Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Το ιπτάμενο σακάκι
Το νέο Χημείο της οδού Ναβαρίνου το 1963 ήταν ένα γιαπί που στοίχειωνε. Τότε οι φοιτητές της Φυσικομαθηματικής οργάνωσαν μια εκδήλωση με αίτημα, να εγκριθούν οι αναγκαίες πιστώσεις για την ολοκλήρωση και λειτουργία του.
Για κάθε συγκέντρωση τότε χρειαζόταν η άδεια της Αστυνομίας και εμείς δεν τη ζητήσαμε. Η Αστυνομία όμως, πάντα ενημερωμένη, είχε αποκλείσει εγκαίρως την είσοδο με ισχυρή δύναμη και δε μας άφηνε να πλησιάσουμε τα σκαλοπάτια.
Εγώ θα ήμουν ένας από τους ομιλητές. Το αίμα τότε έβραζε. Δεν μπορούσα με τίποτα ν’ ανεχτώ αυτόν τον αποκλεισμό. Σαν ταύρος σε κόκκινου πανιού πρόκληση όρμησα μετωπικά πάνω τους. Δεν το περίμεναν. Χώθηκα μέσα στο κτήριο, ενώ πίσω μου τα όργανα με κυνηγούσαν. Σαν τρομαγμένο ζαγάρι πήδηξα όλα τα εμπόδια, σκαρφάλωσα στα κενά που ακόμα υπήρχαν και κάποια στιγμή βρέθηκα στην ταράτσα. Κάτω οι φοιτητές με αποθέωναν. Μη φανταστείτε τίποτα ιδιαίτερο, το πολύ εκατό άτομα. Όμως εγώ αισθανόμουν τουλάχιστον όπως ο Χίλαρι όταν πάτησε το Έβερεστ. Η καρδιά μου ήθελε να δραπετεύσει από το στήθος. Από κάτω φωνές και χειροκροτήματα. Και να ήθελα να μιλήσω, ποιος είχε την όρεξη να μ’ ακούσει;
Τότε έβγαλα το σακάκι μου και το ανέμισα σαν λάβαρο. Κάποια στιγμή το άφησα να πέσει κάτω. Αυτό, αφού ταλαντεύτηκε κάνοντας δυο-τρία αβέβαια ζικ-ζακ, έπεσε πάνω στους φοιτητές. Είπα μέσα μου: Κάποιος θα το πάρει να μου το δώσει!
Αμ πώς! Όταν όλα τελείωσαν το σακάκι ήταν άφαντο. Όσο το είδατε εσείς, άλλο τόσο κι εγώ! Τον υπόλοιπο χειμώνα τον πέρασα έτσι. Αλλά ποιος νοιαζόταν τότε; Ήμασταν νέοι κι η ζωή ήταν όλη μπροστά μας!
Τα επόμενα χρόνια κάτι έγινε. Το κτήριο ολοκληρώθηκε και τα εργαστήρια λειτούργησαν κανονικά. Για κάποια χρόνια εξαφανίστηκα από τα λημέρια αυτά, μα όταν μπόρεσα το 1973 και πήγα στη σχολή να τελειώσω τις εκκρεμότητες που είχα στο πτυχίο, το κτήριο έσφυζε από ζωή. Στο πρώην Χημείο της Σόλωνος είχαν μείνει κυρίως τα εργαστήρια της Φυσικής και η νέα γενιά των φοιτητών, το ονόμαζε «Φυσικείο».
Με την μεταπολίτευση ήρθε και κυρίευσε τη χώρα ένα κύμα απληστίας και απαίτησης. Όλα έπρεπε να γίνουν εδώ και τώρα. Η λογική κρύφτηκε στα υπόγεια, οι χαμηλές φωνές χάθηκαν μέσα στο σάλαγο. Ένα φουσκωμένο κύμα εκδικητών. Άρχισε το κυνήγι των μαγισσών. Χριστέ μου! Πού ήταν αυτό το πλήθος κρυμμένο τα προηγούμενα χρόνια;
Επανάσταση! Επανάσταση εδώ και τώρα!
Μήπως με την υπερβολή έπρεπε να καλυφθεί η σιωπή έξι χρόνων; Ήταν τα χρεωστούμενα;
Μέσα μου, έχω αποτυπωμένη τη συζήτηση με μια μαθήτριά μου που είπε σε μια επέτειο εορτασμού του Πολυτεχνείου.
- Δάσκαλε, η χούντα δεν έγινε το ’67;
- Ναι.
Το Πολυτεχνείο δεν ήταν το ’73;
- Ναι.
- Τα ενδιάμεσα χρόνια τι έγινε;
Τι να της πω; Σφάλισα το στόμα. Να της πω για μερικές εκατοντάδες που δεν κάθισαν στ’ αυγά τους; Να της πω, για τις γεμάτες πλατείες στις συγκεντρώσεις του Παττακού σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας; Δεν είπα τίποτα. Αυτή τη φορά κάθισα στ’ αυγά μου.
….Αργότερα, στο νέο Χημείο έγινε κατάληψη από κάποιους απροσδιόριστους, που οι εφημερίδες αποκαλούσαν φοιτητές και μερικοί επώνυμοι αρθογράφοι μοίραζαν αφειδώς αγωνιστικές επωμίδες. Το Χημείο είχε αποκλειστεί με την απειλή των καταληψιών της ανατίναξης του κτηρίου με τα χημικά υλικά που περιείχε. Από κάτω πλήθος οπαδών και περιέργων. Ανάμεσα τους κι εγώ.
Η αστυνομία παρακολουθούσε από κοντά τις εξελίξεις. Θυμάμαι μια μέρα νέους να βρίσκονται στην ταράτσα σε κατάσταση αμόκ. Αυτή τη φορά δεν πέταγαν το σακάκι τους. Ξερίζωναν τις πλάκες και τις πετούσαν στο πεζοδρόμιο. Αυτές όταν έφταναν στην άσφαλτο γίνονταν θρύψαλα, κάτω από τις ιαχές και επιδοκιμασίες του πλήθους. Ένας άλλος έφερνε χημικά όργανα, δοκιμαστικούς σωλήνες και φιάλες τις οποίες πέταγε κάτω.
Εκείνη τη μέρα μαζί τους έσπασε οριστικά κάτι μέσα μου. Ήταν ένα σημείο καμπής. Ένιωσα ξένος και μόνος. Ένιωσα την ανάγκη να κρυφτώ για να κρύψω την ντροπή και την απογοήτευση μου. Σαν το λαβωμένο ζώο, που χώνεται στη φωλιά να γλείψει τις πληγές του. Λένε ότι η καταστροφή είναι μια ηδονή. Δεν το ξέρω. Δεν τη δοκίμασα αλλά- να το ξεκαθαρίσω- και δε μου λείπει. Οι καταστροφές για μένα είναι η «νύχτα των κρυστάλλων».
Ο προοδευτικός άνθρωπος, ο δημοκράτης, ο αριστερός είναι αυτός που ωθεί την κοινωνία προς την πρόοδο. Είναι ο καινοτόμος, ο πρωτοπόρος, ο οργανωτής αυτής της πορείας. Δεν προσχώρησα ποτέ στην «επαναστατική» άποψη».
- Καταστρέψτε τα πάντα!... Πάνω στα ερείπια της σάπιας κοινωνίας θα οικοδομήσουμε την νέα!
Όχι! Όχι! Δεν συμφωνώ!
Το πείραμα έγινε στην ιστορία και η νέα κοινωνία εμφάνισε τα ίδια και ίσως χειρότερα χαρακτηριστικά.
Για μένα σημασία έχει η θετική σκέψη. Πώς θα βελτιώσουμε το υπάρχον, πώς θα άρουμε κατά το δυνατόν τις κοινωνικές αδικίες, πώς θα εξασφαλίσουμε σ’ όλους τους πολίτες της χώρας ένα minimum αξιοπρεπούς ζωής.
Οι καταστροφές, που σήμερα είναι στην ημερήσια διάταξη, μου είναι ανυπόφορες. Ό,τι αγοράστηκε χρειάστηκε κάποια δαπάνη και πίσω της κρύβεται ο κόπος κι ο ιδρώτας κάποιων ανθρώπων. Επειδή υπάρχουν άτομα που νέμονται το δημόσιο πλούτο, επειδή υπάρχουν κάποιοι μπαγάσηδες που πλουτίζουν παράνομα, αυτό δεν σημαίνει ότι δικαιώνεται η άποψη της καταστροφής. Οργάνωσε μια εξόρμηση, ένα κίνημα γι’ αυτά τα προβλήματα.
Η καταστροφή είναι ΦΑΣΙΣΜΟΣ!
Έχετε την ψευδαίσθηση ότι το αστυνομικό αυτοκίνητο που καίγεται δεν θα αντικατασταθεί; Σας γεμίζουν τέτοιου είδους ιδεολογήματα; Όχι! Να είστε σίγουροι ότι αυτά που καταστρέφονται θα αντικατασταθούν. Η δαπάνη όμως αναγκαστικά αυτή μειώνει και την ικανότητα της πολιτείας για αποτελεσματικότερη κοινωνική πολιτική.
Σε λίγες μέρες έγινε μια συμφωνία ειρηνικής αποχώρησης.
«Ο γέγονεν γέγονεν».
Δημιουργήθηκε ένας διάδρομος ασφαλείας και οι καταληψίες έφυγαν τροπαιοφόροι, κάτω από τον ήχο των χειροκροτημάτων, στα σπίτια τους. Οι ζημιές των εκατομμυρίων δεν συζητήθηκαν ποτέ. Οι διάφοροι παρατρεχάμενοι, που σε άλλες περιπτώσεις βγάζουν από τη μύγα ξίγκι κάνοντας «εξονυχιστικό ρεπορτάζ», στη προκειμένη περίπτωση σφύριζαν αδιάφορα.
- Καλά! Εσύ τι προτείνεις, Λευτέρη; Να έπαιρναν κατασταλτικά μέτρα και να έλυναν τα προβλήματα στα δικαστήρια;
- Όχι δεν πιστεύω πως κατασταλτικοί νόμοι λύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις. Όχι! Όμως χρειάζεται μια κοινωνική άμυνα, ένα κλίμα ηθικής καταδίκης και κάθετης απομόνωσης τέτοιων πράξεων. Να μη βρίσκουν πουθενά κοινωνική στήριξη, να νιώθουν στο πετσί τους τη γενική αποστροφή του κοινωνικού συνόλου.
Όμως εδώ έχουμε ανθρώπους που ωραιοποιούν τους κακώς εννοούμενους «κοινωνικούς αγώνες», που με τη στάση τους, με τις δηλώσεις τους, οπλίζουν ηθικά τον κοινωνικά παρείσακτο που, μη ελεγχόμενος, στη συνέχεια παρερμηνεύει αυτή τη στήριξη και αυτοανακηρύσσει τον εαυτό του σε δικαστή αλλά και δήμιο. Μέσα από τέτοιους ανθρώπους βγήκαν οι «εκτελεστές» των επόμενων χρόνων.
Η κοινωνία με τη συμπεριφορά της άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και σήμερα τρέχει και δε φτάνει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου