Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Αναφορά στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης 1ο μέρος (α)
10/12/2009 Του Γιάννη Σαλονικίδη, δασκάλου
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Προς το τέλος του 17ου αιώνα, σημειώνεται στη Δυτική Ευρώπη ζωηρή πνευματική κίνηση, για να λυτρωθεί το ανθρώπινο πνεύμα από τις προλήψεις ,τις δεισιδαιμονίες, την αυθεντία του κράτους και της εκκλησίας (απολυταρχία) και να επικρατήσει ο ορθός λόγος, το κριτικό πνεύμα, η πνευματική ελευθερία, η ανεξιθρησκία και ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του κάθε ανθρώπου. Η κίνηση αυτή ονομάστηκε «Διαφωτισμός».
Οι ιδέες αυτές έφτασαν και στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο, όταν οι συνθήκες ήταν κατάλληλες. Τέτοιες συνθήκες δημιουργήθηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα με την ανάθεση σε ελληνικά χέρια της εξουσίας των παραδουνάβιων ηγεμονιών, αλλά και αργότερα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Αυτή, λοιπόν, η περίοδος μπορεί να οριστεί ως η περίοδος του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού», που τελειώνει με την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης(1821).
Οι περιοχές στις οποίες αρχικά εκδηλώθηκε ήταν τα μεγάλα κέντρα ακμής του ελληνικού στοιχείου, όπου υπήρχαν ανώτερες σχολές και ακαδημίες (Σμύρνη, Ιωάννινα, Χίος, Άθως, Βουκουρέστι, Ιάσιο…) και ελληνικά τυπογραφεία (Βενετία, Βιέννη, Λειψία, Άμστερνταμ, Παρίσι, Κωνσταντινούπολη, Βουκουρέστι). Στις ίδιες περιοχές η οικονομική ανάπτυξη ήταν πρωτόγνωρη με αποτέλεσμα να γνωρίσει μεγάλη άνθηση και η παιδεία. Έτσι οι Έλληνες έμποροι και λόγιοι θα έρθουν σε επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα, ενώ τα έργα του Λοκ, του Καρτέσιου, του Ρουσσώ, του Λάιμπνιτς, του Βολτέρου θα μεταφραστούν στα ελληνικά, λίγο μετά την κυκλοφορία τους στην Ευρώπη.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπως και ο δυτικοευρωπαϊκός, πολεμάει το πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κατεστημένο, ζητάει παιδεία για όλους και απαλλαγή του ανθρώπου από την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία. Έχει όμως δυο σημαντικές διαφορές απ’ αυτόν.
Κύριος σκοπός του ελληνικού διαφωτισμού είναι η απελευθέρωση του Έθνους που θα επιτευχθεί με μέσο την Παιδεία του Έθνους. Η παιδεία είναι αυτή που θα φέρει την ελευθερία, «ενώ η έλλειψή της είναι η αιτία όλων των κακών» (Κοραής, 1818).
Η άλλη διαφορά είναι πως η ελληνική διαφώτιση υπήρξε έργο μεμονωμένων προσωπικοτήτων, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η κοσμική εξουσία υιοθετούσε τα συνθήματα του διαφωτισμού και προσάρμοζε σ’ αυτά τη διοίκηση ή τον κατεύθυνε η ίδια για να εξυπηρετεί τους σκοπούς της.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι θέσεις των κυριότερων εκπροσώπων του ελληνικού διαφωτισμού για την Παιδεία του Έθνους και ιδιαίτερα για τη γλώσσα που πρέπει αυτή να χρησιμοποιεί.
Ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), κληρικός και λόγιος είναι περισσότερο γνωστός για τη «Λογική» του (1776). Πίστευε στην πειραματική μέθοδο της επιστήμης και κήρυσσε την ανεξιθρησκία. Αν και ήταν προοδευτικός στην αρχή, πέρασε αργότερα στον συντηρητισμό και έγινε εχθρός των νέων φιλοσοφικών ιδεών. Στο γλωσσικό τομέα στάθηκε αντίθετος σε κάθε ανανέωση και έγραψε στην αρχαΐζουσα.
Αντίθετα ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1725-1800) είναι συνεπής εκπρόσωπος του διαφωτισμού. Γεννήθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην αρχή ήταν μαθητής του Βούλγαρη. Σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες στην Πάδοβα. Σ’ αυτόν χρωστούμε το πρώτο δοκίμιο για την εκπαίδευση του διαφωτισμού. Το δοκίμιό του («Παιδαγωγική») δείχνει ότι επηρεάστηκε από τις παιδαγωγικές αντιλήψεις του Λοκ και ιδιαίτερα σε όσα αναφέρονται στην επιλογή των δασκάλων, τις σχέσεις των γονέων με τους δασκάλους, πώς να γίνονται ελκυστικά τα μαθήματα και πώς να αντιμετωπίζονται η αγένεια, η ψευτιά και η ανοησία. Ο Μοισιόδαξ δεν εμπιστεύεται καμιά φιλοσοφία που δεν υπόσχεται τίποτα όσον αφορά τη βελτίωση του ατόμου και της κοινωνίας. Πίστευε στην ομιλούμενη γλώσσα και καταδικάζει την αρχαιολατρία του Βούλγαρη. Οι ιδέες του προκάλεσαν ισχυρές αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων. Τις απόψεις του, παιδαγωγικές και γλωσσικές εκθέτει στην «Απολογία» του.
Ο Δημήτριος Καταρτζής (1725-1807) ήταν από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της εποχής του. Έφτασε μάλιστα να γίνει μεγάλος λογοθέτης της Βλαχίας. Οι απόψεις του για την παιδεία και τη γλώσσα ήταν: καθολικό όργανο η δημοτική, σύνδεση με τα ζωντανά στοιχεία της αρχαίας και με τη δυτική παιδεία στις πιο προοδευτικές της εκφάνσεις, εγκυκλοπαιδισμός σε αντίθεση με την παραδοσιακή γραμματική διδασκαλία. Τις θέσεις του ακολούθησαν με μικρές ή μεγαλύτερες αποκλίσεις ο Ρήγας Φεραίος, ο Δανιήλ Φιλιππίδης και ο Γρηγόριος Κωσταντάς. Ο ίδιος υποχρεώθηκε σε συμβιβασμό και στα 1791 συντάσσει μια γραμματική της απλής καθαρεύουσας.
Ο Βενιαμίν Λέσβιος (1762-1824) σπούδασε στην Πίζα και στο Παρίσι μαθηματικά και φυσική. Κλείνει περισσότερο προς τον εμπειρισμό του Λοκ. Ο ίδιος δίδαξε στην σχολή των Κυδωνίων φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσική. Ο Βενιαμίν παίρνει θέση κατά της παραδοσιαρχίας. Στο έργο του «Στοιχεία μεταφυσικής» αναπτύσσει θεωρίες για την ύπαρξη σωμάτων, αλήθειας, κόσμων και για το ρόλο που παίζουν οι αισθήσεις στη γνώση. Είναι πολέμιος της γραμματικής, της ρητορικής και της ποιητικής, ενώ υμνεί τα μαθηματικά. Οι «αντιδραστικοί» τον κατηγόρησαν για αθεϊσμό και είπαν ότι εισάγει καινά δαιμόνια με τις επιστημονικές του απόψεις.
Κύριος εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού είναι ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833). Οι θέσεις του Κοραή για την παιδεία αποτελούν μια σύνθεση των παιδαγωγικών θεωριών όλων των στοχαστών αυτής της περιόδου (Μοισιόδακα, Ψαλίδα, Βενιαμίν, Φιλιππίδη, Κωνσταντά). Όλοι αυτοί συμφωνούν στο εξής: η ελληνική σκέψη πρέπει πρώτα να περάσει μια διαδικασία μαθητείας με σκοπό την αφομοίωση της σκέψης άλλων λαών. Οι Έλληνες δεν είναι υποχρεωμένοι να αρχίσουν απ’ το μηδέν, αφού μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη σοφία και τις ανακαλύψεις των άλλων. Όλοι, επίσης, συμφωνούν ότι υπάρχουν δύο πηγές για την αναδιαπαιδαγώγηση των Ελλήνων: οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι λόγιοι, επιστήμονες και φιλόσοφοι και ο ελληνικός πολιτισμός.
Η φιλοσοφική θεωρία του Κοραή για την παιδεία θεωρείται η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την συγκρότηση μιας παιδαγωγικής θεωρίας, σύμφωνης με τις ανάγκες της νεότερης Ελλάδας. Αυτό φαίνεται από τα βασικά σημεία της θεωρίας του που διαγράφονται ως εξής: [2]
– Ο Κοραής πιστεύει ότι η επίτευξη της ελευθερίας είναι αρκετά μεγάλο κατόρθωμα, αλλά η διατήρησή της ακόμα μεγαλύτερο. Η διχόνοια είναι σοβαρότερος εχθρός από τους Τούρκους.
– Οι Έλληνες στοχαστές είναι ανίκανοι να διατυπώσουν τους απαιτούμενους παιδαγωγικούς στόχους, γιατί βρίσκονται και οι ίδιοι σε σύγχυση, όσον αφορά τις βασικές αρχές.
– Μόνο η συνεπής επεξεργασία του νοήματος τεσσάρων βασικών εννοιών της πολιτικής θεωρίας (ευτυχία, αρετή, δίκαιο, ελευθερία) θα μας βοηθήσουν να βγούμε απ’ το αδιέξοδο.
Για να επιτευχθούν αυτές οι τέσσερις αρχές χρειάζεται μετριοπάθεια. Μετριοπάθεια στην επιδίωξη της ευχαρίστησης, σεβασμός στην ισότητα και πνεύμα συνεργασίας. Για τη γλώσσα η θέση του Κοραή είναι η εξής: «Η γλώσσα μας δεν είναι ούτε βαρβάρων γλώσσα ούτε αρχαία, αλλά μια νέα γλώσσα ενός νέου έθνους. Είναι η κόρη και η κληρονόμος του πλούσιού της προγόνου».[3]
Η γλώσσα αυτή θα ήταν τέτοια που θα την καταλαβαίνει ο λαός, αλλά δε θα προκαλεί την αντίδραση των μορφωμένων τάξεων. Ο Κοραής κατόρθωσε να βρει μια μέση οδό – να πετύχει ένα συμβιβασμό, που όμως δεν κράτησε για πολύ.
Όλες οι παραπάνω απόψεις των εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού δέχτηκαν επιθέσεις ήπιες ή σφοδρές από τρία κοινωνικά σύνολα: την Εκκλησία, τους Φαναριώτες και τους προεστούς.
Η Εκκλησία διαπιστώνει πως χάνει τη δύναμή της και αντιδρά στις νεωτεριστικές αντιλήψεις, όταν μάλιστα πολλές απ’ αυτές στηρίζονται στη «Νευτώνεια Φυσική». Είναι αντίθετη και στους ξένους και στους αρχαίους. Με αποδοκιμασίες και επίσημες εκκλησιαστικές πράξεις προσπαθεί να ελέγξει την εξάπλωση των νέων ιδεών. Είναι χαρακτηριστικές οι προσπάθειές της να τυπώνονται όλα τα βιβλία στο τυπογραφείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι αποφάσεις για επιβολή λογοκρισίας κλπ.
Οι Φαναριώτες απ’ την πλευρά τους, όταν εδραίωσαν την εξουσία τους προσπάθησαν να προάγουν και όσους ήταν εξαρτημένοι απ’ αυτούς (Δεσποτικός διαφωτισμός). Όταν όμως άρχισαν να δημιουργούνται κινήματα που είτε τους αγνοούν είτε στρέφονται εναντίον τους, τότε λαμβάνουν θέσεις πιο κοντά προς την συντήρηση. Έτσι εξηγείται και η μεταστροφή στις ιδέες ορισμένων εκπροσώπων του διαφωτισμού, όπως για παράδειγμα του Δημήτριου Καταρτζή.
Τέλος, οι προεστοί αντιδρούν κι αυτοί αναλόγως, καθώς βλέπουν να θίγονται κεκτημένα δικαιώματα και εξουσίες τους από τις νέες ιδέες που διασπείρει ο διαφωτισμός.
Ως αποτέλεσμα αυτής της αντιπαράθεσης, των διαφωτιστών από τη μία και των συντηρητικών από την άλλη, έχουμε τη δημιουργία αντιμαχόμενων παρατάξεων που μετά την απελευθέρωση μετατρέπονται αρκετές φορές σε πολιτικά σχήματα. Η αντιπαλότητα αυτή θα περάσει και στην εκπαίδευση, αφού κάθε προσπάθεια εκσυγχρονιστική θα προσκρούει στις δυνάμεις της συντήρησης, όπως αυτές μετεξελίσσονταν με την πάροδο των ετών.
Την περίοδο του διαφωτισμού διάφορες προσωπικότητες με σχετικά ομοιογενείς παιδαγωγικές, γλωσσικές και φιλοσοφικές απόψεις εργάζονται πάνω σ’ ένα κοινό σκοπό. Να διαπλάσουν ανθρώπους και να τους προετοιμάσουν για την εθνική ανεξαρτησία. Αυτή η φιλοσοφία για την παιδεία ήταν στενά συνδεδεμένη με τις κοινωνικές ανάγκες και βλέψεις της συγκεκριμένης εποχής.
Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία η παιδεία γίνεται συνώνυμη της αρετής. Σε όλα τα τους κείμενα, οι στοχαστές αυτοί τονίζουν την απελευθερωτική δύναμη της γνώσης – απελευθερωτική και απ’ την αμάθεια και απ’ τις αλυσίδες της σκλαβιάς. «Δράξασθε παιδείας», ήταν το σύνθημα του Κοραή.
Πρόβλημα όμως δημιουργήθηκε εξαιτίας του διπλού προσανατολισμού του διαφωτισμού. Δηλαδή, του δυτικού πολιτισμού και του αρχαίου κόσμου. Έτσι έχουμε αντιθέσεις με ισχυρές επιπτώσεις στο γλωσσικό ζήτημα. Παρά τις καλές τους προθέσεις οι λόγιοι του διαφωτισμού δεν μπόρεσαν να λύσουν το γλωσσικό πρόβλημα, που θα ταλαιπωρήσει για έναν και πλέον αιώνα την ελληνική παιδεία.
Το γεγονός είναι ότι η ελληνική διαφώτιση με τα συνθήματά της για την εκπαίδευση πολέμησε την αμάθεια, γνώρισε στο Έθνος την πρόοδο των δυτικο-ευρωπαίων στις φυσικές και τεχνικές επιστήμες, του χάρισε πίστη, θάρρος και αισιοδοξία για το μέλλον του και το προετοίμασε ψυχικά για τον μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα.
Η επανάσταση που θα ακολουθήσει θα διακόψει όλες τις πνευματικές προσπάθειες, γιατί οι ανάγκες, αρχικά του αγώνα και έπειτα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, εστιάστηκαν σε οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα, ενώ πολιτικές έριδες έστρεψαν την προσοχή όλων σε μια πνευματικά στείρα αντιπαράθεση.
[1] Για την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού χρησιμοποιήθηκε η παρακάτω βιβλιογραφία
α. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΑ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σελ. 328-359
β. Ελλάδα. Ιστορία και Πολιτισμός, τομ. 5ος, Μαλλιάρης-Παιδεία, Αθήνα 1995, σελ.194-201
γ. Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996
δ. Θ. Γέρου, Η ελληνική παιδεία, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1996
[2] Θ. Γέρου, Η ελληνική παιδεία, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1996, σελ.174-175
[3] Θ. Γέρου, Η ελληνική παιδεία, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 176
1821 – 1827
Οι κήρυκες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, μ’ επικεφαλής τον Αδαμάντιο Κοραή, θεωρούν το φωτισμό του Γένους απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάστασή του αρχικά κι έπειτα για την αξιοποίηση της ελευθερίας που θα κερδιζόταν με τα όπλα. Μόνο με την εκπαίδευση θα αποβάλλονταν τα ελαττώματα της περιόδου της τουρκοκρατίας. Υπήρχαν όμως κάποιοι κύκλοι που ήθελαν «να την παραστήσωσιν ως επιβλαβή εις τον κοινωνικόν βίον».
Αν και στο πρώτο συνταγματικό κείμενο της Επανάστασης του ’21 δεν υπάρχουν ειδικά άρθρα για την εκπαίδευση, οι επαναστάτες αναθέτουν στον πρώτο υπουργό Εσωτερικών καθήκοντα για την εκπαίδευση[1] αναφέροντας μάλιστα και τη διδακτική μέθοδο που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την εκπαίδευση των Ελλήνων. Η μέθοδος αυτή είναι η αλληλοδιδακτική.[2]
Η μέθοδος αυτή προτιμήθηκε γιατί είχε κυρίως: α) οικονομικά πλεονεκτήματα (αφού ένας δάσκαλος δίδασκε εκατοντάδες μαθητές βοηθούμενος απ’ τους πιο προχωρημένους μαθητές) και β) αποτελούσε όπλο για την καταπολέμηση κάθε μορφής τυραννίας, γιατί το παιδί μάθαινε από νωρίς να διεκδικεί τα δικαιώματά του. Η μέθοδος αυτή κυριάρχησε στην ελληνική εκπαίδευση ως το 1877, οπότε αντικαταστάθηκε από τη «συνδιδακτική» (ο δάσκαλος είναι ο «άρχοντας» της τάξης). Εύκολα γίνεται κατανοητός κι ο λόγος για τον οποίο μνημονεύεται η αλληλοδιδακτική μέθοδος στο σύνταγμα του 1823, που είναι το πρώτο ελληνικό σύνταγμα με ειδική αναφορά για την εκπαίδευση.[3]
Μέσα στο 1824, ενώ η Επανάσταση περνά δύσκολες ώρες, έγινε λόγος για τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης (κατώτερη, μέση, ανώτερη), ενώ επαναλαμβάνεται η ανάγκη να εξουδετερωθούν οι δυνάμεις που βλέπουν με δυσπιστία τη διάδοση της εκπαίδευσης, γιατί απειλεί τα συμφέροντά τους. Οι περιστάσεις όμως δεν επιτρέπουν την εφαρμογή του συστήματος κι έτσι η επιτροπή των βουλευτών που έχει συντάξει την σχετική εισήγηση περιορίζεται στη διατύπωση, ότι η αλληλοδιδακτική μέθοδος είναι αυτή που προς το παρόν μπορεί να εφαρμοσθεί για το καλό της Ελλάδας και των μαθητών. (Εφημερίδα, Φίλος του Νόμου, 14 Ιουλίου 1824)
Την ίδια χρονιά συστήθηκε πενταμελής επιτροπή, με τη συμμετοχή του Άνθιμου Γαζή για να μελετήσει τα εκπαιδευτικά πράγματα. Η επιτροπή πρότεινε την ίδρυση δημοτικών σχολείων σε όλα τα χωριά, λύκεια στις πρωτεύουσες των νομών, ένα πανεπιστήμιο μ’ όλες τις σχολές κι ένα διδασκαλείο στο Άργος. Τελικά ιδρύθηκε ένα μόνο κεντρικό αλληλοδιδακτικό σχολείο στο Άργος.
Η Διοίκηση προσπαθεί να οργανώσει την εκπαίδευση. Υπουργός Παιδείας δεν υπάρχει και τις σχετικές ευθύνες έχει ο υπουργός Εσωτερικών. Αλλά η ανάγκη για την ύπαρξη εκτελεστικού οργάνου οδηγεί στο διορισμό ενός «Εφόρου της παιδείας και ηθικής ανατροφής των παίδων». Στη θέση αυτή τοποθετούνται, με τη σειρά, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Γ. Κωσταντάς[4] (εκπρόσωποι του διαφωτισμού).
Το 1825 ιδρύεται παρθεναγωγείο στην Αθήνα από την «Φιλόμουσο Εταιρεία», με πρώτο διευθυντή το Νεόφυτο Νικητόπουλο, δάσκαλο από τη Δημητσάνα. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί έχουμε ένα πρώτο παράδειγμα για την μόρφωση των γυναικών και μάλιστα της πρώτης γενιάς που θα ζούσε ελεύθερη.
Στο σύνταγμα του 1827 τα άρθρα που αναφέρονται στην εκπαίδευση προβλέπουν ότι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα να ιδρύουν σχολεία και να επιλέγουν δασκάλους, για να μορφώνονται (άρθρο 20) και ότι η Βουλή επαγρυπνεί για τη δημόσια εκπαίδευση.[5]
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η γενιά των αγωνιστών είχε ξεκαθαρισμένες εκπαιδευτικές αντιλήψεις που συνοψίζονται στα παρακάτω: α) εκπαιδευτικό σύστημα τριών βαθμίδων, β) υποχρεωτική εκπαίδευση, δωρεάν στην κατώτερη βαθμίδα και γ) η παιδεία αποβλέπει στο φωτισμό και τη διάπλαση ικανών πολιτών. Παράλληλα φαίνονται και οι αντιδράσεις αυτών που εναντιώνονται στις προσπάθειες αυτές, γιατί διακυβεύονται τα συμφέροντά τους.
[1] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, παρ. Α, σελ. 303
[2] Όπως παραπάνω, τομ. Α΄, κδ΄
[3] Όπως παραπάνω, τομ. Β΄, παρ. Α, σελ. 304
[4] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Α΄, κς΄
[5] Όπως παραπάνω, τομ. Β΄, παρ. Α, σελ. 304-305

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου