Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης 2ο μέρος
10/12/2009
συνέχεια από το Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης 2ο μέρος
1929 – 1950
Μετά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του 1899, 1913, 1917 με τη γλωσσική αλλαγή και την εισαγωγή της αστικής ιδεολογίας στα αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου, επόμενος σταθμός είναι η μεταρρύθμιση του 1929.
Η μεταρρύθμιση αυτή ήταν έργο της κυβέρνησης Βενιζέλου και περιλαμβάνει τα νομοσχέδια που κατατέθηκαν από τους υπουργούς Παιδείας Κ. Γόντικα(1929) και Γ. Παπανδρέου(1930-32)
Στην εισηγητική έκθεσή του ο Κ. Γόντικας [1] θα τονίσει την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας, τον ολιγαρχικό χαρακτήρα της παιδείας με την παραμέληση της εκπαίδευσης μεγάλων λαϊκών μαζών, την υποβαθμισμένη εκπαίδευση του εκπαιδευτικού προσωπικού κ.ά.
Συνολικά υποβλήθηκαν 13 νομοσχέδια στη Βουλή για ψήφιση. Το εισαγόμενο, νέο εκπαιδευτικό σύστημα καθιέρωνε:
– Εξάχρονο δημοτικό σχολείο (για γενική μόρφωση και επαγγελματική προεκπαίδευση).
– Εξάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση
– Εξάχρονο γυμνάσιο ή πρακτικό λύκειο ή σχολή μέσης εκπαίδευσης (συγχώνευση των δύο πρώτων), με κατεύθυνση θεωρητική και πρακτική.
– Μικτή φοίτηση των δύο φύλων σ’ όλα τα σχολεία της στοιχειώδους εκπαίδευσης, γενικής και επαγγελματικής, για λόγους οικονομικούς και παιδαγωγικούς.
Την περίοδο 1930-32 με υπουργό Παιδείας τον Γ. Παπανδρέου η μεταρρύθμιση συνεχίστηκε με το Ν. 5045 του 1930, που καθιέρωνε τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο για τις τέσσερις πρώτες τάξεις και για τις δύο τελευταίες μαζί με την καθαρεύουσα. Επίσης με το Ν. 4799/1930 κυρώθηκε συμφωνία για σύναψη δανείου με σουηδική εταιρεία για την ανέγερση σχολικών κτιρίων (μόνο που όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα έμειναν πολλά διδακτήρια μισοτελειωμένα).
Όλες αυτές οι προσπάθειες δεν ήταν δυνατόν να μη προκαλέσουν αντιδράσεις. Και πάλι χρησιμοποιούνται τα ίδια επιχειρήματα και κινητοποιούνται επαγγελματικά σωματεία. Είναι χαρακτηριστικό το υπόμνημα των Συνεργαζομένων Σωματείων [2] όπου προτείνονται τα παρακάτω:
– Να συγκροτηθεί Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τον υπουργό Παιδείας, τον αρχιεπίσκοπο, αντιπρόσωπο της Φιλοσοφικής σχολής και τρεις εκπαιδευτικούς με αποδεδειγμένα «αστικά φρονήματα», για να καταρτίσουν σχολικά προγράμματα, να ελέγχουν τα βιβλία και να εποπτεύουν γενικά την εκπαίδευση.
– Να καταργηθούν τα μικτά δημοτικά σχολεία και τα μικτά διδασκαλεία, γιατί αυτά είναι σύμφωνα με τον μπολσεβικισμό.
– Να καταργηθεί η δημοτική γλώσσα («μαλλιαρή γλώσσα»), γιατί είναι η γλώσσα των κομμουνιστικών εντύπων.
– Να απομακρυνθούν οι υπάλληλοι (ως το επίπεδο καθηγητή πανεπιστημίου) οι οποίοι ενισχύουν την κομμουνιστική θεωρία ή την «μαλλιαρή» γλώσσα.
– Να αποβληθούν οι αριστεροί φοιτητές και να διαλυθούν οι σύλλογοί τους.
– Να κηρυχθεί εκτός νόμου το Κομμουνιστικό κόμμα…
Το σχέδιό τους είναι να συνδεθεί η δημοτική γλώσσα με μια ορισμένη ιδεολογία, την κομμουνιστική.
Η μεταρρύθμιση του 1929 δεν προχώρησε, όχι μόνο εξαιτίας των αντιδράσεων, αλλά και γιατί την πρόλαβε η δικτατορία του Κονδύλη(1935) κι έπειτα η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 του Ι. Μεταξά.
Ο δικτάτορας στο διάγγελμά του θα επικαλεστεί τον κομμουνιστικό κίνδυνο που «παρασκεύαζε την κοινωνικήν επανάστασιν και τελευταίως επίστευσεν ότι ευρίσκεται εις τα πρόθυρα αυτής». [3] Από τον υπουργό Παιδείας Κ. Γεωργακόπουλο οι μεταρρυθμιστές θα κατηγορηθούν ότι προσπάθησαν να υπονομεύσουν την θρησκεία, την πατρίδα και την οικογένεια. [4] Ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς αναλαμβάνει και υπουργός Παιδείας και αναστέλλει τα άρθρα του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τις ανθρώπινες ελευθερίες, θα καταργήσει τον συνδικαλισμό και θα ιδρύσει τη φασιστική νεολαία ΕΟΝ στα πρότυπα της χιτλερικής νεολαίας.
Στο χώρο της εκπαίδευσης με τον Α.Ν 952/1937 ιδρύεται ο ΟΕΔΒ, με σκοπό να ελέγχονται άμεσα τα σχολικά αναγνωστικά, με τον Α.Ν 953/1937 οι παιδαγωγικές ακαδημίες (που λειτουργούν ήδη από το 1933) ονομάζονται ανώτατες, αλλά διατηρείται ο διετής κύκλος σπουδών και με το Α.Ν 1800/1939 θα καταργηθεί η διάρθρωση των σχολικών βαθμίδων της μεταρρύθμισης του 1929 μετατρέποντας το δημοτικό σε 4/τάξιο και το γυμνάσιο σε 8/τάξιο(χωρισμένο σε δύο κύκλους). Με τον τρόπο αυτό συρρικνώθηκε το δημοτικό και περιορίστηκε το δικαίωμα μόρφωσης στα παιδιά από κατώτερες κοινωνικές τάξεις.
Τον φασισμό του Μεταξά διαδέχεται η τριπλή Κατοχή. Οι επιπτώσεις είναι σοβαρές. Το σχολικό έτος 1940-41 κράτησε μόνο τρεις μήνες και το σχολικό έτος 1941-42 μόλις 20 μέρες. [5] Κι όμως μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία ο καθηγητής Ιωάννης Κακριδής διώκεται από τους συναδέλφους του της Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών για το τονικό σύστημα που ακολούθησε στην έκδοση μιας διάλεξής του, αλλά και για τη γενικότερη θέση του στο θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. [6] Βέβαια η φράση ότι ο Ι.Θ. Κακριδής ήταν «γνωστός δια τας αριστεράς αυτού γλωσσικάς θεωρίας» δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για τα κίνητρα των διωκτών του. [7]
Μέσα στα χρόνια της Κατοχής και λίγο αργότερα εκφράστηκαν σκέψεις για μια ριζοσπαστική αλλαγή στην εκπαίδευση από την ΠΕΕΑ(Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης). Δυο επιτροπές κομματικών οργανώσεων (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ) υπέβαλαν σχέδιο που προβάλλει απόψεις για την εκπαίδευση σύμφωνες με την ιδεολογία των συντακτών τους.
Εκεί αναφέρονται: α) η παιδεία είναι η σπουδαιότερη κοινωνική λειτουργία ταγμένη στην υπηρεσία του λαϊκού συνόλου… ούτε μπορεί ποτέ να γίνει αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης…, β) γενικός σκοπός της… να ανυψώσει… τον εργαζόμενο λαό… (επιθυμεί να διαπλάσει πολίτες δημιουργικούς, ικανούς να συνεργάζονται, να προσαρμόζονται στην πραγματικότητα κλπ.), γ) αναγκαίες προϋποθέσεις είναι: σπουδές πανεπιστημιακές (4/χρονες) για τους δασκάλους και βελτίωση της θέσης τους. [8] Οι αλλαγές αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν ούτε τις έλαβε υπόψη του το μεταπελευθερωτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα του νέου αστικού ελληνικού κράτους.
Για πρώτη φορά σε κείμενο για την εκπαίδευση γίνεται και σαφής απαρίθμηση μέτρων για τη βελτίωση της θέσης των μαθητών. Ο Κ. Δ. Σωτηρίου στο βιβλίο του «Η παιδεία μας σήμερα» (Αθήνα 1946) διαπιστώνει και ονομάζει τρεις κατάρες του εκπαιδευτικού μας συστήματος: ψευτοκλασικισμό (οι αρχαίοι έγιναν σκιάχτρα ζωής, σκιάχτρα της χαράς), άγονο ιστορισμό (το βλέμμα στραμμένο μόνο στο παρελθόν), στείρο εγκυκλοπαιδισμό. [9]
Το καλοκαίρι του 1946 ιδρύεται ο μορφωτικός σύλλογος «Αθήναιον» και στο πρόγραμμα της πρώτης περιόδου μαθημάτων βρίσκουμε ορισμένες μεγάλες προσωπικότητες, όπως τους: Θρ. Σταύρου, Ε. Παπανούτσο, Κ. Θ. Δημαρά, Λ. Πολίτη, Σ. Καραντινό, Μ. Χατζηδάκη, Μ. Β. Σακελλαρίου. Η ιδιωτική πρωτοβουλία προλαβαίνει και πάλι το δύσκαμπτο κρατικό μηχανισμό.
Η μεταρρύθμιση του 1929 βάζει τις βάσεις του αστικού σχολείου. Για πρώτη φορά δημιουργούνται επαγγελματικά λύκεια. Το κράτος προσπαθεί να προσαρμόσει την εκπαίδευση στις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες εξέλιξης. Ο νομοθέτης του 1929 έχει τη συνείδηση ότι πραγματοποιεί την αλλαγή που δεν έγινε το 1913 λέγοντας ότι η κυβέρνηση των φιλελευθέρων «ζητεί και πάλιν», μετά από 15 χρόνια, τη ριζική μεταμόρφωση της παιδείας και την εντάσσει στη γενικότερη ανορθωτική της πολιτική. [10]
Αρκετά από τα μέτρα που πάρθηκαν τότε είχαν περισσότερο πρακτικό παρά προοδευτικό χαρακτήρα. Π.χ. η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο σχολείο έγινε, γιατί ήταν αδύνατο να μεταδοθούν επαγγελματικές γνώσεις στην καθαρεύουσα. Τα μικτά σχολεία εξυπηρετούσαν και λόγους οικονομίας. Το πνεύμα όμως του ελληνικού σχολείου δεν άλλαξε. Μάλιστα με την πρώτη ευκαιρία είχαμε οπισθοδρόμηση κυρίως στο γλωσσικό ζήτημα.
Έπειτα ήρθε η δικτατορία, η κατοχή και ο εμφύλιος και δεν ήταν δυνατό να παρουσιαστεί καμία πρόοδος. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν ποτέ οι προϋποθέσεις.
[1] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 163-166
[2] Όπως παραπάνω, σελ. 178-179
[3] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 183
[4] Όπως παραπάνω, σελ. 184
[5] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 90
[6] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 197-198
[7] Όπως παραπάνω, σελ. 193-197
[8] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ 202-207
[9] Όπως παραπάνω, σελ. 207-211
[10] Όπως παραπάνω, σελ. 163
1951 – 1963
Την διετία 1951-52 έχουμε δύο νομοσχέδια για την εκπαίδευση. Το πρώτο ήταν έργο του Κ. Γεωργούλη, ο οποίος ήταν απ’ τα στελέχη της «συντηρητικής» παράταξης (αν και ξεκίνησε την σταδιοδρομία του σαν συνεργάτης της ομάδας των προοδευτικών στο περιοδικό «Παιδεία»). Το δεύτερο οφείλεται στον Ε. Παπανούτσο, από τους ηγέτες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Αυτό δεν υποβλήθηκε τελικά λόγω πολιτικών προβλημάτων.
Η πίεση όμως για βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ακόμα κι από κορυφαίους της «συντηρητικής» παράταξης, όπως ο Ν. Ι. Εξαρχόπουλος, [1] οδήγησε την κυβέρνηση στη συγκρότηση μιας Επιτροπής Παιδείας (1957).
Αποστολή της επιτροπής αυτής ήταν να μελετήσει το πρόβλημα της εκπαίδευσης σ’ όλη του την έκταση. Ύστερα από ένα χρόνο περίπου (1958) η επιτροπή κατάθεσε τα πορίσματά της, που στηρίζονταν σε 8 αρχές: [2]
1. «Η παιδεία είναι η πλέον θετική και παραγωγική επένδυσις» και γι’ αυτό θα πρέπει να δοθεί σ’ αυτήν απόλυτη προτεραιότητα.
2. Είναι ανάγκη να διατεθούν γι’ αυτήν περισσότερα κονδύλια.
3. Η οργάνωση και το πρόγραμμα των σχολείων πρέπει να ανακαινισθούν.
4. Πρέπει να παραμείνει ανθρωπιστική και κλασική η βάση της παιδείας.
5. Τονίζεται η ενότητα του ελληνισμού (αρχαίου, μεσαιωνικού, νέου).
6. Είναι ανάγκη να γίνει στροφή στην επαγγελματική εκπαίδευση.
7. «Η παιδεία πρέπει να είναι κοινόν αγαθόν κι όχι προνόμιον ολίγων».
8. «Το θέμα της εκπαίδευσης πρέπει να παύσει να αποτελεί αντικείμενον κομματικών ή προσωπικών ανταγωνισμών».
Οι προτάσεις αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα προοδευτικές, αλλά είχαν πληρότητα, επισήμαιναν ελλείψεις και υποδείκνυαν λύσεις. Έμειναν όμως προτάσεις, αφού μάλιστα επικρίθηκαν έντονα από την «Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων».
Μόλις το 1959 επιχειρείται κάποια στροφή προς την τεχνική εκπαίδευση και τις θετικές σπουδές με το Ν.Δ. 3971/1959, για την «Γενική, τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση». Στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου αυτού διατυπώνονται δύο βασικές αρχές: α0 οργάνωση της επαγγελματικής και τεχνικής παιδείας για την κάλυψη της ανάγκης της ταχείας και έντονης τεχνολογικής προόδου και β) προσφορά των αγαθών της ανθρωπιστικής παιδείας σε όσο το δυνατόν ευρύτερα στρώματα του λαού. [3]
Με το διάταγμα αυτό ιδρύονται μερικές τεχνικές σχολές, μέσες και ανώτερες, και εισάγεται διάκριση τμημάτων κλασικής και πρακτικής κατεύθυνσης για τις τάξεις Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, του εξατάξιου γυμνασίου.
Οι αλλαγές που προκαλούνται στην εκπαίδευση με το Ν.Δ. 3971/1959 είναι εντελώς επιφανειακές, γιατί δε θίγουν τα καίρια προβλήματα (γλώσσα, προγράμματα, βιβλία, εκπαίδευση διδακτικού προσωπικού κτλ.). Το κλασικό γυμνάσιο εξακολουθεί να απορροφά το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών που τελειώνουν το δημοτικό (74%). [4]
Στη διογκούμενη δυσαρέσκεια για τα εκπαιδευτικά ζητήματα έρχεται να προστεθεί η δημόσια διαφωνία της Μαθηματικής Εταιρείας με το Πολυτεχνείο σχετικά με τα θέματα των εισαγωγικών εξετάσεων και οι μεγάλες κινητοποιήσεις εκπαιδευτικών και φοιτητών που απαιτούν έμπρακτο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση και αύξηση των κονδυλίων στο 15%. Μάλιστα η απεργία των καθηγητών και των δασκάλων χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη διάρκειά της, αλλά και τη σκληρή στάση του κράτους απέναντί τους, αν και είχαν την καθολική λαϊκή υποστήριξη. [5]
Στο μεταξύ η έλλειψη προσωπικού στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης, η ανεπάρκεια των υπαρχόντων σχολείων και άλλοι παράγοντες συντελούν στην εμφάνιση προβλημάτων που κρατάνε μέχρι σήμερα. Αναπτύσσεται ιδιαίτερα η ιδιωτική εκπαίδευση και κυρίως τα φροντιστήρια. Ταυτόχρονα λόγω του συνωστισμού στα ΑΕΙ χιλιάδες νέοι φεύγουν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν.
Τέλος, στην περίοδο 1950-60 τα επιστημονικά ρεύματα της προσχολικής αγωγής των διαφόρων χωρών εισχώρησαν και στην Ελλάδα με αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή της εργασίας στα νηπιαγωγεία. Η πολιτεία με το Β.Δ. 494/1962, ορίζει το αναλυτικό πρόγραμμα του νηπιαγωγείου και καθορίζει το σκοπό τους.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε περίοδο ανασυγκρότησης έπειτα από τον εμφύλιο πόλεμο. Η ένταξη της χώρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης (1952), το ΝΑΤΟ (1952) και η σύνδεσή της με την Κοινή Αγορά (1961) δείχνουν τον προσανατολισμό και τις εξαρτήσεις που θα έχει από δω και πέρα η χώρα. Προοδευτικές αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν. Τα κονδύλια για την εκπαίδευση είναι χαμηλότατα και φτάνουν το 1,8% επί του εθνικού εισοδήματος, ενώ για την ίδια περίοδο (1956-57) το ποσοστό για τις στρατιωτικές δαπάνες φτάνει στο 53% του προϋπολογισμού. [6]
Οι όποιες αλλαγές προτίθεται να εφαρμόσει το κράτος (π.χ. τεχνική εκπαίδευση) προσκρούουν στη νοοτροπία που έχει γενικότερα διαμορφωθεί ύστερα από τόσα χρόνια ακινησίας για τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης. Ο κόσμος είναι δύσπιστος· και μόνο η εξαγγελία μεταρρύθμισης αρκεί για να διατυπωθούν επιφυλάξεις.
Τα συμπεράσματα του Δ΄ Πανσπουδαστικού Συνεδρίου [7] (κείμενα και αποφάσεις, Α΄, Αθήνα 1963, σελ. 3) δείχνουν ανάγλυφα την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η εκπαίδευση.
« …Τη στυφή γεύση της απογοήτευσης και της οδύνης νοιώθουμε, όταν 130 χρόνια, αφ’ ότου η πατρίδα μας υπάρχει σαν κράτος ελεύθερο, βρισκόμαστε στην ανάγκη να καταπιαστούμε – στην θεωρία και την πράξη – με προβλήματα, που αλλού πήραν θέση στα γυμνασιακά εγχειρίδια της ιστορίας…»
[1] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ.225-227 [2] Όπως παραπάνω, σελ. 229-233
[3] Όπως παραπάνω, σελ. 238
[4] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 99 [5] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 251-256
[6] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 96-97 [7] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 257-259
1964 – 1973
Το 1964 έρχεται στην εξουσία η «Ένωσις Κέντρου» με αρχηγό και πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον του για την παιδεία αναλαμβάνοντας και το Υπουργείο Παιδείας. Παίρνει ως συνεργάτες του το λογοτέχνη Λουκή Ακρίτα (υφυπουργός Παιδείας) και τον Ε. Παπανούτσο (Γενικός Γραμματέας).
Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου θα υποβάλει στη Βουλή τρία σχέδια νόμου: το 1964 το νομοσχέδιο «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής (Στοιχειώδους και Μέσης) Εκπαιδεύσεως» (μετέπειτα Ν.Δ. 4379) [1] και το Μάιο του 1965 τα νομοσχέδια «Περί Τεχνικής Εκπαιδεύσεως» και «Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίων».
Η εισηγητική έκθεση του Ν.Δ. 4379 θεωρεί ότι η παιδεία οφείλει να έχει «κατά βάσιν ουμανιστικόν χαρακτήρα» «προϋπόθεσιν και εγγύησιν δια την οικονομικήν ανάπτυξιν της χώρας και την πνευματικήν προκοπήν του Έθνους».
Στην εισηγητική έκθεση για την τεχνική εκπαίδευση τονίζεται ότι «η οικονομική πρόοδος της χώρας ευρίσκεται εις στενήν συνάρτησιν προς την ανάπτυξιν της επαγγελματικής, ιδία της τεχνικής εκπαιδεύσεως η οποία αποτελεί μιαν από τις βασικές της προϋποθέσεις».
Τέλος, στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου για τα πανεπιστήμια επισημαίνεται η ανάγκη για την απόκτηση επιστημόνων υψηλού επιπέδου γιατί «… ούτε η πνευματική, ούτε η οικονομική μας πρόοδος θα πραγματοποιηθεί με ταχύν ρυθμόν, εάν δεν αποκτήσωμεν περισσότερους και καλύτερους επιστήμονας».
Τα κύρια σημεία των τριών αυτών νομοσχεδίων είναι:
– Επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης ως το 15ο έτος.
– Κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα γυμνάσια.
– Ελεύθερη χρήση της δημοτικής γλώσσας στο σχολείο.
– Διδασκαλία αρχαίων κειμένων από μεταφράσεις.
– Καθιέρωση του ακαδημαϊκού απολυτηρίου (πανελλήνιες εξετάσεις, αντί για χωριστές εξετάσεις ανά σχολή).
– Επέκταση της εκπαίδευσης των δασκάλων στα τρία χρόνια.
– Ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
– Ίδρυση νέων πανεπιστημιακών μονάδων. [2]
Για την υλοποίηση όλων αυτών προβλεπόταν και σημαντική αύξηση των κονδυλίων για την παιδεία – πάγιο αίτημα ετών.
Παρά τις καινοτομίες της η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις (από τη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, την Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, την Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης κλπ.). [3]
Η κριτική εστιαζόταν στα παρακάτω:
– Η μεταρρύθμιση υπονομεύει τα θεμέλια του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.
– Μελλοντικά τα αρχαία ελληνικά θα απομακρύνονταν απ’ το σχολείο, γιατί η αρχαία ελληνική κληρονομιά διδασκόταν τώρα σε νεοελληνικές μεταφράσεις.
– Επικρίθηκε η μείωση ή η κατάργηση των Λατινικών στο γυμνάσιο.
– Επικρίθηκε επίσης η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο σχολείο.
Η αξιωματική αντιπολίτευση (ΕΡΕ) επικεντρώνει την κριτική της στην υπεράσπιση της κλασικής παιδείας και αμφισβητεί την δυνατότητα να εφαρμοστούν τα μεταρρυθμιστικά μέτρα. Ο Κ. Τσάτσος σε μια συζήτηση «στρογγυλής τραπέζης» που έγινε για τα εκπαιδευτικά θέματα υποστηρίζει ότι είναι περιττή η εισαγωγή του μαθήματος «Στοιχεία δημοκρατικού πολιτεύματος». Θα πει: «…ποιου πολιτεύματος, τυχόν, θα έπρεπε να γίνει μάθημα; Αφού το πολίτευμα είναι δημοκρατία! Είναι εκδήλωσις πείσματος η διατύπωσις αυτής της λέξεως και ουχί ουσίας. Και υποψίας ότι μπορεί να έρθη ένας υπουργός, να διατάξη την διδασκαλίαν του ολοκληρωτισμού ή του φασιστικού πολιτεύματος.» [4]
Ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 5 Μαΐου 1967, διατάσσεται η διακοπή του μαθήματος «Στοιχείων δημοκρατικού πολιτεύματος» [5] από τη δικτατορία (όπως φαίνεται καλά έκανε και υποπτευόταν ο Γ. Παπανδρέου…). Βέβαια οι δικτάτορες δεν έμειναν μόνο σ’ αυτό.
Με τον Α.Ν. 129/1967 [6] καθιερώνεται η απλή καθαρεύουσα ως όργανο έκφρασης διδασκόντων και μαθητών στις Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ τάξεις του δημοτικού, στο γυμνάσιο, στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες και τις Ανώτερες γενικά σχολές. Έχουμε ακόμα, επιστροφή στην 6/χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και εισιτήριες εξετάσεις για την εισαγωγή στο γυμνάσιο. Νωρίτερα με τον Α.Ν. 59/1967 καταργείται και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. [7]
Στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της δικτατορίας διώκονται οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων (εξορίες, φυλακίσεις), αλλά το σημαντικότερο είναι ότι έχουμε ένα «πάγωμα» στις ψυχές όλων.
Είναι γεγονός ότι η μεταρρύθμιση του 1964 είναι η πιο σοβαρή κι ολοκληρωμένη προσπάθεια για τη μεταβολή του πνεύματος που κυριαρχεί στη νεοελληνική εκπαίδευση (τυπολατρία, εγκυκλοπαιδισμός, ψευτοκλασικισμός, αρχαϊσμός κλπ.) από καταβολής του ελληνικού κράτους.
Τα μέτρα που παίρνονται για την Παιδεία (9/χρονη υποχρεωτική φοίτηση, δωρεάν παιδεία, καθιέρωση της δημοτικής, αναβάθμιση της εκπαίδευσης των δασκάλων, ακαδημαϊκό απολυτήριο…) είναι οπωσδήποτε ριζοσπαστικά και θα συντελούσαν στον εκδημοκρατισμό και στον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης. Παράλληλα έδιναν τη δυνατότητα ευκολότερης πρόσβασης στην εκπαίδευση στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, που μέχρι τότε για διάφορους λόγους, οικονομικούς κ.ά. δεν την είχαν.
Η στροφή στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση είχε σκοπό την παραγωγή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού εξαιτίας των κοινωνικοοικονομικών αναγκών της εποχής, αλλά έδινε και μια διέξοδο στο μονόδρομο της ελληνικής εκπαίδευσης.
Όμως το σημαντικότερο αποτέλεσμα που είχε η σύντομη εφαρμογή του πρώτου εκπαιδευτικού νομοθετήματος ήταν ότι για πρώτη φορά διαβάστηκαν σε ελληνικό σχολείο και αγαπήθηκαν η Ιλιάδα, η Οδύσσεια και οι βιογραφίες του Πλουτάρχου, ενώ και οι καθηγητές αντιμετώπισαν με διαφορετικό τρόπο τα μαθήματά τους. [8]
Η σπουδαία αυτή προσπάθεια αναχαιτίστηκε πρώτα από τα πολιτικά γεγονότα (επέμβαση του βασιλιά από 15 Ιουλίου 1965), έπειτα από τα πιο συντηρητικά τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης (ΕΡΕ και αποστάτες του 1965) και τέλος από τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
[1] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 269-274
[2] Σπ. Ευαγγελόπουλου, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, ΔΑΝΙΑ, Αθήνα 1987, τομ. Β΄, σελ.27-29 και
Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 100-104
[3] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 275-281 και Θ. Χατζηστεφανίδης, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Παπαδήμα, Αθήνα 1986, σελ. 302
[4] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 289
[5] Όπως παραπάνω, σελ. 292
[6] Όπως παραπάνω, σελ. 294-295
[7] Όπως παραπάνω, σελ. 296-299
[8] Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986, τομ. Β΄, σελ. 285-286
1974 – 1980
Μετά τη μεταπολίτευση παρατηρήθηκε ένα ενδιαφέρον απ’ όλες τις παρατάξεις για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση.
Τα γενικά πλαίσια αυτής της μεταρρύθμισης καθόρισε το νέο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 16). Μεταξύ των άλλων προβλέπει, ότι η Παιδεία « …αποτελεί βασικήν αποστολήν του κράτους, έχει δε σκοπόν της την ηθικήν, πνευματικήν, επαγγελματικήν και φυσικήν αγωγήν των Ελλήνων, την ανάπτυξιν της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και την διάπλασιν αυτών ως ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών». Επίσης αναφέρει, ότι «τα έτη υποχρεωτικής φοιτήσεως δεν δύναται να είναι ολιγότερα των εννέα», και ακόμη «πάντες οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας». [1]
Στο μεταξύ άρχισε να ωριμάζει η σκέψη για σοβαρότερη ενασχόληση με το εκπαιδευτικό πρόβλημα, που εκκρεμούσε πολλές δεκαετίες. Έτσι, το 1975 ιδρύθηκε το Κέντρο Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμόρφωσης (ΚΕΜΕ).
Τα επόμενα δύο χρόνια ψηφίζονται δύο νέοι νόμοι. Ο Ν. 309/1976 για την οργάνωση και διοίκηση της Γενικής εκπαίδευσης και ο Ν. 576/1977 για την Τεχνική και Επαγγελματική εκπαίδευση.
Οι βασικές αρχές των νόμων αυτών είναι: [2]
– Παράταση της υποχρεωτικής φοίτησης από 6 σε 9 χρόνια. Κατάργηση των εξετάσεων για την εισαγωγή στο γυμνάσιο.
– Η γενική δημόσια εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν.
– Επίσημη γλώσσα διδασκαλίας, βιβλίων και αντικειμένου διδασκαλίας σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι η νεοελληνική, χωρίς ιδιωματισμούς και ακρότητες (Άρθρο 2, παρ. 1-2, Ν. 309/1976)
– Στο γυμνάσιο διαβάζονται οι αρχαίοι συγγραφείς από μετάφραση.
– Διαιρείται η δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε 3/χρονο γυμνάσιο και 3/χρονο λύκειο. Το λύκειο έχει πολλαπλές κατευθύνσεις.
– Οι απόφοιτοι του γυμνασίου μπορούν να φοιτήσουν χωρίς εξετάσεις σε μια τεχνική- επαγγελματική σχολή ή να δώσουν εξετάσεις και να συνεχίσουν στο λύκειο (είτε γενικό είτε τεχνικό).
– Το πρόγραμμα των γενικών λυκείων προετοίμαζε τους μαθητές για την ανώτατη εκπαίδευση. Στη Β΄ και Γ΄ τάξη ο μαθητής μπορούσε να διαλέξει θετική κατεύθυνση ή θεωρητική-φιλολογική.
– Τα τεχνικά-επαγγελματικά λύκεια θεωρούνταν ισότιμα των γενικών. Στόχος τους ήταν η προετοιμασία των μαθητών για τα ΑΕΙ ή για την ένταξή τους στην παραγωγή.
– Για την εισαγωγή των μαθητών στις ανώτερες και ανώτατες σχολές γίνονται πανελλήνιες εξετάσεις, ενώ συνεκτιμούνται οι γενικοί βαθμοί της Β΄ και Γ΄ λυκείου, καθώς και οι βαθμοί στα κύρια μαθήματα των δύο αυτών τάξεων.
– Ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την διοίκηση και εποπτεία στην α/θμια και β/θμια εκπαίδευση. Για την διοίκηση ιδρύονται κεντρικά και περιφερειακά συμβούλια με αρμοδιότητες σε υπηρεσιακά θέματα (μεταθέσεις, αποσπάσεις κλπ.), ενώ την εποπτεία έχουν οι αντίστοιχοι γενικού επιθεωρητές και επόπτες.
Την ίδια περίοδο γίνεται και μια προσπάθεια για την καθιέρωση του θεσμού επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Τότε ιδρύονται οι Σχολές Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΣΕΛΜΕ, 1977) και οι ΣΕΛΔΕ από το 1979 (για τους δασκάλους). Σύμφωνα με τους κανονισμούς τους οι σχολές αυτές προβλέπουν διάφορα προγράμματα για νεοδιόριστους, για νέους διευθυντές, ταχύρυθμα για ειδική ενημέρωση κλπ. Το βασικό όμως πρόγραμμα προβλέπει ετήσια επιμόρφωση για τους εκπαιδευτικούς που έχουν συμπληρώσει 5 χρόνια υπηρεσίας. Στα διδασκόμενα μαθήματα περιλαμβάνονται: παιδαγωγική, διδακτική, αξιοποίηση εποπτικών μέσων, νέες τεχνολογίες κ.ά.
Το παράδοξο της μεταρρύθμισης του 1976 είναι ότι θεσμοθετείται από τις συντηρητικές δυνάμεις, αυτές που είχαν πολεμήσει στο παρελθόν κάθε παρόμοια προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Ο Μ. Ηλιού παρατηρεί σχετικά: «φαίνεται σαν ειρωνεία της Ιστορίας το γεγονός ότι η δεξιά παράταξη εμφανίστηκε να προτείνει τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που τόσο λυσσαλέα είχε πολεμήσει μια δεκαετία πριν». [3]
Πράγματι, η νομοθετική επίλυση του γλωσσικού ζητήματος, η επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης, η στροφή στην επαγγελματική εκπαίδευση αποτελούν τα κύρια σημεία και της μεταρρύθμισης του 1964.
Μετά από μια προσεκτική παρατήρηση θα διαπιστώσουμε ότι η συντηρητική παράταξη «έκανε την ανάγκη φιλότιμο» και προχώρησε σ’ αυτές τις αλλαγές.
Συγκεκριμένα, η καθιέρωση της δημοτικής, η 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και η διδασκαλία των αρχαίων από μεταφράσεις έρχονται σαν επακόλουθο συγκεκριμένων αναγκών. Την εποχή αυτή (1971) οι αναλφάβητοι φτάνουν στο 14% του πληθυσμού και οι ημιαναλφάβητοι (λειτουργικός αναλφαβητισμός) στο 25%. [4] Σ’ αυτό είχε παίξει μεγάλο ρόλο η μακροχρόνια εκκρεμότητα του γλωσσικού ζητήματος, που είχε επισημοποιήσει την ανειλικρίνεια και μείωνε σταθερά την αντιληπτική ικανότητα των μαθητών.
Η στροφή στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση οφειλόταν σε μια σειρά εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων. Η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ, η επανένταξή της στο ΝΑΤΟ και η εισροή ξένων κεφαλαίων απαιτούσαν την προσαρμογή της ελληνικής εκπαίδευσης στις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Επίσης, έπρεπε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της υπερπαραγωγής αποφοίτων γυμνασίου που συνωστίζονταν για να μπουν στα πανεπιστήμια, αλλά και της μεγάλης παραγωγής πτυχιούχων κλασικών σπουδών. Γι’ αυτό καθιερώθηκε ένα σύστημα εξετάσεων που αποθάρρυνε την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και διευκόλυνε την είσοδο στις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές.
Τελικά, όπως αποδείχθηκε από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης αυτής, οι κύριοι στόχοι (πλην της καθιέρωσης της δημοτικής) δεν επιτεύχθηκαν.
Αυτό συνέβη γιατί περιορίστηκε σε εξωτερικά χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης (οργάνωση, διοίκηση) και παραμέλησε θέματα όπως, τα βιβλία, τα αναλυτικά προγράμματα, νέες μεθόδους κλπ.
Από την άλλη πλευρά οι μαθητές και οι οικογένειές τους, δεν πείστηκαν – δικαιολογημένα – για τις δυνατότητες που έδινε η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και έτσι προτιμούσαν το γενικό λύκειο που οδηγούσε ασφαλέστερα στο πανεπιστήμιο.
Στον κρίσιμο τομέα της αναβάθμισης των εκπαιδευτικών που ήταν – και είναι- ο σημαντικότερος παράγοντας για την επιτυχία κάθε μεταρρύθμισης, λίγα έγιναν. Οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες λειτουργούσαν με προγράμματα του 1933, ενώ οι ΣΕΛΔΕ και ΣΕΛΜΕ είχαν ρυθμούς απορρόφησης που προϋπόθεταν υπεραιωνόβιους εκπαιδευτικούς!
Συνεπώς η μεταρρύθμιση του 1976 δεν πέτυχε, γιατί προδόθηκε από την διστακτικότητα, την έλλειψη προγραμματισμού, την προχειρότητα, την έλλειψη μέσων και υποδομών, αλλά κυρίως γιατί ήρθε καθυστερημένα.
Τώρα πια χρειαζόταν μια ριζοσπαστική αλλαγή στην εκπαίδευση με επανακαθορισμό των στόχων και της φιλοσοφίας της.
[1] Σπ. Ευαγγελόπουλου, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, ΔΑΝΙΑ, Αθήνα 1987, τομ. Β΄, σελ. 31
[2] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 113-116
[3] Σ. Μπουζάκη, Νεοελληνική Εκπαίδευση, Gutenberg, Αθήνα 1991, σελ. 116
[4] Όπως παραπάνω, σελ. 116-117
1981 – 1985
Το 1981 αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου. Η κυβέρνηση αυτή λαμβάνει τα παρακάτω μεταρρυθμιστικά μέτρα κατά την περίοδο 1981-84. [1]
– Καθιερώνεται η δημοτική γλώσσα ως επίσημη του κράτους.
– Καθιερώνεται το μονοτονικό σύστημα (Π.Δ. 297/1982).
– Καταργούνται οι γενικοί διευθυντές και οι επόπτες της διοίκησης της εκπαίδευσης (Ν. 1232/1982).
– Καταργούνται οι επιθεωρητές της α/θμιας και β/θμιας εκπαίδευσης και καθιερώνεται ο θεσμός του σχολικού συμβούλου (Ν. 1304/1982). Έργο του Σχολικού Συμβούλου είναι η επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση των εκπαιδευτικών και η συμμετοχή του στην αξιολόγηση και την επιμόρφωσή τους. Με τον ίδιο νόμο ιδρύονται διευθύνσεις και γραφεία εκπαίδευσης.
– Με το Ν. 1268/1982 (Νόμος – Πλαίσιο) «για τη λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων», καταργείται η έδρα, κατοχυρώνεται και διασφαλίζεται το πανεπιστημιακό άσυλο και η ελευθερία διακίνησης των ιδεών, θεμελιώνονται δημοκρατικές διαδικασίες με συμμετοχή όλων των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας στη διδασκαλία, την έρευνα και τη διοίκηση και εξασφαλίζεται ο ακαδημαϊκός και κοινωνικός έλεγχος στα ΑΕΙ μέσω της λειτουργίας της Εθνικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Επιστημών (ΕΑΓΕ) και του Συμβουλίου Ανωτάτης Παιδείας (ΣΑΠ).
– Ιδρύονται πανεπιστημιακά παιδαγωγικά τμήματα 4ετούς φοίτησης (Ν. 1268/1982).
– Καταργούνται τα ΚΑΤΕΕ και την θέση τους παίρνουν τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ, 1983).
· Ψηφίζεται νέος κανονισμός μαθητικών κοινοτήτων.
· Γράφονται καινούρια βιβλία για μαθητές και δασκάλους και συντάσσονται νέα αναλυτικά προγράμματα.
– Επίσης καταργούνται οι εξετάσεις για την εισαγωγή στα λύκεια και αλλάζει το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ (1983).
Στις 5-2-1985 ο υπουργός Παιδείας Απ. Κακλαμάνης καταθέτει στη Βουλή το σχέδιο νόμου «για τη δομή και λειτουργία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης». Ο νόμος αυτός (1566/1985) ψηφίζεται από τη Βουλή και έχει ως βασικότερες αρχές του τις παρακάτω: [2]
1. «Σκοπός της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι να συμβάλλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά» (Άρθρο 1, παρ. 1).
2. «Βασικοί συντελεστές για την επιτυχία των παραπάνω σκοπών είναι: η προσωπικότητα και η κατάρτιση του προσωπικού όλων των κλάδων και των βαθμίδων της εκπαίδευσης, τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία και τα λοιπά διδακτικά μέσα και η σωστή χρήση τους, η εξασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων και μέσων για την απρόσκοπτη λειτουργία των σχολείων και η δημιουργία του απαραίτητου παιδαγωγικού κλίματος με την ανάπτυξη αρμονικών διαπροσωπικών σχέσεων στο σχολείο και την τάξη και με το σεβασμό προς την προσωπικότητα του κάθε μαθητή» (Άρθρο 1, παρ. 2).
3. «Γλώσσα διδασκαλίας, που αποτελεί και αντικείμενο συστηματικής διδασκαλίας και γλώσσα των διδακτικών βιβλίων των μαθητών και των βιβλίων των εκπαιδευτικών είναι η δημοτική, όπως διαμορφώνεται από το λαό και τη δόκιμη λογοτεχνία, χωρίς την αυτούσια μεταφορά ξένων λέξεων»(Άρθρο 1, παρ. 4).
4. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρέχεται στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρέχεται από τα γυμνάσια και τα λύκεια καθώς και τις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές.
5. Η φοίτηση είναι 9χρονη υποχρεωτική (6ετής στο δημοτικό και 3ετής στο γυμνάσιο).
6. Η φοίτηση στα νηπιαγωγεία είναι 2ετής.
7. Τα λύκεια λειτουργούν ως γενικά, κλασικά, τεχνικά-επαγγελματικά και ενιαία πολυκλαδικά. (Σημ: Τα ενιαία πολυκλαδικά λύκεια είναι μια καινοτομία. Πρόκειται για ένα τύπο λυκείου που ενσωματώνει τη γενική με την τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση).
8. Ιδρύονται τεχνικές-επαγγελματικές σχολές οι απόφοιτοι των οποίων εξειδικεύονται σε επιχειρήσεις με την φροντίδα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ).
9. Ιδρύονται σχολικά εργαστηριακά κέντρα (ΣΕΚ), για την παρακτική άσκηση των μαθητών των τεχνικών-επαγγελματικών λυκείων, των ενιαίων πολυκλαδικών και των τεχνικών-επαγγελματικών σχολών.
10. Επανιδρύεται το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, που αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια υπηρεσία (υπαγόμενη στο ΥΠΕΠΘ), ενώ καταργείται το ΚΕΜΕ.
11. Οργανώνεται η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που διακρίνεται σε:
– Εισαγωγική επιμόρφωση (για νεοδιόριστους ή προς διορισμό εκπαιδευτικούς).
– Ετήσια επιμόρφωση (για εκπαιδευτικούς με 5χρονη υπηρεσία και άνω).
– Περιοδική επιμόρφωση (για περιπτώσεις αλλαγής βιβλίων, προγραμμάτων κλπ.)
Την ευθύνη για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών έχει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και γίνεται στα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα (ΠΕΚ).
12. Ρυθμίζονται μια σειρά άλλων ζητημάτων όπως:
· Εισάγεται η ξένη γλώσσα στα δημοτικά.
· Η διδασκαλία της φυσικής αγωγής, της μουσικής και των καλλιτεχνικών μαθημάτων ανατίθεται σε εξειδικευμένο προσωπικό.
· Λαμβάνεται μέριμνα για την ειδική αγωγή.
– Καταργούνται τα πρότυπα σχολεία και ιδρύονται πειραματικά.
Άλλη σημαντική καινοτομία του Ν. 1566/1985 είναι η καθιέρωση του δημοκρατικού προγραμματισμού στην εκπαίδευση.
Αυτός κινείται σε τρία επίπεδα (εθνικό, νομαρχιακό, τοπικής αυτοδιοίκησης). Ανώτερο όργανο δημοκρατικού προγραμματισμού είναι το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π), που «εισηγείται στην κυβέρνηση θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, παιδείας, συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και λαϊκής επιμόρφωσης» (Άρθρο 48, παρ. 1). Πρόεδρός του είναι ο υπουργός Παιδείας, ενώ συμμετέχουν σ’ αυτό άλλοι αρμόδιοι υπουργοί και εκπρόσωποι όλων των ενδιαφερόμενων φορέων.
Σε επίπεδο νομού έχουμε τις Νομαρχιακές επιτροπές παιδείας. Πρόεδρος είναι ο νομάρχης, ενώ μέλη είναι οι σχολικοί σύμβουλοι, οι προϊστάμενοι διευθύνσεων εκπαίδευσης καθώς και εκπρόσωποι γονέων και εκπαιδευτικών. Ασχολείται με ζητήματα όπως ίδρυση, κατάργηση σχολείων, κατανομή πιστώσεων στους ΟΤΑ, διοργάνωση σεμιναρίων για γονείς κλπ.
Στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συγκροτούνται οι δημοτικές επιτροπές παιδείας. Πρόεδρος σ’ αυτές είναι ο δήμαρχος και μέλη οι διευθυντές των γραφείων εκπαίδευσης, εκπρόσωποι των γονέων και των εκπαιδευτικών. Οι επιτροπές αυτές εισηγούνται στο δήμαρχο πάνω σε ζητήματα υλικοτεχνικής υποδομής των σχολείων, λειτουργικών δαπανών, κατανομής πιστώσεων κλπ.
Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα http://www.eduportal.gr/ από τον Γιάννη Σαλονικίδη, δασκάλου
Κοινοποίηση:
Έλληνική Πύλη Παιδείας
eduportal.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου