Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Δ. ΕΘΝΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕς
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΣΙΜΩΝ ΣΙΝΑΣ
Κλείνουμε την αναφορά μας στους Βορειοηπειρώτες ευεργέτες, με τους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες Γεώργιο και Σίμωνα Σίνα. Η Μοσχόπολις ήταν η πατρίδα τους. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η πόλη αυτή ήταν μια απ’ τις πιο σημαντικές και περίφημες πόλεις της Β. Ηπείρου, κοντά στην Κορυτσά.
Γρήγορα όμως η φημισμένη και πλούσια Μοσχόπολη τράβηξε τις αρπακτικές διαθέσεις των Τουρκαλβανών, οι οποίοι με το πρόσχημα ότι οι Μοσχοπολίτες ευνόησαν την επανάσταση του Ορλώφ, ρίχτηκαν στη λεηλασία και στην καταστροφή. Έτσι μέσα σε λίγες ημέρες, το Μάϊο του 1769, η άλλοτε ευτυχισμένη Μοσχόπολη είχε τελείως ερημωθεί, οι εκκλησιές είχαν καταστραφεί, τα σχολεία είχαν διαλυθεί, τα εμπορικά είχαν εξαφανισθεί, και οι κάτοικοι είχαν διασκορπιστεί. Τότε πυρπολήθηκε και η ονομαστή της Ακαδημία, από την οποίαν είχαν βγει σοφοί άνδρες και περίφημοι κληρικοί.
Ανάμεσα στους άλλους πρόσφυγες, που ξέφυγαν το χατζάρι του Τουρκαλβανού ήταν και ο υιός του παπά – Σίνα, ο Σίμων. Το 1783, γεννήθηκε ο υιός του, ο Γεώργιος. Το όνομά του θα μείνει για πάντα σεβαστό στην ελληνική ιστορία, γιατί υπήρξε ο πατέρας του ιδρυτού του Αστεροσκοπείου και ο παππούς του δωρητού της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Γεώργιος Σ. Σίνας φάνηκε αντάξιος υιός ενός ακατάβλητου πατέρα. Πενήντα ολόκληρα χρόνια εξέπληξε με την δραστηριότητά του τον εμπορικό κόσμο της Αυστρίας. Δεν υπάρχει εμπορικό ή βιομηχανικό έργο της Αυστρίας, που να μην αναγνωρίζει σαν πρώτο ιδρυτή ή έστω ένα από τους πρώτους θεμελιωτές του τον Γεώργιο Σίνα. Ο Σίνας ιδρύει εταιρείες και φτιάχνει τον πρώτο σιδηρόδρομο.
Ίδρυσε ατμοπλοϊκή εταιρεία κι άρχισε να μεταφέρει τα βιομηχανικά εμπορεύματα της Αυστρίας στην Ανατολή και να παίρνει από εκεί τα μυθώδη της πλούτη. Ο Γ. Σίνας ούτε στιγμή δεν έπαυσε να φροντίζει για την αγαπημένη του Πατρίδα.
Το 1840 λοιπόν ο Γεώργιος Σίνας, γράφει στην ελληνική Κυβέρνηση, ότι θέλει να ιδρύσει ένα Αστεροσκοπείο και ζητάει να του υποδείξουν τον πιο κατάλληλο χώρο. Και στις 25 Ιουλίου 1842, τίθεται σ’ επίσημη τελετή ο θεμέλιος λίθος στο μέρος, όπου κατά τον 5ον π.Χ. αιώνα έκανε τις αστρονομικές του παρατηρήσεις, ο περίφημος Έλλην αστρονόμος Μέτων ο Αθηναίος.
Στη Βιέννη, στο μέγαρο των Σίνα, πρωτοείδε το φως της ζωής στις 15 Αυγούστου 1810 ο υιός του Γεωργίου Σίνα, ο Σίμων. Μαθαίνει την ελληνική, τη γερμανική, τη γαλλική, την αγγλική και την ιταλική γλώσσα. Οι σπάνιες ικανότητές του, η πλατειά του μόρφωση και η γλωσσομάθειά του, τον αναδεικνύουν πολύ γρήγορα μια σπάνια εμπορική μεγαλοφυΐα.
Το ενδιαφέρον του Βαρώνου Σίνα για την καλλιέργεια της επιστήμης, την ενθουσιώδη του αγάπη προς τη γενέτειρα Ελλάδα και το μεγαλείο της γενναίας του ψυχής, μαρτυρεί το επιστέγασμα των άλλων του δωρεών: η Σιναία Ακαδημία…. Στις 2 Αυγούστου του 1859 τίθεται ο θεμέλιος λίθος της Ακαδημίας. Έχτισε επίσης την μητρόπολη των Αθηνών, τον Άγιο Νικόλαο Σύρου, γέφυρα και διώρυγα πάνω από το Δούναβη στη Βουδαπέστη, το Μέγαρο Μουσικής στη Βιέννη, και τον Ναό της Αγίος Τριάδος στη Βιέννη.
O Σίμων Σίνας πέθανε το πρωΐ της 15ης Απριλίου 1876 σε ηλικία 66 χρόνων.
Από τους νεώτερους ευεργέτες, ας μηνμονεύσουμε τον Παναγιώτη Θ. Αγγελόπουλο που υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία της οικονομικής ζωής και της βιομηχανίας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τα μεταπολεμικά χρόνια. Γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1909 στο χωριό Βλαχοράπτη της Γορτυνίας. Το 1920 έφυγε με την οικογένειά του για την Αθήνα όπου εργάστηκε σκληρά σαν ιδιωτικός υπάλληλος. Στη συνέχεια μαζί με τον πατέρα του και τα αδέλφια του δημιούργησε τις εταιρίες “Ελληνικά Συρματουργεία” και “Βιομηχανία Ξυλου”. Μετά τον πόλεμο του 1940 και τον τερματισμό της εμφύλιας σύγκρουσης συμμετείχε στη δημιουργία της “Χαλυβουργική Α.Ε.”.
Το 1942 παντρεύτηκε την Ελένη Μάρκου και απέκτησε δύο γιους, το Θεόδωρο και τον Κωνσταντίνο. Παρ' όλη τη οικονομική του ευρωστία, ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος παρέμεινε στη ζωή του απλός και δεν αλλοίωσε στο ελάχιστο το χαρακτήρα του από αυτά που απόκτησε. Δεν εγκαταστάθηκε στη Ζυρίχη, όπως άλλα μέλη της οικογένειάς του και προτίμησε να διαμένει στο Χαλάνδρι στο σπίτι που απόκτησε από τη γυναίκα του.. Ο Π. Αγγελόπουλος συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων ευργετών της Αρκαδίας. Το κοινωφελές έργο του είναι τεράστιο. Αναπαλαίωσε το πατρικό σπίτι του Γρηγορίου Ε΄στην ιστορική Δημητσάνα. Ανοικοδόμησε το σπίτι των Κολοκοτρωναίων στο Λυμποβίσι, ανέγειρε το Μέγαρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, το 1974 δώρισε στο νοσοκομείο “Αγιος Σάββας” το τελειότατο ακτινοθεραπευτικό μηχάνημα, κατασκεύασε τον ορθόδοζο ναό Αγίου Δημητρίου στη Ζυρίχη, χρηματοδότησε γενναία το ερευνητικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών κ.α. Επίσης πλούσια ήταν η συνεισφορά του προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Βλαχορράφτη, αφού χρηματοδότησε πολλά κοινοφελή έργα για την αναζωογόννηση της φτωχής ιδιαίτερης πατρίδας του.
Το 1991 μαζί με σαράντα βουλευτές όλου του πολιτικού φάσματος μεταβαίνει στα Πατριαρχεία της Ανατολής και συντελεί στην περίφημη συνάντηση στο Φανάρι των προκαθήμενων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ο Πατριάρχης για να τον τιμήσει τον ανακήρυξε Μέγαλο Λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το Μάιο του 1998 έλαβε από τον τότε Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη βραβείο του ΕΒΕΑ για την επιχειρηματική του δυνατότητα και προσφορά. Πέθανε το 2001.
Το θέμα ευεργεσία έχει δύο-κύριες πλευρές. Η μία είναι να κατανοηθεί η συμπεριφορά των ευεργετών, με βάση το οικονoμικό και κοινωνικό τους status κατά τη στιγμή της ευεργεσίας. Η δεύτερη είναι να μελετηθεί η κοινωνική υποδοχή των ευεργεσιών. Ο ενικός αριθμός στην διατύπωση, δεν πρέπει να μας παραπλανά και να αναμένουμε ενιαία, ομοιόμορφη κοινωνική υποδοχή - αλλιώς θα αντιδράσει το κράτος, αλλιώς ο τύπος, διαφορετικά οι παριστάμενοι σε εγκαίνια έργου ευεργεσίας, αλλιώς ο εργαζόμενος στις επιχειρήσεις του ευεργέτη και διαφορετικά οι συντοπίτες του. Άλλωστε, η κοινωνική υποδοχή, είναι αναγκαίο να εξετάζεται σε τρία επίπεδα: το πρώτο είναι η κοινωνική υποδοχή της ευεργεσίας από τους εκάστοτε συγκαιρινούς της, το δεύτερο είναι η αντίληψη που διαμορφώνεται σωρευτικά για' αυτήν, στην πάροδο του χρόνου και το τρίτο, που αποτελεί ασφαλώς μέρος του δεύτερου επιπέδου, είναι ο τρόπος που αποτιμάται η ευεργεσία μέσα στα γραπτά κείμενα, καθώς ο γραπτός λόγος είναι αυτός που διαμορφώνει τις υποτιθέμενες πηγές και συνεπώς, συμβάλλει καίρια στην αναπαραγωγική αποτίμηση των ευεργετικών πράξεων.
Πάντως, διαπιστώνουμε ότι ιδίως στην εποχή που εξετάζουμε:
(α) η ευεργεσία (ατομική και συλλογική) ενισχύει σε πολύ σημαντικό βαθμό την κρατική φιλανθρωπία, αλλά και κατασταλτική δραστηριότητα (φυλακές),
(b) η ευεργεσία κατευθύνεται πλέον απρόσωπα προς κοινωνικές ομάδες που θεωρείται ότι βρίσκονται σε αδύναμη θέση και ότι συνεπώς, αφενός εγκαταλείπεται η «προσωπική» ευεργεσία, αφετέρου αυξάνονται τα Ιδρύματα που έχουν ως σκοπό τους την κατάλληλη οργάνωση, αποδοτικότητα και κατανομή των «ευεργετικών» πόρων. Με βάση αυτή την τροπή ευεργεσίας, διαπιστώνουμε πώς αρχίζει αυτή να αποβλέπει έντονα, στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, στην έμμεση ενίσχυση των δεσμών συνοχής της αστικής κοινωνίας, στην πολιτισμική ενσωμάτωση του διαφορετικού και δυνητικά «επικίνδυνου» ακόμη και στην ηθικοποίηση των αναξιοπαθούντων, - δρα δηλαδή ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικο-πολιτικής συμμόρφωσης.)
Παρά την αλλαγή αυτή, πρέπει να επισημάνουμε ότι ένα στοιχείο της ευεργεσίας, διαμορφωμένο από την οθωνική περίοδο ακόμη, δεν επηρεάστηκε. Και αυτό ήταν ότι η Εκπαίδευση παρέμεινε ο βασικός προορισμός του ευεργετικού χρήματος. Όμως, το ευεργετικό χρήμα κατευθύνεται προς ιδρύματα και θεσμούς που - σύμφωνα με την πεποίθηση των διαθετών- θα συνέβαλαν στην μείωση της πολιτιστικής απόστασης ανάμεσα στην προηγμένη Ευρώπη και Ελλάδα.
Θα πρέπει όμως να αναρωτηθούμε: ποιος κατηύθυνε τις ευεργεσίες; Οι ευεργέτες; οι πολιτικοί που έκαναν τον κρατικό προγραμματισμό, άλλα πρόσωπα που δρούσαν διαμεσολαβητικά μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα;
Κατά την οθωνική περίοδο, η ευεργεσία γινόταν με απόλυτη εμπιστοσύνη του διαθέτη στα άτομα που τον προσέγγιζαν και τον έπειθαν να διαθέσει τα χρήματά του. Κατά την πρώτη εκείνη τριακονταετία του ελληνικού κράτους, το επιχείρημα ότι το κράτος έχει οικονομικές ανάγκες αποτελούσε επαρκή βάση του αιτήματος να διατεθεί ευεργετικό χρήμα προς το κράτος. Και πάντως, η βούληση του διαθέτη των χρημάτων ήταν «διαπραγματεύσιμη» και υπήρχε ευκολία να προσαρμοστεί στις κρατικές προτεραιότητες (πχ τη χρήση του κληροδοτήματος του Ευάγγελου Ζάππα για την ίδρυση της έκθεσης βιομηχανικών προϊόντων.) Τα πράγματα όμως, καθώς βαίνουμε προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του εικοστού αιώνα αλλάζουν. Οι ευεργέτες προβάλλουν πλέον ισχυρές βουλήσεις, αλληλοεπηρεάζονται με τους κρατικούς αξιωματούχους και τις κρατικές πολιτικές, ενίοτε - και σε σύμπραξη με λόγιους και λοιπούς κοινωνικά επιφανείς Έλληνες - επιζητούν να διαμορφώσουν νέες κοινωνικές συνθήκες στο κράτος και τέλος, διαπιστώνεται ότι «επενδύουν» στο συμβολικό κεφάλαιο της ευεργεσίας, αποβλέποντας σε παράλληλα οφέλη και αποφεύγοντας παράπλευρες απώλειες από το οικονομικό τους προφίλ - η ευεργεσία εδώ ώς παρακολούθημα των επιχειρηματικών σχεδίων.
Συνεπώς, επιχειρώντας μία ανατίμηση των έργων των ευεργετών, θα πρέπει να επισημάνουμε δύο ιδιαιτερότητες στην σωστή προσέγγιση. Η πρώτη θα πρέπει να έγκειται στο γεγονός ότι το φαινόμενο του ευεργετισμού αντιμετωπίζεται ως «έμπρακτη ιδεολογία.» Δεν πρόκειται μάλλον για ένα σύστημα ιδεών σε αναφορά προς το οποίο ερμηνεύουμε το παρελθόν, διαχειριζόμαστε το παρόν και σχεδιάζουμε το μέλλον, αλλά για μια εσωτερικευμένη και εφαρμοσμένη ταυτόχρονα ιδεολογία με συμβολικές και πρακτικές διαστάσεις, η οποία εξαιτίας ειδικών ιστορικών λόγων, αναπτύσσεται από τους απόδημους έλληνες. Πρέπει να γίνει λοιπόν λόγος για την κομβικότητα που έχουν στη δόμηση του ευεργετισμού αφενός η παραδοσιακή κουλτούρα της τιμής και της υπόληψης σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες στρατηγικές διάκρισης και αφετέρου η μέριμνα για τη διασφάλιση της προσωπικής υστεροφημίας. Η δεύτερη αναγκαία ιδιαιτερότητα στην προσέγγιση συνιστάται την μελέτη του ευεργετισμού, συγκεράζοντας την παραδοσιακή μέδοθο της βιογράφησης του εξαιρετικού ατόμου με την ανάδειξη του σύνθετου ρόλου των εθνικοτοπικών αδελφοτήτων στο πλαίσιο των κοινοτήτων και των παροικιών και ειδικότερα με τις λειτουργίες που επιτελούσε η ελληνική μεγαλοαστική τάξη της Διασποράς. Ο μεθοδολογικός αυτός συγκερασμός είναι επιβεβλημένος και αποδεικνύεται αποτελεσματικός, δεδομένου ότι επιτρέπει την κατανόηση της πρωταρχικότητας του ρόλου των εθνικοτοπικών αδελφοτήτων και κοινοτήτων, τα κυριότερα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οποίων ήταν η δόμηση δεσμών συνοχής και αλληλεγγύης, η ταξική ιεραρχία των μελών, όπως επίσης η ύπαρξη μηχανισμών "εσωτερικής κοινωνικής αλλά και προσωπικής διαφοροποίησης που κατέστησαν δυνατή την ανάδυση της ιδεολογίας και της κοινωνικής πρακτικής του ευεργετισμού.
Γιαυτό ήθελα να κλείσω με την δική μας προσφορά, στα χνάρια των προγόνων μας.
· Το 1991, το ποσόν των $45,440.00 στάλθηκε από την Ομοσπονδία στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανό, για τις ανάγκες των ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
· Την ίδια χρονιά έγινε δωρεά της Ομοσπονδίας των $500 για την «Ομόνοια.»
· Ως μέλος του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού, μετά από εισήγηση της Ομοσπονδίας στο ΣΑΕ Ωκεανίας το 1999, εγκρίθηκε από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΑΕ η εκτέλεση των κατωτέρω έργων υποδομής σε περιοχές της Βορείου Ηπείρου:
* Σύστημα άρδευσης στην Πεδιάδα Δρόπολης.
* Κατασκευή Γέφυρας στην Κοσσοβίτσα.
* Κλινική στους Αγίους Σαράντα
*Σχολική Μονάδα στην Χειμάρρα.
* Φοιτητική Εστία στο Αργυρόκαστρο.
* Ιατρικό Κέντρο στην Λειβαδιά.
· Το 1996, ο Πασχαλινός Έρανος που διεξήγαγε η Ομοσπονδία απέφερε το ποσό των $95,000 από το οποίο $22,000 δωρίστηκε για την επισκευή του εικονοστασίου στον Ιερό Ναό «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στην Δερβιτσιάνη και τα υπόλοιπο παραδόθηκε στον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστάσιο για την επισκευή άλλων ιερών ναών στη χώρα.
· Το 1997, ο έρανος της Ομοσπονδίας απέφερε το ποσόν των $154,000. Το ποσόν αυτό παραδόθηκε δια μέσου του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού στον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο κ. Αναστάσιο για την κατασκευή του Ι.Ε.Κ «Πνοή Αγάπης» στο Αργυρόκαστρο.
Τέλος ήθελα να αναφερθώ στον μεγάλο ευεργέτη της παροικίας της Μελβούρνης, τον πρώην πρόεδρό μας Σπύρο Σταμούλη, από τη Δερβιτσιάνη της Βορείου Ηπείρου ο οποίος μας χάρησε το 3ΧΥ και το Ελληνικό Μουσείο. Αφιερώνουμε σε αυτόν την διάλεξη αυτή.
3) Εν ετει 2012 υπάρχουν ευεργέτες; (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Φανταστείτε την Αθήνα χωρίς το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, την Ακαδημία Αθηνών, το Ζάππειο ή το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ναι, είναι αδύνατον... Ολα αυτά τα εμβληματικά κτίρια είναι δωρεές. Εγιναν με χρήματα που έδωσαν ο Αβέρωφ, ο Τοσίτσας, ο Στουρνάρης, ο Ζάππας, ο Μπενάκης και πολλοί άλλοι.
Το φαινόμενο της ευεργεσίας είναι κατ' εξοχήν ελληνικό. Ετσι τουλάχιστον έχουν ισχυριστεί ιστορικοί όπως ο Πολ Βεν που ανιχνεύει τις ρίζες του ευεργετισμού στην ελληνιστική περίοδο. Ευεργέτες στήριξαν το έθνος όταν έβγαινε μπαρουτοκαπνισμένο από την επανάσταση του '21, έχτισαν σχολεία, νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, όπλισαν το κράτος -θωρηκτό Αβέρωφ- σε κρίσιμες στιγμές. Με δικά τους χρήματα αναβίωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, τρία χρόνια μετά το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη. Και, ίσως, σ' αυτό το σημείο, πρέπει να κάνουμε μια πρώτη σκέψη ακολουθώντας την αντίστροφη διαδρομή: από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 αρκετοί ιδιώτες πλούτισαν και λίγα χρόνια αργότερα το κράτος πτώχευσε.
Εν έτει 2012, με την Ελλάδα σε κρίσιμη καμπή, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σε τελείως διαφορετικό γεωπολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον από τα τέλη του 19ου αιώνα λ. χ., μπορούμε να μιλάμε για εθνικούς ευεργέτες; Υπάρχουν; Και αν ναι, πώς παρεμβαίνουν στον δημόσιο βίο;
Ο κοινωνιολόγος Βασίλης Καραποστόλης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει αναφερθεί σε ιστορικά πρόσωπα που μπόρεσαν παρά τις πικρίες και τις αντιφάσεις τους να γίνουν για τη χώρα τους Δότες. Στο πρόσφατο βιβλίο του «Διχασμός και εξιλέωση. Περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων», παραθέτει παραδείγματα ανθρώπων που έκαναν την υπέρβαση ενάντια σε έναν συχνά αυτοκαταστροφικό λαό, που όπως εύστοχα σημειώνει «ήταν και είναι ακόμη δεμένος πάνω στο άρμα της επιβίωσης και της φιλοκερδίας» Σήμερα, εκφράζει έναν προβληματισμό: «Τη χώρα την ενδιαφέρει να ξέρει αν υπάρχουν ακόμη κάποια διαφορετικά άτομα που δεν συγχέουν το μεγαλείο ενός μαικήνα με το image ενός μεγαλόσχημου».
Για την ιστορικό Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, διευθύντρια ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, «το πιο ακανθώδες και πολύπλοκο ζήτημα είναι η διαχείριση των εθνικών κληροδοτημάτων του παρελθόντος». Συζητήσαμε μαζί της λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για το Τορόντο όπου στο πλαίσιο ενός συνεδρίου που διοργανώνει ο καθηγητής ιστορίας Σάκης Γκέκας, με θέμα «Το ελληνικό κράτος και η οικονομία από τον 19ο αιώνα στην εποχή της παγκόσμιας κρίσης», θα μιλήσει στους ομογενείς για τη δημόσια εικόνα των επιχειρηματιών μέσα από την ευεργεσία, από τους Ζωσιμάδες μέχρι σήμερα. «Χoρηγία, ευεργεσία, φιλανθρωπία είναι τρεις έννοιες που αποκτούν διαφορετική σημασία μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα που τις δημιούργησαν», εξηγεί η κ. Χατζηιωάννου. «Η προσφορά υλικής βοήθειας προς όφελος ατόμων, εθνικών και κοινωνικών ομάδων, ή θεσμών του κράτους, αποτέλεσε πράξη ιδιωτικής παρέμβασης στον δημόσιο βίο. Στη νεότερη ελληνική ιστορία (18ος-20ός αιώνας) διακρίνουμε τις ακόλουθες κατηγορίες: εθνική ευεργεσία, κοινωνική φιλανθρωπία, και ιδιωτικές δωρεές και χορηγίες στον τομέα του πολιτισμού, της παιδείας και έρευνας, καθώς και της υγείας. Σήμερα, κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα δέχονται χορηγίες η τέχνη και η υγεία, κανείς δεν φτιάχνει πια σχολεία».
«Δεν εξιδανικεύω τους ευεργέτες του παρελθόντος ούτε του παρόντος», μας λέει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Η ευεργεσία ήταν ένα είδος συσσώρευσης κοινωνικού κεφαλαίου χωρίς το οποίο δεν μπορούσε κάποιος να κάνει επιχειρήσεις ή πολιτική. Δεν γινόταν για την αγάπη της πατρίδας».
«Οι Αβέρωφ της Αιγύπτου λ. χ. είχαν το διακομιστικό έργο των στρατευμάτων του Ιμπραήμ όταν εκείνος επενέβη στην Πελοπόννησο. Και εν συνεχεία, έκαναν μεγάλες δωρεές. Θέλω να πω ότι είναι λάθος να βλέπουμε τους ευεργέτες με αυτήν την παλιά ρομαντική άποψη. Σήμερα, έχοντας διαβάσει Πιερ Μπουρντιέ και πολλούς άλλους στον 20ό αιώνα βλέπουμε περισσότερο αναλυτικά την στρατηγική της ευεργεσίας ως στρατηγική συσσώρευσης κοινωνικού κεφαλαίου, ως μέσο πρόσβασης σε μια χώρα, στην πολιτική της αλλά και στο φαντασιακό της ακόμη. Υπό αυτήν την έννοια, υπάρχουν και σήμερα ευεργέτες, γνωστά ιδρύματα».
Κι εδώ υπάρχει και μια βασική διαφορά σε σχέση με τους ευεργέτες του παρελθόντος σύμφωνα με τον Αντώνη Λιάκο: «Παλιά οι ευεργέτες είτε έχτιζαν κτίρια, είτε σχολεία, είτε αγόραζαν οπλικά συστήματα όπως το θωρηκτό Αβέρωφ. Τώρα η διαφορά είναι ότι δεν αγοράζουν οπλικά συστήματα αλλά και τείνουν περισσότερο στο να συγκροτήσουν κληροδοτήματα τα οποία διαχειρίζονται οι ίδιοι, σε σχέση με το παρελθόν που σε κάποιο βαθμό έβαζαν συνέταιρο και το κράτος. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και ευεργέτες που λένε ότι για να φτιάξουμε εμείς αυτό το έργο θα βάλουμε κάποια ευεργεσία αλλά θέλουμε να βάλει και το κράτος τα 3/4. Ετσι, γίνεται κατά κάποιο τρόπο ένα είδος PSI της ευεργεσίας».
Η κ. Χατζηιωάννου υπογραμμίζει και άλλη μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρο. «Εχει διαλυθεί ο κοινωνικός ιστός, δεν υπάρχει η έννοια της τοπικής πατρίδας αλλά και η έννοια του Σωτήρα. Το άτομο αντιλαμβάνεται διαφορετικά τη θέση του στην κοινωνία. Η ευεργεσία έδινε ταυτότητα στον απόδημο ελληνισμό. Ηταν η γέφυρά του».
Σ' αυτό το σημείο συμφωνεί με τον δικό του τρόπο και ο Αντώνης Λιάκος. «Εχει εξαφανιστεί η έννοια της παλιάς ομογένειας. Η νέου τύπου ομογένεια, δεν είναι η διασπορά εκείνη του 19ου αιώνα από τη Νότια Ρωσία ώς την Αίγυπτο. Τώρα, ναι μεν υπάρχει ένας οικουμενικός ελληνισμός αλλά έχει πάρα πολύ χαλαρές σχέσεις με το εθνικό κέντρο. Ο Τσακόπουλος π. χ. (Ελληνοαμερικανός μεγιστάνας) επενδύει στις ΗΠΑ δεν επενδύει στην Ελλάδα, γιατί το συμβολικό κεφάλαιο που κερδίζει είναι μέσα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι μια στρατηγική με λίγα λόγια. Η αυταπάρνηση ήταν ο ρομαντικός μύθος...».
Δωρεά που θυμίζει παλιά ευεργεσία
Η σημασία ενός εθνικού συμβολικού κεφαλαίου είναι μεγάλη. Σ' αυτό συμφωνούν και οι τρεις συνομιλητές μας. «Η Τριλογία των Αθηνών» λ.χ., «είναι το πιο φορτισμένο ιστορικά μέρος του ελληνικού χώρου μετά την Ακρόπολη. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό. Συχνά παίρνω τους μαθητές μου και τους κάνω επί τόπου μάθημα, για το πώς συγκροτείται το εθνικό συμβολικό», μας εξομολογείται ο Αντώνης Λιάκος. Ως τέτοια κίνηση, συμβολικού κεφαλαίου, πρέπει να ερμηνεύεται και η δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου που έχει αναλάβει όλα τα έξοδα (566 εκατ. ευρώ) για τις νέες εγκαταστάσεις της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Φαληρικό Δέλτα. Μια δωρεά που θυμίζει τις παλιές ευεργεσίες, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι μόλις τελειώσουν τα έργα, το Ιδρυμα θα παραδώσει τα κλειδιά και τη διαχείριση, στο κράτος.
Επίσης, όπως ανακοινώθηκε πριν από λίγες μέρες, το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προσφέρει το ποσό των 100 εκατομμυρίων ευρώ για να χρηματοδοτηθούν δράσεις και προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και υγειονομικής φροντίδας για την άμεση ανακούφιση των ευπαθών ομάδων (νεοάστεγοι, νεόπτωχοι, άνεργοι κ. λπ.) αλλά και στην εκπαίδευση των νεότερων γενεών, ως πρόληψη και επένδυση στο μέλλον της Ελλάδας. Η δωρεά θα εκταμιευθεί εντός μιας τριετίας και θα διοχετευθεί σε Μη Κερδοσκοπικούς Οργανισμούς για συγκεκριμένα έργα, με αυστηρά κριτήρια και συνεχή επιτήρηση.
4) Ομογενείς Εθνικοί Ευεργέτες του 19ου αιώνα
Ξεφυλλίζοντας στην Παπαχαραλάμπειο βιβλιοθήκη της Ναυπάκτου την ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα Ώρα, η οποία εξεδίδετο από 10.11.1875 μέχρι 9.11.1889, προσκείμενη στον Χαρίλαο Τρικούπη, ανακαλύπτω έναν ελληνισμό απλωμένο σ’ όλα τα σημεία της υφηλίου, ακμαίο και σφριγηλό, εξωστρεφή και αγωνιστικό, δημιουργικό και αξιοθαύμαστο, με το βλέμμα όμως και το μυαλό στραμμένα στο μικρό βασίλειο της Ελλάδος, τόσο που ένας Γάλλος περιηγητής του 19ου αιώνα, όπως σημειώνει η καθηγήτρια Βασιλική Θεοδώρου, παρατηρούσε: «Η Ελλάδα έχει δύο ταμεία: ένα για να συλλέγει τους φόρους οι οποίοι επιβάλλονται από τους νόμους στους κατοίκους του Βασιλείου και ένα για να συλλέγει τις ειδικές εισφορές που επιβάλλονται, όχι από τον νόμο, αλλά από το πατριωτικό αίσθημα στην περιουσία πολλών Ελλήνων, οι οποίοι κατοικούν εκτός Ελλάδος».
Οι Έλληνες της διασποράς και οι ευεργέτες του 19ου αιώνα αλλά και του 20ού, αυτοί οι υπέροχοι Έλληνες, υπήρξαν ένα μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια Ιστορία.. Στις «Ειδήσεις» όμως της Ώρας παραλείπονται οι μεγάλοι και πασίγνωστοι ευεργέτες, όπως ο μετσοβίτης βλάχος Γ. Αβέρωφ από τον οποίον, όπως γράφει ο Στρατής Τσίρκας, και από την απίστευτη γενναιοδωρία του, εμπνεύστηκε ο Κ. Καβάφης τις αθάνατες «Θερμοπύλες» του ή ο επίσης βλάχος Νικόλαος Δούμπας, ο οποίος κυριάρχησε στην πολιτιστική ζωή της αυτοκρατορικής Βιέννης, στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, και δεκάδες άλλοι ηπειρώτες, βλάχοι, χιώτες, κεφαλλονίτες, ανδρειώτες, μακεδόνες, σμυρνιοί, θεσσαλοί και ρουμελιώτες. Θα παραθέσω λοιπόν «Ειδήσεις» της Ώρας, από τις οποίες αναδεικνύεται ένας ελληνισμός ο οποίος έχει κερδίσει, σε παγκόσμιο επίπεδο, κύρος, υπόληψη, τιμή και αξιοπιστία.
Οι υπέροχοι αυτοί Έλληνες της διασποράς, μακριά από την κρατική υπόσταση του ελλαδικού χώρου, μακριά από την βαλκανική σκόνη της Αθήνας, αναδεικνύουν σε ύψιστο βαθμό τις διαχρονικές αρετές του Έλληνα. Εμπορικό δαιμόνιο, αγωνιστικότητα, εξωστρέφεια, επιχειρηματικότητα, εργασιακό ήθος αλλά και λιτότητα, αποφυγή επίδειξης, απεριόριστη αλληλεγγύη προς την πατρίδα, τόσο που, το 1867, ο Γάλλος Εδμόνδος Αμπού έγραφε για τον αιγυπτιώτη ελληνισμό, «αυτός ο μικρός καταπληκτικός λαός, που εργάζεται και πετυχαίνει παντού, εκτός από την πατρίδα του». Ύστερα ήρθαν οι χρόνοι της μεταπολίτευσης, που από την μέθη της αισιοδοξίας κατρακύλησαν στην πιο μαύρη απογοήτευση.
Οι άσωτοι, λοιπόν, καιροί της μεταπολίτευσης εξαφάνισαν ολοσχερώς τις αρετές αυτές και ανέδειξαν τη χώρα πρωταθλήτρια, σε διεθνές επίπεδο, σε αναξιοπιστία και ανυποληψία. Έτσι, όλες αυτές τις δεκαετίες, ένα κακό, μια γάγγραινα φθείρει και καταστρέφει τη χώρα. Η κουλτούρα της μεταπολίτευση, υπήρξε ολέθρια για τον λαό. Διέλυσε το κράτος και αποδόμησε αρχές και αξίες και εξετόπισε πλήρως την αίσθηση του καθήκοντος, λοιδωρήθηκε ακόμα και ο πατριωτισμός και απαξιώθηκε η ιδιωτική πρωτοβουλία, ο νόμος και η τάξη. Παραφράζοντας τον Μαρξ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ελληνική ιστορία δεν γνώρισε άλλη περίοδο, τόσο μίζερη, μικρόψυχη, θλιβερή, με τόσο ταπεινές βλέψεις όσο αυτή της μεταπολίτευσης.
Έτσι, η κοινοβουλευτική ζωή βουτήχτηκε στην μετριότητα και ιδιοτέλεια χωρίς καμιά δυναμική πνοή, καμιά τολμηρή ιδέα, κανένα εξαιρετικό παράστημα. Τα σλόγκαν και τα συνθήματα αντικατέστησαν την πολιτική. Kυριάρχησαν πομπώδεις πομφόλυγες του στυλ «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα», «επανίδρυση του κράτους», «τιμημένα νιάτα και περήφανα γηρατειά». Την κύρια και προέχουσα ευθύνη την φέρνουν άφρονες, φαύλοι και ανεύθυνοι πολιτικοί, οι οποίοι επικράτησαν με βαρύγδουπα συνθήματα, καλλιέργησαν μύθους και ιδεοληψίες και επένδυσαν μέχρι υστερίας στον λαϊκισμό.
Έτσι εμπεδώθηκε ένα καθεστώς βαθειάς ανομίας και πλήρους παρακμής, μακριά από τον ορθό λόγο και την κοινή λογική, αλλά και από την πολύτιμη ορθόδοξη παράδοση, η οποία τόσο συνέβαλε στην ανάδειξη των υπέροχων Ελλήνων της διασποράς. Η μεταπολίτευση επεδίωξε μια πλαστή και εφήμερη ευημερία και υποθήκευσε ¬–χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ– το μέλλον της χώρας. Μήπως λοιπόν έφτασε η εποχή της πτώσης της Τροίας;Τα πικρά μηνύματα του Αλεξανδρινού φαντάζουν επίκαιρα.
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία.
Επάνω Στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν, κ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος και η Εκάβη κλαίνε
Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι αυτός που μας κατευθύνουν οι Έλληνες εργάτες της Αλεξάνδρειας του 1876, οι οποίοι, το περίσσευμα των μόχθων τους δεν το επένδυσαν σε «ταξικούς αγώνες» αλλά για τις ανάγκες της αγαπημένης τους πατρίδας, γιατί οι περισσότεροι από αυτούς, όπως γράφει ο μεγάλος συμπολίτης τους ποιητής: Έτσι μικρός από την πατρίδα έφυγε Που αμυδρώς θυμούνταν την μορφή της.
Μα μες στην σκέψι του την μελετούσε πάντα Σαν κάτι ιερό που προσκυνώντας το πλησιάζεις, Σαν οπτασία τόπου ωραίου, σαν όραμα Ελληνικών πόλεων και λιμένων Μπορεί λοιπόν «να γίνη πάλι κράτος δυνατό η Συρία;» Μπορεί, αρκεί να θυμόμαστε τους Έλληνες εργάτες της Αλεξάνδρειας του 1876 και αρκεί να εκπληρώσουμε την κρυφή και μεγάλη ελπίδα του θρυλικού ηπειρώτη και κορυφαίου ιεροφάντη του ελληνισμού, Γεωργίου Αβέρωφ. «Με καλείτε», έλεγε, «να έλθω στην Ελλάδα. Θα προτιμούσα μάλλον να διορθώνατε μερικά πράγματα. Πρέπει να σταθεροποιήσετε πρώτα την οικονομία σας. Πρέπει να οργανώσετε τον κρατικό σας μηχανισμό. Προβείτε στις μεταρρυθμίσεις αυτές και τότε, ίσως, με τη βοήθεια του Θεού, το πόδι μου να πατήση την πόλη αυτή, που αποτελεί το μοναδικό και ανεκπλήρωτο όνειρο της ζωής μου».
Οι Έλληνες του οφείλουν την πραγματοποίηση αυτών των προϋποθέσεων, για να «έλθη» στην πόλη των ονείρων του. Ακολουθούν οι «Ειδήσεις» της Ώρας: Ώρα, 2.6.1876: Αι ιταλικαί εφημερίδες πολλά πλέκουσιν εγκώμια υπέρ του Έλληνος Ιωάννου Σκυλίτση, τελευτήσαντος εσχάτως εν Λιβόρνω εν ηλικία ανθηροτάτη. Ο νέος ούτος Έλλην ήτο (λέγουσι) πρότυπον χρηστοηθείας, ευγενείας, φιλοπατρίας και φιλελεημοσύνης· τεκμήριον δε τούτου προφανές, ότι κατέλιπε 50.000 φράγκων υπέρ των εν Λιβόρνω πτωχών και 200.000 φράγκων προς ίδρυσιν αγαθοεργού καταστήματος εν Αθήναις. Ώρα, 7.5.1876: Απεβίωσεν εν Ρίω Ιανέιρω της Βραζιλίας ο αξιόλογος νέος κ. Ζήσιμος Αντύπας, Κεφαλλήν έμπορος, υπό κιτρίνου πυρετού προσβληθείς. Ώρα, 6.7.1876: Λέγεται ότι ο τραπεζίτης της βασιλομήτορος, κύριος Χριστάκης Εφένδης Ζωγράφος, τη συμπράξει και άλλων τραπεζιτών του Γαλατά συνωμολόγησε σημαντικόν δάνειον προς την κυβέρνησιν επί υποθήκη των πολυτίμων κοσμημάτων και σκευών του αποβιώσαντος Αβδούλ Αζίζ, ων η αξία εξετιμήθη εις δύο περίπου εκατομμύρια λιρών τουρκικών […] Ώρα, 23.8.1876: Εν Αλεξανδρεία υπάρχει σωματείον συγκείμενον εξ Ελλήνων εργατών επονομαζόμενον «Ελληνική Εργατική Εταιρεία». Το σωματείον τούτο έχει σκοπόν την αμοιβαίαν των μελών περίθαλψιν εν ώρα ασθενείας, είχε δε περίσσευμα εκ λιρών εβδομήκοντα. Εν τίνι των τελευταίων συνεδριάσεων το σωματείον παμψηφεί απεφάσισε να δωρηθή άπαν το περίσσευμα εις την υπέρ ιδρύσεως εθνικού στόλου επιτροπήν. Προς δε εσχημάτισαν επιτροπήν προς συλλογήν εράνων επί τω αυτώ σκοπώ. Ώρα, 11.9.1876: Ο αυτοκράτωρ πασών των Ρωσσιών προεβίβασε τον αρχίατρον της αυτοκρατορικής φρουράς των λογχοφόρων και ημέτερον ομογενή, κ. Γεώργιον Συμβουλίδην, εις το υπέρτατον παράσημον του λαιμού του Αγίου Βλαδιμήρου […] Ώρα, 28.4.1878: Οι εν Βηρυττώ Έλληνες απέστειλαν προς τον ενταύθα σύλλογον του Ερυθρού Σταυρού δραχ. 862, προς δε την επιτροπήν της Εθνικής Αμύνης δραχ. χιλίας. Ώρα, 2.6.1879:
Ο εν Καλκούτα αποκατεστημένος Έλλην έμπορος, κ. Γεώργιος Ρίζος, προσωρινώς δε διαμένων εν Ερμουπόλει, προσήνεγκεν εις το πτωχοκομείον της πόλεως ταύτης διακόσια φράγκα. Ώρα, 26.6.1879: Ο εξ Άνδρου Ιωάννης Τζοβανάκος, αποθανών εσχάτως εις Χαρτούμ της Αφρικής, ώρισεν όπως εκ της περιουσίας αυτού, συνισταμένης εις 680 λίρας αγγλικάς, τα μεν τρία τέταρτα δοθώσιν εις το ελληνικόν έθνος, το δε έτερον τέταρτον εις νοσοκομείον των Αθηνών. Εκτελεσταί της διαθήκης αυτού διώρισεν τους εν Χαρτούμ κ. Αθανασιάδην και Μπούλον Μπούτρον. Ώρα, 10.2. 1881: Εν Ρουμανία απεβίωσε την 26ην λήξαντος ο Δημήτριος Μαραθέας, εν τω ιδίω αυτού κτήματι Μπουσιουμένι, έξωθι του Βουκουρεστίου. Ο Δ. Μαραθέας, εκ Ναυπακτίας ορμώμενος, εγκατέστη εν Ρουμανία από το 1826, υπήρξε δ’ εις των ολίγων ομογενών οίτινες αποκτήσαντες πλούτον ανεδείχθησαν δι’ αυτού ευεργετικώτατοι. Ουδείς έλλην απροστάτευτος, ουδ’ επεκαλέσθησαν ποτέ επί ματαίω την γενναιοδωρίαν αυτού χάριν εθνικών σκοπών. Ώρα, 13.3.1882:
Ο περιώνυμος Λεσέψ εδωρήσατο εις την εν Σουέζ ελληνική κοινότητα ευρύ γήπεδον προς ανέγερσιν ιερού ναού. Ώρα, 27.4.1882: Ο εν Φολεστίω της Βασαραβίας αποκατεστημένος και εκ Δελβινακίου της Ηπείρου καταγόμενος κ. Νικολόπουλος προσήνεγκε 30.000 φράγκα προς ανέγερσιν Παρθεναγωγείου εν τη ιδιαιτέρα αυτού πατρίδι. Ο κ. Νικολόπουλος και άλλοτε απέστειλε δωρεάς εις Δελβινάκιον, γενναίον δε ποσόν υπέρ του εθνικού στόλου. Ώρα, 6.5.1882: Ο εν Αλεξανρεία κ. Δ. Τζίκας, εκτελεστής της διαθήκης του αποβιώσαντος ομογενούς Χρήστου Παϊκούλη εκ Κορυτσάς, απέστειλε τη επιτροπή του εθνικού στόλου, λίρας Αγγλίας 50. Ώρα, 8.7.1876: Η τεργεστεία εφημερίς Ανεξάρτητος εδημοσίευσεν μακράν εξ Αλεξανδρείας επιστολήν, εν η προς τοις άλλοις γράφει τα επόμενα περί της υπό της ελληνικής κυβερνήσεως αποστολής πλοίων εις Αλεξάνδρειαν. «Η ελληνική κυβέρνησις παρέσχε περιφανές φιλανθρωπίας παράδειγμα αποστείλασα πλοία εις Αλεξάνδρεια, όπως δωρεάν παραλάβωσιν ου μόνον τους Έλληνας υπηκόους, αλλά τους άπορους πάσης εθνικότητας, προνοήσασα άμα και περί των προς ζωοτροφίαν αυτών, διαρκούντος του ταξειδίου. Και σημειωτέον ότι η Ελλάς είναι πτωχόν κράτος, όπερ καθιστά την πράξιν αυτής θαυμασίαν και υψηλήν, ήτις θα καταλάβη μίαν των ωραιοτέρων σελίδων εν τη συγχρόνω ιστορία της Ελλάδος». Ώρα, 12.8.1882:
Ο εν Ρωσία αποβιώσας ομογενής Θεόδωρος Παύλου Ροδοκανάκης κατέλιπε 8.000 ρουβλίων υπέρ της σχολής και του νοσοκομείου Χίου, και 10.000 ρούβλια υπέρ των αγαθοεργών καταστημάτων Αθηνών. Έτερος δε ομογενής ο Γεώργιος Αθανασίου Κορώνης, εν Ρωσσία και ούτος αποβιώσας, εκληροδότησεν υπέρ των πενήτων της νήσου Πάτμου 6.000 ρούβλια. Ώρα, 31.8.1882: Ο εν Κωνσταντινουπόλει ομογενής κ. Γεώργιος Ζαρίφης προσήνεγκεν τω «Θρακικώ Συλλόγω» 1.200 οθωμανικάς λίρας προς αναπλήρωσιν των ελλειμμάτων άτινα παρουσίασαν κατά τα τελευταία έτη τα εν Φιλιπουπόλει Ζαρίφεια διδασκαλεία. Ώρα, 31.12.1882: Ο εν Μασσαλία ομογενής κ. Θεόδωρος Εμμ. Ροδοκανάκης προσήνεγκε πεντακισχίλια κατ’ έτος φράγκα, προς ανασύστασιν, εν Καισαρεία της Καππαδοκίας, ιερατικής σχολής εν τη μονή του Προδρόμου. Προ τινων ημερών εγένοντο τα εγκαίνια της σχολής ταύτης, ήτις απεκλήθη εκ του ονόματος του δωρητού «Ροδοκανάκειος Ιερατική σχολή». Ώρα, 2.4.1883 –
Εις την βουλήν της Ουγγαρίας συζητουμένου νομοσχεδίου περί μέσης εκπαιδεύσεως ηγέρθη το ζήτημα εάν η ελληνική δέον να διδάσκηται όπως και η λατινική εις τα Γυμνάσια. Η συζήτησις αύτη διήρκεσεν επί τρεις όλας ημέρας, η δε βουλή απεφήνατο υπέρ της διδαχής της ελληνικής δια πλειοψηφίας 68 ψήφων. Ώρα, 5.2.1885: Ο εν Μασσαλία ομογενής κ. Γ.Δ. Ζαφειρόπουλος απέστειλεν εις διάφορα φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα διακοσίας πέντε λίρας οθωμανικάς. Ώρα, 12.2.1885: Ο κ. Χριστάκης Ζωγράφος προσήνεγκεν εις την εν Κορσική ελληνικήν κοινότητα δωρεάν εκ τρισχιλίων φράγκων κατ’ έτος προς διατήρησιν αυτόθι ελληνικής σχολής. Ώρα, 24.6.1885: Απεβίωσεν εν Λειψία ο αυτόθι ομογενής Ναούμ Παπά. Διεκρίνετο ο αοίδιμος Ναούμ Παπά εν Λειψία ως αόκνως καλλιεργών την ανάπτυξιν του ελληνικού φρονήματος των αυτόθι ελλήνων, μετά πατριωτικού δε ενδιαφέροντος επροστάτευε τους αυτόθι έλληνας σπουδαστάς, πολλάκις δε δαψιλώς εβοήθησε τα εν τη δούλη Ελλάδι και τα εν Κωσνταντινουπόλει εκπαιδευτήρια.
Ώρα, 5.3.1886: Εν Κωνσταντινουπόλει απεσφραγίσθη εσχάτως η ιδιόχειρος διαθήκη του αποβιώσαντος ομογενούς Ζανή Στεφανόβικ, δι’ης καταλείπει εις το εθνικόν ημών Πανεπιστήμιον φρ. 40.000 και χιλίας μετοχάς του πατριωτικού δανείου, έτι δε 18.500 οθωμανικάς λίρας υπέρ διαφόρων εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών καταστημάτων και απόρων οικογενειών, εν οις 7.500 λιρ. υπέρ της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Γένους Σχολής, ανά 1.000 λίρας υπέρ των εθνικών της Κωνσταντινουπόλεως καταστημάτων, του Σκυλιτσείου νοσοκομείου εν Χίω και των σχολείων Χίου, καθώς και 400 λίρες υπέρ της αδελφότητος Ξηροκρήνης.
5) Χαιρετισμός στην εκδήλωση για την «Ημέρα Μνήμης των Εθνικών μας Ευεργετών»
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα, για να τιμήσουμε τους Έλληνες Ευεργέτες που, με την αγάπη τους για την πατρίδα, προσέφεραν στον τόπο αξίες όπως ο ανθρωπισμός, η φιλοπατρία, η κοινωνική αλληλεγγύη και ο πολιτισμός.
Τιμούμε εκείνους τους ανθρώπους, που σε εποχές δύσκολες για τον τόπο, έδωσαν μεγάλο μέρος ή ακόμα και ολόκληρη την περιουσία τους για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους και στη συνέχεια για την αναγέννηση της χώρας μας.
Στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη αλλά και στην ανατολική Μεσόγειο τον 19ο αιώνα και αρχές του 20ου, η αδυναμία των Ελλήνων αστών να ενσωματωθούν μέσα στα κράτη που κατοικούν αυξάνει την επιθυμία τους για ενίσχυση του εθνικού τους κέντρου και κατ’ επέκταση της αστικής εικόνας της πρωτεύουσας.
Έτσι, οι ευεργέτες δρουν σε μια ευρεία γεωγραφική κλίμακα, με ποικιλία οικονομικών δραστηριοτήτων (εμπόριο, ναυτιλία, βιομηχανία, τραπεζικό, χρηματιστικό, εφοπλιστικό τομέα, κλπ…) αποκτούν δε κοσμοπολίτικη αντίληψη που τους δίνει την δυνατότητα να είναι ανοιχτοί σε νέες ιδέες. Είναι λοιπόν επόμενο να επηρεαστούν από τα ιδεολογικά ευρωπαϊκά ρεύματα του 18ου και 19ου αιώνα. Οι ευρωπαίοι, παράλληλα με την έννοια του έθνους προωθούν και αυτήν της παιδείας, στάση που θα επηρεάσει καθοριστικά τους Έλληνες. Πράγματι οι εκπρόσωποι της ανερχόμενης ελληνικής εμπορικής τάξης, κάτω από την επίδραση του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, θα χρηματοδοτήσουν υποτροφίες, ίδρυση σχολείων και έκδοση βιβλίων. Η ευεργεσία λοιπόν πέρα από τις συναισθηματικές ανάγκες των ευεργετών έρχεται να καλύψει ανάγκες κοινωνικής αναγνώρισης, ανάγκες οικονομικής και κοινωνικής επικράτησης σε μια ελεύθερη πατρίδα, ανάγκες πολιτικής συγκρότησης του ελληνισμού καθώς και μορφωτικές ανάγκες των Ελλήνων.
Τα δημόσια κτήρια που άρχισαν να χτίζονται στην Αθήνα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στους εθνικούς μας ευεργέτες. Πίσω από σχεδόν κάθε μεγάλο δημόσιο έργο στην Αθήνα κρύβεται ένας δωρητής, ένας εθνικός ευεργέτης. Με χρήματα των Ελλήνων της διασποράς κτίστηκαν και λειτουργούν ενδεικτικά το Πολυτεχνείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη, η Ριζάριος Ακαδημία, το Καλλιμάρμαρο (Παναθηναϊκό Στάδιο), το Ζάππειο Μέγαρο, το Εθνικό Αστεροσκοπείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η Μητρόπολη των Αθηνών και άλλα πολλά…
Μόνο κατά την εικοσαετία 1900-1920, καταγράφονται 3962 δωρεές και κληροδοτήματα για την ενίσχυση των εθνικών αναγκών και την κατασκευή κοινωφελών έργων.
Μην ξεχνάμε ότι με τις δωρεές και τα κληροδοτήματα των ομογενών μας, η Αθήνα έγινε από μικρή επαρχία μεγάλη πρωτεύουσα.
Όμως, όπως και η κοινωνία εξελίσσεται και αλλάζει, έτσι και η έννοια της ευεργεσίας έχει αλλάξει μορφή: ενώ παλαιότερα, η ευεργεσία εννοείτο ως ώθηση της εθνικής «αναγέννησης» και ως επιταχυντής της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, σήμερα ο σημερινός «ευεργετισμός» έχει πάρει, εκτός από τις προηγούμενες μορφές, και τη μορφή της εθελοντικής εργασίας καθώς ενσαρκώνει έναν πιο «μάχιμο» ανθρωπισμό.
Φέτος, θα έχουμε την ευκαιρία να τιμήσουμε έναν σημαντικό ευεργέτη και ξεχωριστό άνθρωπο, τον Ιωάννη Βαρβάκη μέσα από την καινούργια ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, «ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Ο Βαρβάκης, ως ιδρυτικό στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, μπορεί σε πολλούς από εμάς να φαντάζει ήρωας άλλων εποχών. θα μπορούσε όμως κάλλιστα να ανήκει στο σήμερα.
Σήμερα, που η χώρα μας βιώνει δύσκολες μέρες και βρίσκεται μπροστά σε νέες προκλήσεις λόγω συγκυριών, θα έπρεπε να αποτελεί μέρος της κεντρικής μας πολιτικής, να αναδεικνύουμε, μέσα από το παρελθόν αλλά και το παρόν, την αναλλοίωτη αξία της ευεργεσίας και της προσφοράς.
Εκτός από τους επώνυμους εθνικούς ευεργέτες που κατέγραψε η Ιστορία, μην ξεχνάμε και τους χιλιάδες ανώνυμους που με το έργο και τη ζωή τους προσέφεραν και αυτοί στην πατρίδα μας.
Η βασική προϋπόθεση πάντως για να γεννήσει μια κοινωνία ανώνυμους και επώνυμους ευεργέτες είναι η διαρκής, επίμονη, μακροχρόνια, πολυεπίπεδη προσπάθεια από όλους, δηλαδή τόσο από την συντεταγμένη πολιτεία όσο και από την κοινωνία των πολιτών, να έχουμε ως αδιασάλευτο στόχο, την επαναφορά στην κοινωνία, ιδανικών όπως η προσφορά, η ταπεινοφροσύνη, η ανιδιοτέλεια, η κοινωνική αλληλεγγύη, ο πολιτισμός. Ιδανικά που έχουν άμεση σχέση με την ουσιαστική παιδεία μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους, στοχεύουν στο ΕΜΕΙΣ και όχι στο ΕΓΩ και έτσι δίνουν βαθιά ικανοποίηση στον καθένα ξεχωριστά.
Αξίζει λοιπόν, για όλα αυτά, κάθε τιμή σε εκείνους τους ιδεολόγους της ζωής , επώνυμους και ανώνυμους που διαχρονικά και ποικιλότροπα, υπηρέτησαν με την προσφορά και το έργο τους την πατρίδα μας.
Τιμούμε σήμερα ανθρώπους με υψηλό αίσθημα φιλοπατρίας, φιλανθρωπίας, κοινωνικής αλληλεγγύης, οι οποίοι, σε εποχές μεγάλων στερήσεων, συνέβαλλαν στην προσπάθεια του ελληνικού έθνους να ορθοποδήσει και δίδαξαν με το δικό τους τρόπο την προσφορά στην Πατρίδα, τον άνθρωπο, την Παιδεία και τον Πολιτισμό δωρίζοντας σημαντικό μέρος ή ακόμη και ολόκληρη την περιουσία τους. Η ευεργεσία αποτελεί έμπρακτη εκδήλωση συμπαράστασης προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Πηγάζει από το αγνό αίσθημα φιλαλληλίας χωρίς υπολογισμό ή σκοπιμότητα. Είναι κοινωνική δράση με τεράστιο μέγεθος.
Η ευεργεσία προς την πόλη και κατ’ επέκταση προς το λαό της, θεσμοθετείται αρχικά στην αρχαία Αθήνα με τις υποχρεωτικές «λειτουργίες».
Ο Χριστιανισμός συνέχισε και αναβάθμισε την κοινωνική αυτή αρετή, αναδεικνύοντας την πνευματική της διάσταση. Δεν δρα πλέον ο πολίτης για τους συμπολίτες του αλλά ο χριστιανός για κάθε συνάνθρωπο αδελφό του.
Δεν το κάνει αυτό για να θεωρηθεί καλός πολίτης, αλλά για να θεωρηθεί παιδί του Θεού, γιατί «Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεώ».
Έμπρακτη εφαρμογή της ευεργεσίας, από χριστιανικής πλευράς, αποτελούν οι διαθήκες των εθνικών ευεργετών, οι οποίοι, στο σύνολό τους, ήταν βαθιά θρησκευόμενοι και κοινωνικά καλλιεργημένοι άνθρωποι. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας λ.χ. ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της εποχής του, αρχίζει την διαθήκη του ως ακολούθως: «επιθυμών κατά χριστιανικόν και κοινωνικόν καθήκον ….» Από τη μελέτη των διαθηκών προκύπτει αβίαστα ότι πολλοί ευεργέτες πίστευαν πως τα αγαθά, τα οποία με τόσες θυσίες και κόπους απέκτησαν δεν ανήκαν αποκλειστικά στους ιδίους, αλλά ότι ο θεός τους έταξε ως διαχειριστές αυτών των αγαθών.
Και επειδή το πιστεύειν είναι τρόπος ζωής και όχι ιδεολόγημα για τα μέλη της Εκκλησίας, προσφέρουν θυσιαστικά και με χαρά, στην φτώχεια των συνανθρώπων τους στην δυστυχία, τον πόνο, την αγραμματοσύνη, την πάσης μορφής υποδούλωση, συμπονώντας τους πονεμένους και ελαφρύνοντας τον ζυγό τους με στόχο την απελευθέρωση. Απελευθέρωση από όλα τα παραπάνω, αλλά και από τον κατακτητή συνάμα.
Κίνητρό τους είναι η αγαθοεργία, η ευεργεσία προς την Πατρίδα αλλά και προς τον συνάνθρωπο, η αγάπη προς τη γενέθλια γη, η νοσταλγία,
η συμπάθεια και ο πόνος προς την πάσχουσα ομογένεια, η βαθιά πίστη στο Θεό και η συνέπεια προς τις αρχές του Ευαγγελίου με το οποίο είναι γαλουχημένοι και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ψυχής τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διαθέτουν αφιλοκερδώς τις περιουσίες τους για αγαθούς σκοπούς, χωρίς να τους το επιβάλλει καμία κρατική εξουσία. Ευεργετούν διακριτικά, χωρίς να επιζητούν την εφήμερη δόξα και την τιμή, δαπανώντας τεράστια ποσά και αφήνοντας ως κληρονομιά αθάνατα έργα στους τόπους που τους φιλοξενούν, αλλά και στους τόπους καταγωγής τους.
Τα περισσότερα και πιο λαμπρά δημόσια κτίρια που χτίζονται στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οφείλονται, κατά κύριο λόγο σε εθνικούς ευεργέτες. Σχεδόν κάθε μεγάλο δημόσιο έργο έχει ένα δωρητή, έναν εθνικό ευεργέτη. Τον Αβέρωφ, τον Αγγελόπουλο, τον Αρσάκη, το Βαρβάκη, τον Ευγενίδη, το Ζάππα, τους Ζωσιμάδες, το Μαρασλή, τους Μπενάκηδες, τον Παπαστράτο, τους αδελφούς Ριζάρη, το Σιβιτανίδη, το Σίνα, το Σκυλίτση, το Σούτσο, το Σταύρου, το Στουρνάρα, το Συγγρό, τον Τοσίτσα, τον Χαροκόπο, το Χατζηκυριάκο, τον Χατζηκώνστα, τον Χριστόπουλο, και τόσους άλλους. Καθένας και ένα όραμα, μια ισχυρή θέληση πρωτοβουλίας, μια προσωπική ιστορία, που συμπλέκεται με όλες τις άλλες, διαμορφώνοντας τη μεγάλη, τη συνολική ιστορία του εθνικού ευεργετισμού, την ευγενέστερη έκφραση αγάπης για την Ελλάδα. Και είναι η ιστορία αυτή ατελεύτητη, καθώς δεν περιορίζεται μόνο στην εποχή που ο Ελληνισμός είχε τεράστιες ανάγκες.
Συνεχίζεται και στη νεότερη ιστορία, με σημαντικά έργα και προσφορές. Με δράσεις που επιβεβαιώνουν τη θέληση των Ελλήνων που ζουν, εργάζονται και μεγαλουργούν σε όλο τον Κόσμο, να συμβάλουν στην πρόοδο του Τόπου και την ενίσχυση του Οικουμενικού Ελληνισμού.
Εκτός από την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών των συμπατριωτών τους, με την ενίσχυση των φτωχών, την ανέγερση και καλλωπισμό ναών, τη σύσταση φιλανθρωπικών και κοινωνικών ιδρυμάτων, την ανέγερση σχολείων, έριξαν το βάρος στη διάδοση των φώτων της παιδείας, διαδίδοντας τον Εθνικό διαφωτισμό. Η κατασκευή σχολείων, νοσοκομείων, ακόμη και η δωρεά εξοπλισμού υπέρ των εθνικών αγώνων, βοήθησε σε δύσκολα χρόνια τον τόπο μας να προχωρήσει και να αναπτυχθεί. Τα Ιδρύματά τους αναπτύσσουν έντονη κοινωφελή και πολιτισμική δραστηριότητα. Πολλά τέτοια Ιδρύματα λειτουργούν ανελλιπώς ακόμη και σήμερα. Θα λειτουργούσαν ακόμη περισσότερα αν πολλά κληροδοτήματα δεν παρέμεναν, για διάφορους λόγους, αναξιοποίητα ή με όχι χρηστή διαχείριση.
Στα Νησιά μας, οι ευεργέτες στήριξαν διαχρονικά με όλες τους τις δυνάμεις την Εκπαίδευση, τα Γράμματα, τον Πολιτισμό, τον συνάνθρωπο και απετέλεσαν τον κύριο μοχλό διατήρησης της ταυτότητάς μας.
Η Χίος κατέχει εξέχουσα θέση στην παράδοση της εθνικής ευεργεσίας, αφού ανέδειξε σπουδαίους εθνικούς και τοπικούς ευεργέτες.
Τα προνόμια, τα οποία απολάμβανε το νησί λόγω της μαστίχας, η γεωπολιτική θέση του, και το ανήσυχο πνεύμα του Χιώτη για συνεχή αναζήτηση καλύτερων συνθηκών, βοήθησαν την ανάπτυξη πλούτου στη Χίο.
Στο ξερό και άγονο έδαφος της Χίου φύτρωσε το πλούσιο δέντρο της ευεργεσίας και πρόσφερε άφθονους τους καρπούς του ιδιαίτερα στα χρόνια της πικρής σκλαβιάς. Από φτωχές οικογένειες οι περισσότεροι μα με φλογερή πίστη και ελπίδα μέσα τους, φεύγοντας από τη φτώχεια και τη σκλαβιά και θέλοντας να αναπνεύσουν ελεύθερα, παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς, μπαρκάροντας σε ποντοπόρα πλοία, ή εργαζόμενοι μέρα - νύχτα σε κάθε είδους εργασία σε ξένες χώρες. Σκοπός τους να επιβιώσουν και να μπορέσουν κατόπιν να βοηθήσουν τους δικούς τους που έμειναν πίσω στην άγονη και ταλαιπωρημένη από πολέμους και ανέχεια πατρίδα τους. Μετά από σκληρή εργασία, και αφού απέκτησαν πλούτο έχουν σαν πρώτες προτεραιότητές τους, την Ορθοδοξία, την Παιδεία και τον Πολιτισμό και συμβάλλουν ενεργά στην προσπάθεια να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας στον παροικιακό χώρο. Ιδρύουν Σχολεία, Ορφανοτροφεία, Νοσοκομεία και Γηροκομεία. Επιδιώκουν (και καταφέρνουν) να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής των μελών της παροικίας, αλλά και να κρατηθεί αλώβητος και να αναδειχθεί ο πολιτισμικός χαρακτήρας της κοινότητας.
Οι καραβοκύρηδες και οι έμποροι, Ψαριανοί, Εγνουσιώτες, Καρδαμυλίτες, Βρονταδούσοι, Χωραΐτες, Καμπούσοι, Νοτιοχωρούσοι, από όπου και αν βρισκόταν, στην Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, το Κάιρο, την Μασσαλία, το Λονδίνο, την Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, είχαν πάντα στο μυαλό τους να βοηθήσουν την ενορία, το χωριό, το νησί, την πατρίδα τους. Να επισκευάσουν ή να κτίσουν νέο σχολειό ή εκκλησιά. Να φροντίσουν το ορφανό, το γέροντα και τον φτωχό.
Ενδεικτικά αναφέρουμε μεγάλους Ευεργέτες της Χίου:
ΒΑΡΒΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΕΛΕΝΑ, ΒΟΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΚΑΡΡΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, ΚΟΡΑΗΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ, ΛΑΙΜΟΣ ΣΠΥΡΟΣ και ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΛΑΙΜΟΥ ΜΑΡΙΑ, ΛΙΒΑΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΛΙΒΑΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ, ΛΥΡΑΣ ΜΑΡΚΟΣ, ΜΙΧΑΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΜΠΕΝΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΒΙΡΓΙΝΙΑ και ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΠΑΤΕΡΑΣ Διαμαντή ΙΩΑΝΝΗΣ, ΡΑΛΛΗΣ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, ΣΚΥΛΙΤΣΗΣ ΖΑΝΝΗΣ, ΣΥΓΓΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ, ΧΑΤΖΗΠΑΤΕΡΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, ΧΩΡΕΜΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ και πολλοί άλλοι.
Ενδεικτικά αναφέρουμε Ευεργέτες του Βροντάδου:
Οικογένεια Ανδρεάδη: Ανδρεάδειο Γυμνάσιο Βροντάδου, Δημαρχείο Βροντάδου, Ερειθιανή, ΠΕΚΕΒ, Μουσείο, Ευαγγελίστρια. Τιμήθηκαν με το Αξίωμα της Αριστίδην μέλους της Βασιλικής Γερουσίας και το Μεγαλόσταυρο του Γεωργίου Α’.
Οικογένεια Βενιάμη: Εξ ολοκλήρου ανέγερση του Νηπιαγωγείου Παναγίας Ερειθιανής, Στήριξη απόρων οικογενειών, Αρωγοί στις ανάγκες του Δημοτικού Σχολείου Παναγίας Ερειθιανής και άλλων Σχολείων.
Οικογένεια Ευσταθίου: ΠΕΚΕΒ και χρηματικά ποσά σε Νοσοκομεία, σχολεία, ναούς, οργανισμούς κλπ.
Οικογένεια Λω: Όρμος Λω, ΠΕΚΕΒ, Στάδιο Νίκος Λως, δωρεές σε ΦΟΒ, Άγιο Γεώργιο Βροντάδου, Μητρόπολη Χίου, Εξωραϊσμό Πυργίου και Εμποριός, Ναυτικό Μουσείο Χίου.
Οικογένεια Μαργαρώνη: Γνωστή Αρχοντική Οικογένεια του Βροντάδου, από τις παλαιότερες οικογένειες καραβοκύρηδων αλλά και επιστημόνων που κατοίκησαν στη Χίο από το 1821 μέχρι και σήμερα και διέπρεψαν παράλληλα στο εξωτερικό. Μαργαρώνηδες συναντάμε και στους απελευθερωτικούς αγώνες της Χίου κατά των Τούρκων. Η Οικογένεια Μαργαρώνη, μετά από ενέργειες του διευθυντή του σχολείου Μάρκου Ψώρα, ανέλαβε το 1960, ολόκληρη τη δαπάνη ανέγερσης του Δημοτικού Σχολείου (Αγίου Μάρκου) Βροντάδου. Συνέβαλε οικονομικά στην κατασκευή γέφυρας στον Άγιο Μάρκο. Κατέθεσαν χρήματα, οι τόκοι των οποίων διατίθεντο για ενίσχυση των αριστούχων μαθητών της ενορίας του Αγίου Μάρκου. Ήταν δωρητές της Εκκλησίας του Αγίου Μάρκου και Διέθεσαν Χρηματικά ποσά στη μονή Μερσινιδίου. Η γενναιοδωρία τους επεκτάθηκε στο Οικουμενικό πατριαρχείο, το Δικηγορικό σύλλογο Πειραιά (με υποτροφίες για αριστούχους δικηγόρους) και αλλού. Δια Βασιλικού διατάγματος απενεμήθη στο Χριστόφορο και Παντελή Μαργαρώνη ο Χρυσούς Σταυρός του Φοίνικα για το έμπρακτο ενδιαφέρον τους για την Παιδεία.
Μιχαληνός Ζωρζής και Γεώργιος: Εμπορική Σχολή της Χίου, Υδραγωγείο Βροντάδου, Γηροκομείο, Βιβλία στη Βιβλιοθήκη Κοραή, χορηγίες σε πολλά Σχολεία και Ιδρύματα.
Ξενιός Ζαννής: Φιλανθρωπίες, κοινωφελείς σκοπούς, Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου.
Μιχαήλ και Σταματία Ξυλά Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο.
Οικογένεια Φαφαλιού: Φαφάλειο Στάδιο, ΦΟΒ, ΠΕΚΕΒ, Παναγία Μούτσαινα, Ναυτικό μουσείο Χίου.
Οικογένεια Χανδρή: Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού, Ψηφιδωτά Νέας Μονής, Αναδάσωση, ΠΕΚΕΒ.
Οικογένεια Χατζηπέτρου: Δωρεές στον Άγιο Μάρκο, στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Μάρκου και σε έχοντες ανάγκη.
Εκτός από τις πλούσιες Οικογένειες τον οβολό τους έδιναν συντεχνίες επαγγελματιών και απλοί ιδιώτες. Αναγείρουν και ενισχύουν Σχολεία, Βιβλιοθήκες, Νοσοκομείο, Λωβοκομείο, Γηροκομείο, Μαιευτήριο, Ορφανοτροφείο, Κοινωφελή Ιδρύματα, Γυμναστήρια και Παιδικές χαρές. Η χιακή ευποιία αγκάλιασε πρώτα από όλα την εκπαίδευση. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, (Δημοτικά, Γυμνάσια, Ναυτικές σχολές) έδωσαν τη δυνατότητα στους νέους της Χίου, των Ψαρών και των Οινουσσών να μορφώνονται και κατ’ επέκταση να καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις στα πλοία. Δεν είναι πια μόνο ναύτες και λοστρόμοι, αλλά Μηχανικοί και Καπετάνιοι. Μαζί με την αύξηση των αποδοχών τους ανεβαίνει και το βοιωτικό επίπεδο των νησιών.
Οι σημερινοί δωρητές και εθνικοί ευεργέτες των Νησιών μας είναι άξιοι συνεχιστές του έργου των προγόνων μας. Ντόπιοι και ομογενείς, άτομα, οικογένειες, σύλλογοι, συνεχίζουν τις αγαθοεργίες τους προς το τόπο. Στηρίζουν την παιδεία, την Υγεία, τον αθλητισμό, τον πολιτισμό, τις υπηρεσίες του κράτους. Στηρίζουν όσους βρίσκονται σε δύσκολες ώρες και προσφέρουν σπουδές σε άπορους φοιτητές και σπουδαστές. Σε χίλια δυο αιτήματα μικρά ή μεγάλα δείχνουν καθημερινά το αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης. Νεώτεροι εφοπλιστές, όπως ο Λουκάς Κτιστάκης, Ο Παναγιώτης Τσάκος, η οικογένεια Φράγκου και πολλοί άλλοι συνεχίζουν το έργο των παλαιοτέρων, προσφέροντας χορηγίες σε Ιδρύματα, Σχολεία και άπορες οικογένειες. Όμως, το μέγιστο καλό της προσφοράς προς την κοινωνία, μικρού, μεγάλου ή πολύ μεγάλου ποσού, δεν είναι αυτή καθεαυτή η προσφορά των χρημάτων αλλά κυρίως η ενέργεια, το καλό παράδειγμα, η ανταπόκριση σε κάτι κοινωνικά αναγκαίο ή επείγον, που σαν αποτέλεσμα έχει, το δυνάμωμα της κοινωνικής συνοχής.
Οι Ευεργέτες αποτελούν για το έθνος μας μέγα ηθικό κεφάλαιο και δικαιούνται μαζί με τους πολεμικούς ήρωες και τους πνευματικούς μας φωστήρες της τιμής και της ευγνωμοσύνης όλων μας.
Στην συγκυρία που ζούμε, η τιμή στους εθνικούς μας ευεργέτες και η συνειδητοποίηση της αξίας τους μας υπενθυμίζει ότι αυτό που φαίνεται ως κυρίαρχο πρόσωπο των Ελλήνων τα τελευταία χρόνια δεν είναι το αληθινό μας πρόσωπο.
Αρκεί να κοιτάξουμε στις παρακαταθήκες που μας άφησαν οι πρόγονοί μας για να βρούμε τους θησαυρούς που ψάχνουμε στα τρένα της δήθεν «προόδου» και του δήθεν «εκσυγχρονισμού» που συνεχώς κυνηγάμε και συνεχώς χάνουμε.
Ευτυχώς, γιατί αυτά τα τρένα έχουν ως αφετηρία τον εγωισμό και την απληστία και προορισμό το μηδέν.
Ας μην μας πτοούν, λοιπόν, οι εξωτερικές απειλές, ας εξακολουθήσουμε να φυλάμε εθνικές Θερμοπύλες ακούγοντας ξανά τα λόγια του Χριστού: «Εν τω κόσμω έξετε θλίψιν αλλά θαρσείτε, εγώ τον κόσμον νενίκηκα».
Μαζί Του μπορούμε να νικήσουμε και εμείς, συλλογικά και προσωπικά.
Διαβάστηκε 2242 φορές Κατηγορία Νεοελληνική Γλώσσα (Γ)
Ρουμπελάκη Ανθή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου