Παρασκευή 22 Απριλίου 2016


    

                                       Η Μάνα μου





    Η Μάνα μου ήταν περίπτωση. Για να θεμελιώσω αυτόν τον ισχυρισμό μου ας επικαλεστώ δυο στοιχεία της. Πρώτον δεν είχε πάει καθόλου σχολείο. Δεν ήξερε ούτε την υπογραφή της να βάζει, δεν ήξερε καθόλου να διαβάζει. Όπου κι όποτε χρειαζόταν να υπογράψει κάποιο επίσημο έγγραφο ή τη μισθοδοτική κατάσταση για τα χρόναι που εργαζόταν «έβαζε σταυρό». Το ίδιο και η παλαιοημερολογίτισσα μάνα της η κόνα Μαριγώ. Ήταν ένα μεγάλο μειονέκτημα για τη Μάνα, που της στέρησε πολλές χαρές και η εξήγηση του πρέπει να αναζητηθεί στην εποχή και τον τόπο που μεγάλωσε, στην κυρίαρχη αντίληψη των απομονωμένων κοινωνιών για τη χρησιμότητα της γυναικείας εκπαίδευσης, αλλά συγχρόνως και τις πολύ περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της δικής της οικογένειας

  Κυκλοφορεί μια αντίληψη ότι οι πρόσφυγες, φιλομαθείς πράγματι και φιλοπρόοδοι, είχαν πάει στα καλύτερα σχολεία, ξέρανε τα Γαλλικά τους και ίσως  λίγο πιάνο. Μέσα στα σπίτια τους είχαν όλα τα απαιτούμενα ενός νοικοκυριού και ήταν γεμάτες γνώσεις μαγειρικής και των πιο εξεζητημένων συνταγών. Όμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Βεβαίως υπήρχαν προσφυγοπούλες με όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά. Αλλά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αφορούν την εποχή εκείνη μια μικρή μειοψηφία, όπως συνέβαινε και σ’ άλλους τόπους και αφορούσε οικογένειες με μορφωτική παράδοση, με κάποιο επαρκές οικονομικό επίπεδο και που είχαν την τύχη να μεγαλώνουν σε μεγάλα αστικά κέντρα, εκεί που υπήρχαν τα αναγκαία, αλλά περιορισμένα, παρθεναγωγεία.   Στη Μάνα μου έλειπαν σχεδόν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Έτσι στην κατάλληλη εποχή δεν πήγε στο σχολείο.

      Αργότερα με τις περιπέτειες της προσφυγιάς, με τη δημιουργία οικογένειας, με το συνεχές κυνηγητό από τα πολλά και σύνθετα προβλήματα της εποχής δε περίσσεψε χρόνος, αλλά ούτε και το αντίστοιχο πείσμα να αναπληρωθεί το κενό με δική της πρωτοβουλία. Ίσως να έχετε γνωρίσει το χαρακτηριστικό των ανθρώπων, που μη ξέροντας καθόλου γραφή κι ανάγνωση, προσπαθούν απεγνωσμένα να κρύψουν αυτή την αδυναμία τους και την ντροπή που νιώθουν, όταν αυτό γίνεται γνωστό και δε μπορεί να κρυφτεί.  Να σας ομολογήσω προσωπικά κάτι. Έκανα δυο φορές πιεστικές απόπειρες  να της μάθω εγώ τα βασικά, αλλά αυτή κλώτσαγε σαν πεισματικό μουλάρι. Στο τέλος δε κατόρθωσα τίποτα.

     Εδώ όμως χρειάζεται να υπενθυμίσω τα μεγάλα ποσοστά αναλφαβητισμού που είχε παλαιά η χώρα μας, ιδιαίτερα στο γυναικείο πληθυσμό. Το φαινόμενο ήταν πολύ διαδεδομένο κι είναι ανάγκη να τονιστεί, γιατί μερικά πράγματα που σήμερα είναι αυτονόητα μερικοί πιστεύουν ότι πάντα ήταν έτσι. Αυτό ήταν το ένα χαρακτηριστικό της Μάνας. Αντίθετα ο Πατέρας μου ήξερε ανάγνωση και γραφή. Κυρίως για δυο λόγους που λείπανε από τη Μάνα. Ήταν αγόρι και η οικογένειά του είχε μια κάποια περιουσιακή βάση, παρά το γεγονός πως γεννήθηκε και μεγάλωσε σε τόπο με λιγότερους κατοίκους από τη πόλη της Μάνας μου.

   Χρησιμοποιώ τις λέξεις «πόλεις» ενώ αυτοί όταν αναφέρονταν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους μιλούσαν για τα «χωριά» τους. Και οι τρεις έχουμε δίκαιο. Αυτοί μιλούσαν με τις παιδικές τους μνήμες κι εγώ με τις εικόνες που συνάντησα όταν τα τελευταία χρόνια έκανα μια τραυματική επίσκεψη στα χωριά τους. Το «χωριό» της Μάνας μου, η Μάνισα, έχει σήμερα πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους. Η αρχαία Μαγνησία, όπου ο Θαλής ο Μιλήσιος πρωτοανακάλυψε τον φυσικό μαγνήτη. Το «χωριό» του Πατέρα μου, το Αξάρ, έχει σήμερα πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες. Το όνομα είναι Ακ Χισάρ που στα ελληνικά σημαίνει Λευκός Πύργος. Κατά την επίσκεψή μου εκεί έμαθα ότι το Αξάρ είναι έδρα τοπικού Πανεπιστημίου και είναι η γενέτειρα και το πατρικό σπίτι, που ακόμα υπάρχει και προβάλλεται έξυπνα από τους ντόπιους, του πατέρα του Ωνάση.

  Τα ταξίδια μου στην Τουρκία ήταν από τα πρώτα ταξίδια έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Πάντα εκεί ένιωθα μια  ιδιαίτερη συγκίνηση, όλα γύρω σου θυμίζουν μεγάλες στιγμές του Ελληνισμού, βλέπεις γιατί οι κυρίαρχοι των παλαιότερων χρόνων διάλεξαν να αποικίσουν τους ευλογημένους αυτούς τόπους. Είναι χαρακτηριστική η εξής εντύπωση όταν για πρώτη φορά επισκεπτόμουν, το 1991, τη Μαύρη θάλασσα. Στην Ελλάδα ήταν σε ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της λειψυδρίας, υπήρχαν σκέψεις για μεταφορά νερού στην Αθήνα με δεξαμενόπλοιο κι εγώ μεσούντος του Αυγούστου καταμέτρησα ανάμεσα στη Σινώπη και την Τραπεζούντα 48 ποτάμια να κατεβάζουν αναξιοποίητους χιλιάδες τόνους νερού στη θάλασσα.

  Χαρακτηριστική είναι η συγκίνηση που ένιωσα όταν για πρώτη φορά μπήκα στην άδεια και βεβηλωμένη Άγια Σοφία. Θέλεις δε θέλεις τα δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια σου αναλογιζόμενος την ιστορική παρουσία χιλιάδων ανθρώπων μέσα σ’ αυτό το χώρο, τα αλλεπάλληλα γεγονότα που γνωρίζουμε από την ιστορία, που έχουν διαδραματιστεί μέσα κι έξω από την εκκλησία. Αλλά όχι μόνο εκεί παντού σε όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας συναντάς υπολείμματα από το παρελθόν της παρουσίας των Ελληνικών φύλων στα ονόματα των τοποθεσιών, στα ιστορικά μνημεία με τις Ελληνικές επιγραφές, στα κτίρια, αλλά και τους ανθρώπους. Από τα διάφορα επεισόδια που μου συνέβησαν σας μεταφέρω σύντομα το εξής χαρακτηριστικό.

   Μπαίνω μ’ ένα φίλο μου το 1991 σε ένα μικρό εστιατόριο της Τραπεζούντας και έρχεται ο μικρός του μαγαζιού να φέρει τα πρώτα απαιτούμενα. Ένα άδειο πιάτο, ένα πιρούνι κι ένα κουτάλι και το απαραίτητο ψωμί. Άγνωστο πως, κρατάω στα χέρια μου ένα φουντούκι, ίσως από την προηγούμενη επίσκεψή μας σ’ ένα αντίστοιχο μαγαζί, μεταφέροντας στο μυαλό μου ότι μια από τις πολλές ασχολίες των Ποντίων πριν τον ξερίζωμό τους ήταν και η καλλιέργεια φουντουκιών. Η συνεννόηση γίνεται σ’ έναν αχταρμά Αγγλικής, Τουρκικής και Ελληνικής γλώσσας. Εγώ μ’ ένα ύφος καρδινάλιου επιδεικνύοντας το φουντούκι λέω στο μικρό

  - Φιντίκ ε! Φιντίκ.

  Ο μικρός είναι ένας συμπαθητικός νεαρός γύρω στα δώδεκα με δεκατρία χρόνια. Παίρνει στα χέρια του το φουντούκι και αφού το περιεργάζεται λίγο με ήρεμη και σταθερή φωνή μου απαντάει σε άπταιστα Ελληνικά:

   Ναι, ναι. Είναι λεπτοκάρυον!

  Δεν χρειάζεται να περιγράψω την ανατριχίλα που με διαπέρασε σ’ όλο μου το κορμί και με συγκίνηση τον ρώτησα

  - Καλά, που ξέρεις αυτή τη λέξη;

   Και μου απάντησε

  - Μου την έμαθε η γιαγιά μου.

    Σε όλα τα μέρη που επισκέφτηκα στην Τουρκία ένιωθα γλυκιά συγκίνηση Με μια εκκωφαντική εξαίρεση. Όταν στο τελευταίο, μέχρι στιγμής, ταξίδι, το 2005, αποβιβαστήκαμε από το κρουαζιερόπλοιο στη πολύβουη και τεράστια πια Σμύρνη, όλη η παρέα με δική μου προτροπή, πήραμε δυο ταξί για να επισκεφτούμε τις ιδιαίτερες πατρίδες των γονέων μου. Η Μαγνησία πατρίδα της Μάνας μου είναι σαράντα χιλιόμετρα προς  τα μέσα στο εσωτερικό της χώρας και το Αξάρ άλλα σαράντα πιο μέσα. Ήμουν προετοιμασμένος, έχοντας στις τσέπες μου τα χαρτιά της ανταλλαγής όπου για το Αξάρ περιγράφεται η ενορία που ήταν το πατρικό σπίτι, η κτηματική περιουσία και το είδος των καλλιεργειών.   

  Όμως καθώς πλησιάζαμε τους προορισμούς μας, μέσα μου άρχισε να επικρατεί ένας πανικός, ένα πιεστικό αίσθημα φυγής, που άρχισε να με πνίγει. Δε μοιράστηκα αυτό το αίσθημα με κανέναν, ούτε και τη γυναίκα μου. Απλώς με κυρίευσε η αδημονία άντε να τελειώνουμε. Δεν μπορούσα να καταστρέψω μια εκδρομή που εγώ είχα προκαλέσει. Και από τις δυο πόλεις πήρα δυο χούφτες χώμα κι έφερα στην Ελλάδα, που χάρισα στην αδελφή μου όταν την είδα. Η μόνη χαρά που θυμάμαι από αυτή την ημερήσια εκδρομή ήταν όταν πλησιάσαμε το Αξάρ είδαμε τεράστιες εκτάσεις με αμπέλια. Και η σοδιά της σταφίδας ήταν απλωμένη να ξεραθεί. Συνεχιζόταν λοιπόν η παράδοση. Σε αυτή τη φάση, με απλωμένη τη σταφίδα στα κτήματα, τα παράτησαν όλα οι δικοί μου. Στη Μαγνησία χάρισα σ’ ένα παιδάκι το καπέλο που είχα μαζί μου, και σ’ ένα γεράκο το κομπολόι μου. Τα χαρτιά που είχα μαζί μου δεν τα έβγαλα καθόλου από την τσέπη και κανείς δεν έμαθε ότι τα είχα μαζί μου ακόμα κι η στενή παρέα. Ήταν η μοναδική φορά που στις επισκέψεις μου στην Τουρκία δοκίμασα το αίσθημα του πανικού.

  Ένα, χαρακτηριστικό στοιχείο λοιπόν της Μάνας ήταν ο αναλφαβητισμός της. Σημαντικό γι’ αυτήν μειονέκτημα, που από την αρχή στένεψε τους ορίζοντες των γνώσεων της. Οι μόνες εικόνες είναι οι εικόνες που συνάντησε στο χωριό της. Μέχρι σχεδόν τα είκοσι χρόνια της έζησε μια περιορισμένη ζωή στη γενέτειρά της με βασικές ασχολίες το νοικοκυριό του σπιτιού και την καλλιέργεια του μικρού κλήρου γης που κατείχε η οικογένεια  και με δυσκολία έβγαζε τα προς το ζην. Μια συνηθισμένη φτωχική αγροτική οικογένεια στις δυο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.

    Και ξαφνικά, με τον ξεριζωμό του ορθόδοξου Ελληνόφωνου στοιχείου της Μικράς Ασίας  έρχονται τα πάνω κάτω. Μέσα στην ίδια περίοδο έχουμε τον αφανισμό των αντρών της οικογένειας, του πατέρα Παντελή και του μοναδικού και πρωτότοκου αδελφού Δημητρού, που με την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη ξύπνησαν μέσα του οι μνήμες της φυλετικής του καταγωγής και από πατριωτικό καθήκον κατατάχθηκε αμέσως στις τάξεις του Ελληνικού στρατού να ενισχύσει τις γραμμές του. Πρωτάρης, αγύμναστος αλλά και αμέριμνος για τη ζωή του έπεσε αμέσως στο πεδίο των μαχών και είναι από τα πρώτα καταγεγραμμένα θύματα αυτής της αλόγιαστης περιπέτειας.

  Τρεις μόνες κι έρημες γυναίκες ακολουθούνε το ποτάμι της αποχώρησης του Ορθόδοξου Χριστιανικού πληθυσμού και το καραβάνι αυτό μετά από τραγικές λεπτομέρειες και αιματηρές απώλειες περνάει όπως- όπως στη μητέρα Ελλάδα. Οι δικές μου, μετά κάποιους ενδιάμεσους σταθμούς σε άλλους προσωρινούς τόπους, βρίσκονται τελικώς πρόσφυγες στο Βόλο.

     Μετά από όλα αυτά θα φανταζόταν κάποιος ότι η Μάνα μου θα διαπνεόταν από το μίσος με τους κακούς και δολοφονικούς Τούρκους που της αφάνισαν την οικογένεια, που την έδιωξαν από το τόπο της. Όμως για τη Μάνα μου δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα. Πάντα για τους Τούρκους μίλαγε με τρυφερότητα κι αγάπη κάτι που εμένα με θύμωνε γιατί οι γνώσεις που έπαιρνα στο σχολείο άλλα λέγανε. Εκείνη το χαβά της

    - Δε φταίνε οι Τούρκοι! Με αυτούς τα πηγαίναμε μια χαρά. Οι Τσέτες τα κάνανε όλα!

  Αργότερα έδωσα μόνος μου μια πιθανή εξήγηση αυτού του απόλυτου ισχυρισμού της.

Η Μάνα δεν είχε υπόψη της το γενικότερο ιστορικό περιβάλλον, ούτε τις δυνάμεις που αντικειμενικά κινούν τα νήματα των ιστορικών εξελίξεων. Ο κόσμος της ήταν ο μικρόκοσμος που ζούσε. Στα μάτια της είχε την ειρήνη κι ομόνοια που επικρατούσε ανάμεσα στη Μωαμεθανική και τη Χριστιανική κοινότητα. Μια ισορροπία συμβίωσης οικοδομημένη σε έναν άγραφο κατάλογο κανόνων κοινής διαβίωσης, που ο βασικότερος ήταν «δεν μπερδεύεται η μια κοινότητα στα χωράφια της άλλης».

  Με αυτή την έννοια είχε κι η Μάνα το δίκαιο της.

      Στην πράξη τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Ίσως μέσα στον ιστορικό χρόνο να ήταν αναπόφευκτες αυτές οι εξελίξεις κι ο τελικός ξεριζωμός, μόνο που η χοντροκομμένη δική μας επεκτατική, άφρονη και αιματηρή επέμβαση επιτάχυνε τις εξελίξεις. Η βία απαντάται με βία και σχεδόν πάντα με έναν πολλαπλασιαστικό τρόπο. Εδώ να διευκρινισθεί κάτι που έχει με τον καιρό ξεχαστεί.   

       Στη Μικρά Ασία όλοι ήταν Τούρκοι υπήκοοι υπό την εξουσία  του Σουλτάνου, απλώς υπήρχε μια πολυάριθμη ομάδα Ελληνικής καταγωγής, κατά μεγάλο ποσοστό Ελληνόφωνη, γιατί υπάρχει και η καραμανλίδικη ομάδα που ήταν Τουρκόφωνη. Όποιος ήθελε να κρατήσει το θρήσκευμα του έπρεπε, μετά την κατάρρευση του μετώπου, να φύγει. Στην πορεία οι ευκαιρίες για αρπαγές και λεηλασίες, για άνομη υφαρπαγή ξένων περιουσιών, έφεραν ομάδες τουρκικών φύλων από την Ανατολία που έκαναν τις υπερβάσεις που περιγράφουν οι ιστορικοί για την περίοδο των διωγμών. Αυτοί είναι οι Τσέτες της Μάνας μου.

     Όσο κι αν αποφεύγω να το παραδεχτώ, η αντίληψη της Μάνας μου για τους Τούρκους μ’ έχει επηρεάσει κι εμένα. Σαν επαλήθευση αυτού του γεγονότος είναι οι μικρές ατομικές εμπειρίες που έχω με Τούρκους από τις επισκέψεις που μέχρι στιγμής έχω κάνει στην Τουρκία. Ο απλός Τούρκος είναι καρντάσης, πονόψυχος, φίλος. Όταν μαζεύονται πολλοί μαζί η ιστορία διδάσκει ότι έχουμε πρόβλημα.

  Αυτές είναι οι αφετηριακές παρακαταθήκες της Μάνας.

  Κι όμως!

    Αυτή η ορφανή γυναίκα, χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο, αντίθετα με υποχρεώσεις της δικής της μάνας της και της μικρότερης αδελφής της παντρεύτηκε ένα κοντοχωριανό της που γνώρισε όμως στα χρόνια της απόλυτης στέρησης στο Βόλο, γέννησε πέντε παιδιά τα μεγάλωσε με αξιοπρέπεια, χωρίς να ζητήσει ελεημοσύνη από πουθενά με την εργασία τη δική της αλλά και του άντρα της.

      Οι δυσκολίες της ζωής την ψήσανε, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης την εμψύχωσε κι όποτε χρειάστηκε, σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, έδειξε έναν αξιοζήλευτο ρεαλισμό κι ένα μεγαλείο ψυχικής δύναμης. Αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που θέλω να αναφέρω περιγράφοντας τη Μάνα.  Αναλογιζόμενος σήμερα τα συμβάντα μέσα στην πορεία της ζωής της αναρωτιέσαι θέλεις δε θέλεις ποιος της δίδαξε αυτές τις συμπεριφορές. Μια βολική απάντηση για έναν θρησκευόμενο άνθρωπο θα ήταν «Τη φώτισε ο θεός». Για έναν άλλο που δεν ικανοποιείται από τέτοιου είδους απαντήσεις, ποια είναι η λύση σ’ αυτόν το γρίφο;

  Στους μαθητές μου από παλαιά έλεγα μια φράση που την πίστευα και την πιστεύω

  - Οι άντρες είναι το ισχυρό φύλο, γιατί οι γυναίκες είναι το πανίσχυρο.

  Δεν το έλεγα για να κολακέψω τα κορίτσια, που σίγουρα τους άρεσε να το ακούν από το δάσκαλό τους. Το έλεγα γιατί το πίστευα. Και αρχική αφετηρία για αυτήν την πεποίθηση είναι το παράδειγμα της κυρά Δέσποινας, της Μάνας μου. Αργότερα μου το επαλήθευε συνεχώς η ζωή.

  







  Φεβρουάριος 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου