Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Ο Μπλάκι
Στο Πόρτο Χέλι ήρθα για μια επίσκεψη, αλλά τελικά κόλλησα από τότε. Μέχρι τώρα έχουν περάσει σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια, αφού το πρώτο καλοκαίρι ήταν το 1981. Αν το δεις μόνο ποσοτικά είναι περισσότερα χρόνια από τα χρόνια που έχω ζήσει στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Βόλο. Βεβαίως εκείνα τα λιγότερα χρόνια είναι αυτά που με σημάδεψαν. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι φίλο, με την ουσιαστική σημασία που έχει αυτός ο όρος, που να προέρχεται από αυτή την περιοχή, ντόπιο δηλαδή, δεν αξιώθηκα ή καλύτερα δεν επεδίωξα να αποκτήσω.
Όταν τα οικονομικά της οικογένειας άρχισαν να καλυτερεύουν ενδιαφέρθηκα να εξασφαλίσω στις γυναίκες μου, αλλά και στον εαυτό μου γι’ όσο χρόνο μου επέτρεπαν οι επαγγελματικές απασχολήσεις, καλύτερες συνθήκες διακοπών, κυρίως τα καλοκαίρια, όταν έκλειναν τα σχολεία και η υπόλοιπη οικογένεια μπορούσε να φύγει απ’ την Αθήνα. Έτσι αρχικά νοικιάσαμε ένα σπίτι.
Εδώ κάναμε νέες γνωριμίες με ανθρώπους που είχαν δικά τους εξοχικά σπίτια. Οι αφορμές ήταν τα παιδιά που συναντιόνταν στη θάλασσα και ταίριαζαν πάνω στο παιχνίδι. Αυτό έγινε αφορμή για να αρχίσει το δέσιμο και των μεγάλων. Κοινές έξοδοι στους θερινούς σινεμάδες και σε μια από τις πολλές ταβέρνες και τα εστιατόρια της περιοχής. Αλλά και γλέντια στα ίδια τα σπίτια μέχρι το πρωί. Τραγούδια, ανέκδοτα, ομαδικά παιγνίδια και το απαραίτητο φαγοπότι μέχρι σκασμού. Εκείνη την εποχή σίγουρα ήμουν πρωταγωνιστής σε κάτι τέτοια.
Η παρέα που δημιουργήθηκε ήταν αποκλειστικά από παραθεριστές που είχαν αφετηρία την Αθήνα. Υπήρξε κάποιο δέσιμο, με άλλους περισσότερο κι άλλους λιγότερο. Μια από τις οικογένειες ήταν το ζευγάρι ο Γιώργος κι η Φρίντα που είχαν ήδη δικό τους σπίτι σε ευρύχωρο οικόπεδο και μεγάλωναν τα δυο παιδιά τους. Ο Γιώργος ήταν ενδιαφέρουσα περίπτωση από πολλές πλευρές. Χρόνια ανεμοδαρμένος στις θάλασσες, αφού ήταν μηχανικός του εμπορικού ναυτικού. Ήρεμος άνθρωπος, καλός οικογενειάρχης, Μυτιληνιός στην καταγωγή, είχε ένα σημαντικό και χρήσιμο χαρακτηριστικό. «Έπιαναν» τα χέρια του σε οποιοδήποτε τεχνικό ζήτημα, ήξερε όλες τις τέχνες κι οι συμβουλές του ήταν πάντα καίριες και λυσιτελείς. Σ’ όλη την καριέρα της επαγγελματικής του απασχόλησης ένα ήταν τ’ αφεντικό του: Ο Σταύρος Νιάρχος. Στα δικά του καράβια δούλεψε κι όταν πέρασαν τα χρόνια των ταξιδιών στις θάλασσες τον διόρισε τεχνικό διευθυντή στο ιδιόκτητο νησάκι του, τη Σπετσοπούλα. Συμπληρώνοντας τα απαιτούμενα χρόνια έγινε συνταξιούχος του ΝΑΤ. Μα επειδή τα παιδιά μεγάλωναν, μαζί κι οι ανάγκες τους, συμπλήρωνε το εισόδημά του συνεχίζοντας να εργάζεται, αφού ο Νιάρχος εκτιμώντας τις γνώσεις του τον απασχολούσε στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά που εκείνη την εποχή ήταν δικά του.
Αυτά τα χρόνια αγόρασε απέναντι από τις Σπέτσες ένα οικόπεδο κι εκεί έχτισε ένα εξοχικό σπίτι, όπου όλη η οικογένεια περνούσε το καλοκαίρι. Όταν τα ναυπηγεία πέρασαν στον έλεγχο του κράτους, ο Γιώργος δεν μπορούσε να συνεχίσει να εργάζεται εκεί. Έτσι έμεινε για λίγο χωρίς δουλειά. Η περίσσια ενεργητικότητά του όμως δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Μες στο Πόρτο Χέλι άνοιξε μαγαζί που πουλούσε ό,τι μπορείς να φανταστείς. Στην αρχή ναυτιλιακά προϊόντα, αλλά σύντομα κι όλα τα είδη κιγκαλερίας και υλικών για τους τεχνίτες και οικοδόμους σε μια περιοχή που η ανοικοδόμηση κι η ανάπτυξη ήταν στις δόξες της. Από μια συμπληρωματική κατ’ αρχήν απασχόληση πολύ σύντομα το μαγαζί απορρόφησε όλο το χρόνο του, γιατί όλοι, ακόμα κι οι ντόπιοι εκτίμησαν τις γνώσεις του και την πλήρη αφοσίωση στην εργασία του και τον προτιμούσαν στις αγορές τους.
Μια νύχτα σ’ ένα από τα γλέντια που κάναμε στην αυλή του σπιτιού του μου λέει:
« Άντε, ρε Λευτέρη, πάρε το διπλανό οικόπεδο να χτίσεις εδώ σπίτι να είμαστε κοντά. Γιατί να νοικιάζεις ξένα σπίτια;»
Ήδη είχα φύγει από το πρώτο σπίτι που είχα αρχικά νοικιάσει στην παραλία του λιμανιού, ενοχλημένος από το θόρυβο που χρόνο με το χρόνο γινόταν κι εντονότερος κι είχα μετακομίσει σε άλλο που βρισκόταν στο εσωτερικό της περιοχής. Ήμουν σε πολλή καλή διάθεση- στο τσακίρ κέφι που λένε- και με μια ανεξήγητη βεβαιότητα λέω στη γυναίκα μου.
«Ντόρα, αύριο πάτε με το Γιώργο να συζητήσετε με τον Τσιρτσίκο»
Ο Τσιρτσίκος ήταν ο ντόπιος ιδιοκτήτης της γύρω περιοχής και με ενδιέφερε να μάθω την τιμή και τους όρους πληρωμής. Πράγματι, έτσι κι έγινε. Χρηματικό απόθεμα δεν υπήρχε, αλλά με μια μικρή, για μέτρα μου, προκαταβολή κι ένα μεγάλο αριθμό από γραμμάτια, αγοράσαμε το πρώτο κομμάτι γης που ήταν λίγο πάνω από δυο στρέμματα. Βόγκηξα μέχρι να το ξεχρεώσω. Αυτή η μέθοδος με γραμμάτια ήταν πολύ διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Σε συμφωνία μ’ έναν εργολάβο της περιοχής έριξα τη βάση του σπιτιού λίγο αργότερα. Είχαμε ήδη μπει στο 1986. Το εγχείρημα να αρχίσω το χτίσιμο του σπιτιού ήταν με τα δεδομένα της εποχής πολύ δύσκολο. Δεν ήθελα λυόμενο, αλλά χτιστό και μόνιμο σπίτι. Συμπληρωματικόςς αρωγός στο πρώτο αναγκαίο ποσό για την έναρξη των εργασιών ήταν η οικονομική βοήθεια του πατέρα της Ντόρας, του Φώκου Βέττα. Ευτυχώς γι’ αυτόν πρόλαβε να χαρεί, σχεδόν μια εικοσαετία τις καλοκαιρινές διακοπές κάτω από την απόλυτη φροντίδα και προσοχή της μοναχοκόρης του, γεγονός που το χάρηκε δεόντως, αλλά και το εκτίμησε άλλο τόσο.
Το χτίσιμο ενός σπιτιού, από την αρχή, είναι μια δύσκολη υπόθεση. Οι χρηματικές ανάγκες ατέλειωτες, τα έκτακτα έξοδα συνεχώς μπροστά σου. Η διαχείριση των οικοδόμων-τεχνιτών και των μαστόρων, που τις περισσότερες φορές δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους, που για να γλυτώσουν έξοδα κάνουν τσαπατσουλιές και κακοτεχνίες, που αναζητούν ευκαιρία να σ’ εξαπατήσουν ήταν μια από τις δυσκολότερες αποστολές κι ευτυχώς η Ντόρα την ανέλαβε και την έφερε, όσο ήταν δυνατόν, σε πέρας.
Στις αρχές του 1990 μπήκαμε μέσα στο δικό μας σπίτι, δηλαδή σ συμπληρώνουμε μέσα σ’ αυτό 26 χρόνια ζωής.
Ένα εξοχικό είναι μια μαύρη τρύπα που συνεχώς θέλει τα τακτικά αλλά κι έκτακτα έξοδά του. Αναγκαίες βελτιώσεις, διόρθωση των προηγούμενων κακοτεχνιών, συνεχείς ζημιές και βλάβες, νέα σειρά λογαριασμών κοινής ωφέλειας δεν σ’ αφήνουν στιγμή να πάρεις ανάσα. Όμως μην είμαι άδικος κι αγνώμων. Τελικώς στο ισοζύγιο κυριαρχούν τα καλά. Σ’ αυτό το σπίτι πέρασα υπέροχες μέρες, κουβαλάω ένα βουνό όμορφες αναμνήσεις και τελικά τώρα που είμαι συνταξιούχος ο χρόνος μου ισομοιράζεται ανάμεσα στην Αθήνα και το Πόρτο Χέλι.
Μέσα στ’ άλλα μ’ έπιασε και μια ευχάριστη συνήθεια. Παιδί της πόλης δεν είχα στην παιδική μου ηλικία τις εμπειρίες της αγροτικής ζωής κι έτσι για συνηθισμένα ίσως σε άλλους φαινόμενα προσωπικά τ’ απολαμβάνω με την ικανοποίηση του πρωτόπειρου. Από όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας κι άλλες χαρακτηριστικές τοποθεσίες της, πήρα σπόρους από δέντρα και καλλωπιστικούς θάμνους και τους φύτεψα σε γλαστράκια. Αρκετοί από αυτούς ευδοκίμησαν. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα σε καθημερινή βάση τη δύναμη που κρύβει μέσα του ένα σποράκι. Πώς μέρα με τη μέρα μεγαλώνει και γίνεται ολόκληρο δέντρο. Μέσα στο κτήμα μου, που εντωμεταξύ μεγάλωσε με την αγορά της διπλανής έκτασης υπάρχουν δέντρα και θάμνοι από το χώρο της Ακρόπολης, του Κεραμικού, της Αρχαίας Αγοράς, του Φιλοπάππου, του Εθνικού Κήπου, του Λυκαβηττού. Μες το μυαλό μου κυκλοφορεί η ιδέα να βάλω σε καθ’ ένα απ’ αυτά μια ταμπέλα με τον τόπο προέλευσής του, αλλά ακόμα δεν το έχω κάνει. Τώρα πλέον τα χρόνια δε μου επιτρέπουν να φροντίζω μόνος μου τον κήπο. Κάποιος οικονομικός μετανάστης ανέλαβε το καθήκον μαζί με τα γύρω σπίτια
Ο Γιώργος μέσα στις άλλες αρετές του είχε κι ιδιαίτερα χόμπι. Πάντα έναν τουλάχιστον σκύλο σαν φύλακα στο σπίτι και ένα απλό σκάφος που ήταν η μεγάλη του αγάπη. Παρά την κούραση, παρά τα συνεπαγόμενα έξοδα σχεδόν πάντα είχε ένα πλεούμενο που μοιραζόταν με τους φίλους του για ημερήσιες εκδρομές και μπάνια σε απρόσιτες ακτές, για νυχτερινά ψαρέματα. Ήταν άνθρωπος ειδικής ανθρώπινης αντοχής. Με τον Γιώργο περάσαμε όμορφες βραδιές. Ο παρελθοντολογικός χρόνος που χρησιμοποιώ υποδηλώνει ότι ο Γιώργος δεν είναι πια μαζί μας. Τόσα χρόνια στα αμπάρια των μηχανών- φυλακές με αμίαντο- υπέσκαψαν ανεπανόρθωτα την υγεία του. Έγινε κι αυτός ένα ακόμα θύμα του σύγχρονου θεριστή της ζωής των ανθρώπων: Του καρκίνου!
Όμως ας επανέλθω στην αρχική μου επιδίωξη. Τον περιβάλλοντα χώρο, γύρω απ’ το κτήμα, τον περπάτησα αρκούντως – τα προηγούμενα χρόνια- και γνώρισα κάθε γωνιά του.. Στις βόλτες αυτές των τόσων χρόνων έζησα τις συνεχείς αλλαγές του. Συνεχώς νέα σπίτια χτίζονται, συνεχώς νέοι φράκτες σηκώνονται που περιορίζουν τα μονοπάτια για ανεμπόδιστους περιπάτους. Σε αυτό δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είναι η «εξέλιξη» που εδώ έχει, όλα αυτά τα χρόνια, μια ταχύτητα μεγαλύτερη από το μέσο πανεθνικό όρο. Είναι και που η ικανότητα για περπάτημα έχει αρκερά περιοριστεί
Μια μέρα που ήταν σε εξέλιξη ο περίπατός μου, ακούω απελπισμένες γυναικείες φωνές να ζητάνε βοήθεια. «Κάτι σοβαρό και κακό θα συνέβη» είπα από μέσα μου. Έτρεξα προς την πηγή της αναστάτωσης κι ήταν το σπίτι του Γιώργου. Η γυναίκα του κι η μάνα της οδύρονταν δίπλα στον πεσμένο καταγής Μπλάκι. Το μπροστινό δεξί πόδι του ήταν άσχημα μπλεγμένο με το σύρμα του φράκτη. Στην απελπισμένη προσπάθειά του να απαλλαγεί έμπλεκε όλο και περισσότερο και το πόδι του είχε πληγιάσει. Ο Μπλάκι ήταν ένα πανέμορφο λυκόσκυλο, ψηλόσωμο, καλοταϊσμένο, ολοζώντανο.
Εδώ ας εξομολογηθώ την αμαρτία μου. Με τα σκυλιά δεν είχα στο παρελθόν πολλά πάρε- δώσε. Παιδί της πόλης δεν ήμουν εξοικειωμένος μαζί τους. Μάλλον τα φοβόμουν και λίγο. Με τα μόνα ζώα που είχα σχέση στο παρελθόν και τ’ αγαπούσα ήταν οι γάτες. Όταν έμπαινα προηγουμένως στο σπίτι είχα πάντα έναν ενδόμυχο φόβο μη με αρπάξει, αλλά ο κακομοίρης ποτέ δεν εκδήλωσε καμιά τέτοια πρόθεση. Μια εξαίρεση: Όταν έπεφτε καμιά γάτα στα δόντια του την καρύδωνε σε χρόνο μηδέν. Δυστυχώς !
Δεν έχω καμιά σχέση με τεχνικά ζητήματα και κάθε φορά που στο σπίτι χρειάζεται την επέμβαση τεχνίτη εκείνη που καθαρίζει είναι η γυναίκα μου. Όμως εκείνη την κρίσιμη στιγμή το μάτι μου έπεσε σε μια τανάλια που βρισκόταν εκεί κοντά. Με αποφασιστικότητα την πήρα στα χέρια μου κι έκοψα το σύρμα που κρατούσε το πόδι του. Ο Μπλάκι σήκωσε το κεφάλι με είδε και στη συνέχεια έπεσε λιπόθυμος. Τόση ώρα προσπαθώντας μάταια να ελευθερωθεί είχε πλήρως εξαντληθεί. Τότε έφτασε κι ο Γιώργος που είχε τηλεφωνικά ειδοποιηθεί, τον έβαλε στο αυτοκίνητο και κατευθείαν στον κτηνίατρο. Μετά την αναγκαία περίθαλψη επέστρεψε την επόμενη μέρα με τις γάζες και κουτσαίνοντας. Σε λίγες μέρες η περιπέτειά του είχε τελειώσει.
Η έκπληξη ήρθε αργότερα όταν μπήκα στο σπίτι του Γιώργου μετά την ανάρρωσή του. Για τον Μπλάκι τον προηγούμενο καιρό ήμουν ένας από τους συχνούς επισκέπτες του σπιτιού αδιάφορος γι’ αυτόν, χωρίς να ξέρει ίσως τον κρυμμένο φόβο που είχα για να τον πλησιάσω. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Μόλις κάθισα στην καρέκλα ήρθε κοντά μου, έβαλε τη μουσούδα του στο γόνατό μου και- δεν θα το πιστέψετε- με κοίταζε με λατρεία. Θα έχετε δει, φαντάζομαι, τα μάτια λατρείας που έχουν οι σκύλοι γι’ αυτούς που αγαπούν. Θυμόταν τον άνθρωπο που τον απελευθέρωσε από τα δεσμά του και τα ζώα είναι ανταποδοτικά όντα. Θέλουν να επιστρέψουν το καλό που τους έκανες. Από κει και πέρα εισέπραττα την αγάπη του κι ήταν φυσικό να τον αγαπήσω το ίδιο κι εγώ.
Ο κύκλος της ζωής είναι αδυσώπητος. Μετά από μερικά χρόνια ο Μπλάκι αρρώστησε από την νόσο καλαζάρ και τότε ακόμα δεν είχε αναπτυχθεί τρόπος θεραπείας της. Με βαριά καρδιά ο Μπλάκι μπήκε στη διαδικασία της ευθανασίας. Πολλοί τον έκλαψαν εδώ γύρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου