Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ. ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Παγίδες για πουλιά (Πηγή: http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr/ )
Α. Καταγωγή – Οικογενειακά στοιχεία
Ονομάζομαι Μανώλης Βασίλειος και είμαι 76 χρονών. Ο πατέρας μου καταγόταν από το Περιβόλι Δομοκού και η μητέρα μου από το Ροβολιάρι Φθιώτιδας. Οι γονείς μου ήταν γεωργοί. Αγαπούσα περισσότερο τον πατέρα μου, επειδή δεν με χτύπησε ποτέ. Οι γονείς μου συμπεριφέρονταν καλά και σε εμένα και στα αδέλφια μου.
Τα παιδικά και τα νεανικά μου χρόνια τα έζησα στο Περιβόλι Δομοκού. Στο χωριό μας τα σπίτια ήταν σαν παράγκες, δρόμοι ασφαλτοστρωμένοι δεν υπήρχαν, καθώς δεν υπήρχαν και πλατείες ή παιδικές χαρές.
Με τη γιαγιά σου γνωριστήκαμε σε κάποιο πανηγύρι και μόλις την είδα την αγάπησα...
Είχα τρία αδέλφια και μία αδελφή. Με κανέναν απ’ αυτούς δε μάλωσα ποτέ. Ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια έπρεπε να προσέχει τα μικρότερα, κάθε φορά που οι γονείς μας απουσίαζαν. Αταξίες πολλές δεν έκανα. Η μεγαλύτερή μου ήταν όταν κάποτε έκλεψα φρούτα από κάποιο ξένο χωράφι και η μητέρα μου με χτύπησε πολύ. Αυτή ήταν η τιμωρία μου.
Εκείνα τα χρόνια αγόρια και κορίτσια ήμασταν το ίδιο περιορισμένοι. Μόλις έδυε ο ήλιος έπρεπε να ήμασταν στο σπίτι.
Β. Σχολική ζωή
Πήγα στο Δημοτικό σχολείο του χωριού μας ως την Τρίτη τάξη. Έπειτα σταμάτησα. Το σχολείο μας ήταν μικρό και είχε τρεις αίθουσες και απ’ έξω ένα αρκετά μεγάλο προαύλιο. Ήταν κοντά στο σπίτι μου κι έτσι πήγαινα με τα πόδια κι ούτε χρειαζόταν να με συνοδεύει κανείς. Το αγαπούσα πολύ το σχολείο και είχα όρεξη να μάθω γράμματα. Απ’ τους γονείς μου γράμματα ήξερε ο πατέρας μου, ενώ η μητέρα μου δεν ήξερε τίποτα.
Είχε περίπου 80 μαθητές και πηγαίναμε πρωί και απόγευμα, 5 ώρες το πρωί και 3 το απόγευμα. Διδάσκονταν : Μαθηματικά, Αρχαία, Γεωγραφία, Γλώσσα, Θρησκευτικά και Γυμναστική. Είχαμε έναν δάσκαλο και μια δασκάλα. Ο δάσκαλός μας ήταν πολύ καλός και στα παιδιά συμπεριφερόταν πάντα πολύ καλά. Αντίθετα η δασκάλα ήταν πολύ αυστηρή.
Βοήθεια στα μαθήματά μου δεν είχα από κανέναν στο σπίτι, ούτε ξένες γλώσσες μαθαίναμε. Καλοί μαθητές θεωρούνταν όσοι έφερναν τις ασκήσεις και πρόσεχαν στο μάθημα, όπως εγώ.
Το σχολείο το ξεκίνησαν όλα τα συνομήλικα με μένα παιδιά της γειτονιάς μου, αλλά κανένα ούτε και εγώ δεν τελείωσε το σχολείο, γιατί ήρθαν οι Γερμανοί. Εγώ ήθελα να σπουδάσω και οι γονείς μου το ήθελαν για μένα και τα αδέλφια μου.
Είχαμε δύο μόνον τετράδια και βιβλία. Είχαμε και μια πλάκα που γράφαμε με κοντύλι. Τα βιβλία μας ήταν μεγάλα και χρωματιστά. Δυστυχώς δεν κράτησα κανένα. Κάποτε είπα και ένα ποίημα σε μια σχολική γιορτή, αλλά δεν θυμάμαι τώρα ποια ήταν τα λόγια του. Πέρασα μια φορά και στην παρέλαση, αλλά, όπως και τα άλλα παιδιά, χωρίς παραδοσιακή φορεσιά.
Το χαρτζιλίκι ήταν άγνωστο τότε για μας και για κολατσιό παίρναμε κάθε μέρα κάτι απ’ το σπίτι. Τα πιο συνηθισμένα από τα παιχνίδια μας ήταν το κυνηγητό και το ποδόσφαιρο.
Υπήρχε φτώχεια τα χρόνια εκείνα στον τόπο μας και πολλά παιδιά πήγαιναν στο σχολείο με τρύπια παπούτσια και μπαλωμένες μπλούζες και παντελόνια. Η σχολική μου τσάντα ήταν μάλλινη.
Γ. Παιχνίδια
Παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό και ποδόσφαιρο. Γήπεδό μας ήταν το προαύλιο του σχολείου και οι μπάλες μας όλες κατασκευασμένες από εμάς τους ίδιους με πατσαούρια. Πετούσαμε και χαρταετό που κι αυτόν πάλι εμείς οι ίδιοι τον φκιάναμε με καλάμια ζυμάρι και χαρτιά.
Τα κορίτσια έπαιζαν κουτσό και σκοινάκι. Κούκλες δεν είχαν.
Τα αγόρια έπαιζαν χωριστά από τα κορίτσια, εξ άλλου και τα παιχνίδια μας διέφεραν. Μας άρεσε ακόμα να ζωγραφίζουμε ή και να φκιάνουμε σπιτάκια με λάσπη. Άλλες πάλι φορές κυνηγούσαμε πουλιά με το λάστιχο ή τα πιάναμε. Πιάναμε γαλιάντρες και τσώνια, κλουβί όμως με πουλιά στο σπίτι μας δεν είχαμε. Καμιά φορά πηγαίναμε και στο ποτάμι για ψάρεμα.
Δ. Άλλα ενδιαφέροντα
Όταν είχα ελεύθερο χρόνο, έπαιζα με τους φίλους μου και τα βράδια μου έλεγε η γιαγιά μου ιστορίες και παραμύθια ή αινίγματα. Θα σου πω ένα που τώρα θυμήθηκα : «Κλειδώνω, μανταλώνω κι ο κλέφτης είναι μέσα. Τι είναι; (είναι ο ήλιος)».
Τα Χριστούγεννα πηγαίναμε παρέες-παρέες και τραγουδούσαμε τα κάλαντα και η ανταμοιβή μας ήταν αυγά, σύκα, καλαμπόκια και καμιά δεκάρα.
Όχι σπάνια κλέβαμε απ’ τα ξένα χωράφια και κανένα φρούτο, αν ο δρόμος μας έφερνε προς τα ’κει. Βέβαια και ο ιδιοκτήτης, όταν καμιά φορά μας έπιανε, δεν παρέλειπε να μας δείρει.
Κάθε Κυριακή πήγαινα στην εκκλησία του χωριού μας. Όλοι πηγαίναμε τότε τις Κυριακές και τις γιορτές στην εκκλησία.
Ε. Κοινωνική – Πολιτιστική ζωή
Σπάνια πηγαίναμε να διασκεδάσουμε έξω κι αυτό γινόταν μόνο Σαββατοκύριακα. Το πανηγύρι του χωριού γινόταν στη γιορτή της εκκλησίας μας, του Αγίου Πνεύματος. Τότε μικροί και μεγάλοι χόρευαν και τραγουδούσαν. Τα τσάμικα, που έπαιζε η αποτελούμενη από κλαρίνο, κιθάρα και βιολί ορχήστρα, έδιναν και έπαιρναν. Ένας σπουδαίος οργανοπαίχτης που ερχόταν στο πανηγύρι μας λεγόταν Καρακώστας. Θυμάμαι ένα ωραίο τραγούδι που έπαιζαν οι οργανοπαίχτες : «Ιτιά, ιτιά λουλουδιασμένη σ’ όλον τον κόσμο ξακουσμένη. Ιτιά μου, σε παρακαλώ σκύψε να κόψω τον ανθό».
Τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα, τις γιορτάζαμε όπως και σήμερα. Τα Χριστούγεννα σφάζαμε το γουρούνι και το Πάσχα ψήναμε το αρνί. Για τις Αποκριές φτιάχναμε μόνοι μας τις στολές για τη μεταμφίεση και το γλεντούσαμε πολύ. Τις μέρες εκείνες νήστευε όλοι η οικογένεια και εμείς τα παιδιά τρώγαμε ελιές και χορτόπιτες.
Στις γιορτές μας δεν ανταλλάσσαμε δώρα, όμως ανταλλάσσαμε επισκέψεις και ευχόμασταν «χρόνια πολλά».
Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου και στις αρχές του Σεπτέμβρη γινόταν το παζάρι και πάντα πηγαίναμε σ’ αυτό. Οι γονείς μου αγόραζαν εκεί διάφορα σκεύη για το σπίτι και ρούχα για την οικογένεια.
Οι διασκεδάσεις μας ήταν λιγοστές. Τσίρκο δεν πέρασε ποτέ και στον κινηματογράφο στην πόλη δεν πήγαινα. Πήγαινα όμως καμιά φορά στον Καραγκιόζη που είχε πολύ πλάκα.
ΣΤ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή
Το πρωί η οικογένεια ξυπνούσε από τις επτά και κοιμόμασταν το αργότερο στις δέκα το βράδυ.
Διακοπές δεν πηγαίναμε ποτέ και τα μπάνια μας γίνονταν στο ποτάμι κι όχι στη θάλασσα. Έπρεπε να είμαστε πάντα κοντά στους γονείς μας και να τους βοηθάμε στις δουλειές του σπιτιού και στο χωράφι.
Ο παππούς και η γιαγιά έμεναν στο ίδιο με εμάς σπίτι.
Τα απαραίτητα για την οικογένεια τα αγοράζαμε στο μπακάλη του χωριού πληρώνοντας με κέρματα και χαρτονομίσματα και τα τρόφιμα τα διατηρούσαμε βάζοντας σε αυτά αλάτι.
Απ’ τους συγγενείς μας ξενιτεύτηκε ένας θείος μου. Πήγε στην Αμερική για να βρει δουλειά, αφού πρώτα πούλησε κάποια χωράφια για τα έξοδα του ταξιδιού.
Τηλέφωνα δεν υπήρχαν στην περιοχή μας κι αν κάποιος ήθελε να πει κάτι σε έναν άλλον έπρεπε να πάει να τον βρει ή να του γράψει.
Ρολόγια δεν είχαμε τότε, κάποιοι άλλοι είχαν. Την ώρα την καταλαβαίναμε απ’ τη θέση του ήλιου.
Θυμάμαι και έναν μεγάλο σεισμό που έγινε τότε και κάποια σπίτια του χωριού μας που γκρεμίστηκαν και κάποια άλλα ράγισαν.
Γιατρός στο χωριό μας, όπως εξ άλλου και στα άλλα χωριά της περιοχής, δεν υπήρχε. Γι’ αυτό κάθε φορά που κάποιος αρρωστούσε αναγκαζόταν να πάει στο Δομοκό. Τα πιο συνηθισμένα φάρμακά μας ήταν: η ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο και τον πυρετό, οι ενέσεις που έδινε ο γιατρός και για τον πονόκοιλο πίναμε από μόνοι μας τσάι και χαμομήλι. Οι μητέρα μου μάζευε και βότανα.
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, ήμουν στο χωριό. Στον εμφύλιο υπήρξαν πολλά θύματα. Ένα δυσάρεστο περιστατικό ήταν όταν οι αντάρτες πήραν τους δύο αδελφούς μου, τον Μήτσο και τον Αποστόλη. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ τότε … .
Ζ. Συνθήκες ζωής
Το χειμώνα το σπίτι μας ζεσταινόταν με το τζάκι και για φωτισμό χρησιμοποιούσαμε λάμπες πετρελαίου και καντήλια.
Καλλιεργούσαμε τους κήπους και τα χωράφια μας και από αυτά εξασφαλίζαμε τα φρούτα και τα λαχανικά μας. Είχαμε και τα οικόσιτα ζώα μας, δυο γίδες, τρεις γελάδες και έναν γάιδαρο.
Το νερό για τις ανάγκες μας το βγάζαμε από τα πηγάδια με τον κουβά. Τουαλέτα δεν υπήρχε μέσα στο σπίτι και τα ρούχα τα πλέναμε στο χέρι μέσα σε λεκάνες. Απορρυπαντικά δεν είχαμε τότε και για το πλύσιμο χρησιμοποιούσαμε μόνο σαπούνι. Ούτε πλυσταριό είχαμε. Τα πλυμένα ρούχα τα απλώναμε έξω να στεγνώσουν και τα σιδερώναμε με σίδερο που ήταν γεμάτο κάρβουνα αναμμένα.
Μαγειρεύαμε σε χάλκινα σκεύη και ψήναμε το φαγητό μας στο τζάκι ή στη γάστρα και το ψωμί το φτιάχναμε μόνοι μας και το ψήναμε σε φούρνο.
Από τα ρούχα μας μερικά τα αγοράζαμε και τα υπόλοιπα τα έφτιαχνε η μητέρα μου πλέκοντας.
Νοσταλγώ πολύ τους γονείς και τα αδέλφια μου, τις μέρες που ήμουνα νέος και τις περνούσα μαζί τους … . Η σημερινή εποχή είναι πολύ πιο άνετη από την εποχή της νιότης μου. Σήμερα υπάρχουν πολλές διευκολύνσεις που τότε δεν υπήρχαν.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ
You might also like:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου