Είχε ξεσκονίσει τη φυσική του Μάζη και των Παλαιολόγου –Περιστεράκη. Όταν δόθηκαν τα θέματα άρχισε πυρετωδώς να γράφει τη θεωρία δίνοντας κιόλας την ευκαιρία στο κορίτσι πίσω μου να βλέπει το γραπτό μου. Παρόλα αυτά η πίεση με το στυλό στην πλάτη του συνέχισε χωρίς διακοπή. Όταν πια βγήκανε έξω αφού παραδώσαν την κόλλα ξεκαθάρισε το θέμα της έντονης πίεσης

«Έγραφες λάθος θέμα στη θεωρία. Σε πίεζα για να καταλάβεις ότι κάτι συμβαινει, μα εσύ δε μου έδινες σημασία...»

Πράγματι! Το δεύτερο θέμα θεωρίας ήταν το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο, μισή σελίδα πράμα στο βιβλίο κι αυτός μέσα στη θολούρα της αγρύπιας έγραφε το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, τρία γεμάτα φύλλα στο σχολικό. Τα λάθη πληρώνονται. Ήθελε βαλκανικούς τη μέρα των εξετάσεων!

Μετά δυο μέρες ήταν οι εξετάσεις στο Φυσικό. Έμπειρος πλέον και πιο ξεκούραστος δεν είχε καμιά έκτακτη περενέργεια. Όλα πήγαν κατ’ ευχή, όπως και τα πολύ καθυστερημένα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν. Τώρα ήταν η σειρά της Θεσσαλονίκης. Είχε στο μεταξύ εξασφαλιστεί η διαμονή του εκεί. Θα καθόταν στο σπίτι του αδελφού της γιαγιάς του, την ύπαρξη του οποίου τώρα και μόνο μάθαινε. Ο Καρατζάς, μεγάλης ηλικίας πλέον, που είχε ψαράδικο στη στοά Μοδιάνο και ήταν έτσι σε καλύτερη μοίρα από την εικόνα του δικού του σπιτιού. Όταν έφτασε εκεί, χαρές καλοσωρίσματα, ανταλλαγές πληροφοριών και το τραπέζι στρωμένο. Ο Λευτέρης λύσσαγε απ’ την πείνα κι όταν σερβιρίστηκε το φαγητό έπεσε με τα μούτρα τρώγοντας και πολύ ψωμί για να χορτάσει. Όμως εδώ την πάτησε γιατί δεν είχε αντίστοιχη εμπειρία. Μετά ήρθε το δεύτερο πιάτο. Κρέας το πρώτο, ψάρι το δεύτερο. Να περιποιηθούν το μόσχο το σιτευτό. Μα είχε με το επιπλέον ψωμί χορτάσει. Να το αφήσει το θεωρούσε ντροπή. Έτσι το έφαγε μαζί με το σιροπιαστό γλυκό στο τέλος. Είπε ότι θα σκάσει, μα η νοικοκυρά του σπιτιού, νύφη της κονας Μαρικώς του είπε

«Πες τη γιαγιά σου να μου στείλει κανά ματζούνι για την όρεξη. Μετά το .... τρίτο πιάτο δε μπορώ να κατεβάσω μπουκουνιά»
Ήταν ωραίες οι 4 μέρες που έμεινε στη Θεσσαλονίκη και οι εντυπώσεις ήταν άριστες. Πήγε στις διήμερες εξετάσεις καλύτερα από κάθε προηγούμενη φορά και μάλιστα πρόλαβε να πάει και στο γήπεδο της Τούμπας και να δει ένα ματς: ΠΑΟΚ- Πανιώνιος 2-0

Επιστροφή στο Βόλο και η αγωνία της αναμονής των αποτελεσμάτων. Πρώτα βγήκαν τα αποτελέσματα της Θεσσαλονίκης, παρότι έγιναν τελευταίες. Δεν το περίμενε : Θρίαμβος. Από τις εκατοντάδες των υποψηφίων ήταν δεύτερος. Αυτό τόνισε την αυτοπεποίθησή του και ένιωσαετην χαρά όχι μόνο των δικών του, αλλά και των κατοίκων της γειτονιάς. Ένα δικό τους παιδί τα πήγε περίφημα. Ακόμα η Νέα Ιωνία δεν είχε την παράδοση των επιτυχιών που αργότερα δημιούργησε

Οι δικοί του γονείς ένιωσαν το νόημα της είδησης εμμέσως όταν εισέπρατταν τα συγχαρητήρια όπου και να πήγαιναν. Απλοί, φτωχοί άνθρωποι, αλλά απόλυτα αξιοπρεπείς, με καθαρό μέτωπο σε όλους τους τομείς της ζωής τους, ένιωσαν τότε την περιφάνεια για το παιδί τους κι άρχισαν να σκέφτονται πως θα καλύψουν τις ανάγκες που η επιτυχία δημιουργούσε. Θυμάται σαν να είναι σήμερα τον μπάρμπα Αναστάση, τον πατέρα του όταν με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε στον εμποροράφτη της γειτονιάς μας, τον Μανουιλίδη. Κάνοντας και την κίνηση με τα δάχτυλα

«Κόφτου ένα κουστούμι κι εγώ θα στα δίνω λίγα-λίγα»

Τότε ο λόγος των ανθρώπων ήταν συμβόλαιο, ισχυρότερο από γραπτό  συμφωνητικό με υπογραφές και σφραγίδες και χαρτόσημα. Ήταν το πρώτο μου κουστούμι 20 χρόνων παλικάρι. Το να έχεις μεγαλύτερα αδέλφια έχει μια σειρά πλεονεκτήματα, μα όχι μόνο τέτοια. Στο θέμα της ένδυσης κατά το μεγαλύτερο ποσοστό καλυπτόμουν με αποφόρια των μεγαλύτερων. Δεύτερο και τρίτο χέρι. Αυτό το κουστούμι με συντρόφευσε όλα τα φοιτητικά χρόνια
Μετά λίγες μέρες ανακοινώθηκαν και τα Αθηναϊκά αποτελέσματα, ήταν επιτυχή και εκ των πραγμάτων μπήκε το δίλημμα: Αθήνα ή Θεσσαλονίκη ; Μαθηματικό ή Φυσικό ; Η απάντηση έπρεπε να είναι αυτόματη. Μαθηματικό! Αγαπούσε πολύ τα μαθηματικά και ήδη είχε μια εμπειρία στη διδασκαλία τους και μια φιλοδοξία στην άκρη του μυαλού του. Μετά τις σπουδές να γυρίσει εδώ, στο γενέθλιο τόπο ,και να διδάξει τα παιδιά της συνοικίας του. Κι όμως η τελική επιλογή του ήταν διαφορετική. Φυσικό Αθήνας. Δεν θυμάται ποια στοιχεία έπαιξαν ρόλο σε συτήν την επιλογή, ποιος εξωτερικός παράγοντας τον επηρέασε σε αυτήν την απόφαση. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Κάπου του μένει μια πίκρα ότι τον επηρέασαν επιφανειακοί λόγοι, αλλά ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Άλλωστε οι μελλοντικές εξελίξεις στη ζωή του ακύρωσαν εκ των πραγμάτων την αρχική του επιθυμία.

Για λίγες μέρες ακόμα φιλοξενήθηκε στην ξαδέλφη του τη Στέλλα, αλλά σύντομα έγινε το αναπάντεχο. Ήρθε στον Πειραιά η Μάνα του μαζί με τον αδελφό του τον Γιάννη, που ήταν κουρέας στο επάγγελμα. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο με κοινόχρηστη κουζίνα και τουαλέτα σε ένα σπίτι Ναξιώτικης οικογένειας κοντά στη σχολή Δοκίμων και σύντομα ο Γιάννης άνοιξε κουρείο στην πλατεία της Καλλίπολης. Ό Πατέρας είχε υποβάλλει τα χαρτιά για σύνταξη και για να μην είναι μόνος ήρθε κι αυτός εκεί. Όμως δεν άντεξε πολλές μέρες μακρυά από τη γειτονιά του και τις παρέες του. Το είπε καθαρά

«Εγώ, παιδιά,  δε μπορώ να ζήσω εδώ. Φεύγω και γυρίζω στη Νέα Ιωνία. Ό,τι λεφτά μπορώ θα σας τα στέλνω»
Πράγματι μετά από τόσα χρόνια δε μπορείς να μεταφυτεύεσαι σε νέο περιβάλλον, ιδιαίτερα σε μεγάλη ηλικία. Η Μάνα δε μπορούσε να τον αφήσει μόνο. Άλλωστε είχε κι άλλα παιδιά κι εγγόνια αφήσει πίσω. Σαν μάνα η μόνιμη έγνοια της ήταν να προστατεύει κάτω απ’ τις φτερούγες της όλα τα παιδιά της. Κι όταν για πραγματικούς λόγους σκορπίστηκαν ήταν συνεχώς σε μετακίνηση να μοιράσει την προσφορά της. Μετά δυο μήνες επέστρεψαν στην πατρίδα. Κι ο Λευτέρης  μετακινήθηκε σε γειτονιές κοντύτερα στο Πανεπιστήμιο. Μια άλλη φάση της ζωής του άρχιζε


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου