Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Απόσπασμα από ευρύτερη εργασία με τον τίτλο
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’60
Μέσα από τις εμπειρίες και τη ματιά του Λευτέρη Τσίλογλου
( Σύντομα θα δημοσιευθεί στο διαδίκτυο ολόκληρη)
1. Εισιτήριες εξετάσεις – 1960
Ήταν οι τελευταίες ημέρες στην ογδόη τάξη του 2ου γυμνασίου Βόλου. Εκ των πραγμάτων οι πιο συχνές συζητήσεις γίνονταν για τα σχέδια του καθενός μετά την αποφοίτηση. Όλοι γύρω του είχαν κάτι να πουν. Λίγοι, γιοι κυρίως επώνυμων οικογενειών της πόλης με τη φροντίδα και των γονέων τους, είχαν διαλέξει πανεπιστήμια σε πόλεις του εξωτερικού. Οι περισσότεροι θα πήγαιναν στις δυο μεγάλες πόλεις - Αθήνα και Θεσσαλονίκη - να κάνουν το καλοκαιρινό εντατικό πρόγραμμα των φροντιστηρίων, έχοντας προτιμήσεις σε σχολές. Ακόμα οι επαρχιακές πόλεις δεν είχαν αξιόπιστα φροντιστήρια να συγκρατήσουν, όπως γίνεται τώρα, τους μαθητές στη γενέθλια πόλη. Επιπροσθέτως οι εξετάσεις γίνονταν τις έδρες των σχολών, που υπήρχαν μόνο στις δυο αυτές πόλεις.
Σε όλες αυτές τις συζητήσεις ο Λευτέρης ήταν μόνο ακροατής. Μέχρι τότε δεν είχε σκεφθεί το πρόβλημα και οι πληροφορίες του πάνω στο θέμα ήταν σχεδόν μηδενικές. Ήταν φυσικό να νιώθει μια πίκρα για τη μειονεκτική του θέση. Ένα καταπιεσμένο αίσθημα ζήλιας τον επισκέφτηκε και εγκαταστάθηκε στο μυαλό του. Στη συνέχεια μέσα του γεννήθηκε ένα πείσμα που όλο μεγάλωνε κι αποκτούσε μπόι. Αυτός γιατί να μην έχει ένα αντίστοιχο όνειρο; Γιατί να μη σχεδιάζει τα επόμενα βήματα της ζωής του ;
Κάθισε μόνος του να εξετάσει τα αντικειμενικά στοιχεία και ν’ αξιολογήσει τις δυνατότητές του. Όλα τα χρόνια είχε καλές επιδόσεις στα μαθήματα. Οι βαθμοί του ήταν αρκετά πάνω από το μέσο όρο των συμμαθητών του. Εκεί που υστερούσε ήταν οι απαιτούμενοι υλικοί όροι. Εκεί έπρεπε να προσανατολίσει τη σκέψη του και ν’ αρχίσει την προσπάθεια. Να ψάξει να βρει μια λύση. Από τους δικούς του δεν περίμενε τίποτα, πέρα από την ηθική στήριξη. Έπρεπε ο ίδιος να βρει μια άκρη.
Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια αναγωγή σ’ εκείνη την εποχή. Τότε για να δώσει ένα παιδί εξετάσεις έπρεπε να πληρώσει το δικαίωμα συμμετοχής, τα ονομαζόμενα εξέταστρα. Για ένα επαρχιωτόπουλο υπήρχαν προφανή επιπλέον προβλήματα. Εισιτήρια να πάει στην Αθήνα, εξασφάλιση κατοικίας για ύπνο, διατροφή και τα μικροέξοδα της καθημερινής μετακίνησης. Αυτά έπρεπε ο ίδιος να τα εξασφαλίσει. Το πώς, ας το βρει κι ας το λύσει μόνος του. Ο άντρας της πρώτης του ξαδέλφης Νότας, ο Σκοτεινιώτης ήταν λογιστής στα ψυγεία ΕΨΑ της Αγριάς. Τον βρήκε αμέσως και του εξήγησε τι θέλει απ’ αυτόν. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, την άλλη κιόλας μέρα του είπε: - Είναι η εποχή που στα ψυγεία αποθηκεύονται τα αχλάδια κρυστάλλια του Πηλίου και χρειάζονται έκτακτους εργάτες. Η δουλειά είναι βαριά και πρέπει πρωί-πρωί να είσαι στην Αγριά. Έχεις τα κότσια για να τα βγάλεις πέρα; Θα σε προτείνω αν μου πεις ότι δε θα κιοτέψεις. Έχω ένα πρόσωπο εκεί πέρα και δε θέλω να το διασύρω.
Όχι! Όχι! Να με προτείνεις. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα, του απάντησε με πίστη ο Λευτέρης.
Σε λίγες μέρες τον ειδοποίησαν να πάει. Ήδη τα σχολεία είχαν κλείσει και οι περισσότεροι συμμαθητές του είχαν φύγει για τους προορισμούς τους, εδώ και μέρες. Μια κουβέντα ήταν ότι η δουλειά θα ήταν εύκολη. Μετά μιας μέρας δουλειάς το σώμα του ήταν πιασμένο και ο πόνος ήταν παντού και δυνατός. Έσφιξε τα δόντια και συνέχισε χωρίς να πει πουθενά πόσο υποφέρει. Ευτυχώς σε μια εβδομάδα συνήθισε τους νέους όρους ζωής. Κι όχι μόνο. Δέχτηκε να κάνει και δυο ώρες υπερωρία. Οι όροι της αμοιβής ήταν οι εξής: Μεροκάματο 48 δραχμές και για την υπερωρία 8 δραχμές την ώρα. Στο τέλος είχε μαζέψει κεφάλαιο που ξεπερνούσε τις 1000 δραχμές. Με τη μεσολάβηση τρίτου ατόμου, εξασφάλισε από τον τότε δήμαρχο της Ν. Ιωνίας Απ. Βολίδη επιπλέον 500 δραχμές. Ο οικονομικός παράγοντας έτσι λύθηκε κατ’ ευχή. Ενδιάμεσα έγραψε γράμμα στην πρώτη του ξαδέλφη Στέλλα Ηλιού, αν θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει για το διάστημα που θα χρειαζόταν. Η γραπτή άμεση απάντηση ήταν θετική. Τότε η Στέλλα καθόταν στην Καλλίπολη του Πειραιά.
Σε λίγους μήνες θα συμπλήρωνε τα 20 χρόνια του και τα ταξίδια έξω από το Βόλο ήταν αφάνταστα φτωχά. Με τις σχολικές κατασκηνώσεις και αυτές του εργαζόμενου παιδιού είχε πάει στην Πορταριά, στον Άγιο Λαυρέντη, στα Λεχώνια και τη Σκόπελο. Με τη μάνα του στην Αιδηψό για να κάνει εκείνη τα λουτρά στις ιαματικές πηγές, Στο Ρυζόμυλο που παντρεύτηκε η αδελφή του και με τη Χριστιανική Αγωγή στο Βελεστίνο, τη Λάρισα και την Κοζάνη. Τώρα για πρώτη φορά θα έκανε μεγάλο ταξίδι στην Αθήνα. Αυτό έγινε με το τρένο παρέα με τον φίλο και συμμαθητή από τη Νέα Ιωνία Τριαντάφυλλο Σκαλίδη. Αυτός θα έδινε για γιατρός, όπως κι έγινε, ενώ ο Λευτέρης ξεκίνησε να γίνει μαθηματικός.
Άπειροι και οι δυο, πρώτη φορά μακριά από την πόλη τους, έδωσαν ραντεβού για την επόμενη μέρα στην πλατεία Ομόνοιας, λες κι αυτή ότι ήταν ένα σημείο. Μετά από αρκετή περιπλάνηση ό ένας είδε τον άλλον κι έγινε η συνάντηση. Έπρεπε να προσεγγίσουν το Πανεπιστήμιο και να κάνουν τις αναγκαίες δηλώσεις συμμετοχής. Τυφλοί, δεν έβλεπαν ούτε μπροστά τους. Με ερωτήσεις, με κόπο, έχοντας μαζί τους τα αναγκαία δικαιολογητικά στο τέλος τα κατάφεραν. Ο Λευτέρης δήλωσε δυο σχολές. Τότε ο τρόπος των εξετάσεων επέτρεπε κάτι τέτοιο. Σε κάθε σχολή οι εξετάσεις διαρκούσαν δυο μέρες. Τέσσερα μαθήματα, δυο καθημερινά, πρωί κι απόγευμα. Ο τρόπος αυτός είχε και την οικονομική διάστασή του, αφού κάθε συμμετοχή είχε και τα δικά της εξέταστρα κι άρα έσοδα για το πανεπιστήμιο και τις αμοιβές των διορθωτών στα γραπτά.
Η πρώτη συμμετοχή ήταν στο Μαθηματικό της Αθήνας. Η πρώτη μέρα περιλάμβανε το πρωί Έκθεση και το απόγευμα Μαθηματικά. Η πρώτη του εμπειρία ήταν η πιεστική έκκληση μιας κοπέλας που καθόταν πίσω του να της δείχνει την κόλλα του. Ήταν μια ενόχληση που όμως δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί. Έκανε ότι μπορούσε. Η νεανική του απερισκεψία ήταν το επόμενο βήμα. Στην Αθήνα γίνονταν τις ίδιες μέρες οι Βαλκανικοί Αγώνες Στίβου που τότε είχαν την αίγλη τους. Κι αυτός, ο ανεύθυνος, αντί να πάει σπίτι να ξεκουραστεί από την ημερήσια ένταση πήγε ντουγρού στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Φανατικός φίλαθλος του στίβου με τετράδια όπου καταγράφονταν τα διάφορα ρεκόρ δε μπορούσε να χάσει αυτήν τη μοναδική ευκαιρία. Όμως είχε και την αγωνία της επιστροφής στην Καλλίπολη. Τότε δε γνώριζε τα πράσινα λεωφορεία που πήγαιναν από τη Φιλελλήνων ψηλά στον Άγιο Νείλο. Έπρεπε να κατέβει στην Ομόνοια και από το τέρμα του Ηλεκτρικού στον Πειραιά να πάρει το λεωφορείο για την Καλλίπολη. Ήξερε ότι το τελευταίο τρένο ήταν στις 12 το βράδυ.
Μπήκε στο Καλλιμάρμαρο με σεβασμό και για πρώτη φορά στη ζωή του αντίκριζε μια τόσο μεγάλη μάζωξη ανθρώπων. Κατάμεστο το Παναθηναϊκό στάδιο να ζητωκραυγάζει τους αθλητές στις προσπάθειές τους. Ανατρίχιασε κι έγινε κι αυτός τμήμα της ζωντανής μάζας. Ξεχάστηκε, ενώ η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή ρωτώντας ένα διπλανό την ώρα του είπε ότι είναι έντεκα ακριβώς. Πανικοβλήθηκε! Άρχισε τρέχοντας να πηγαίνει προς την Ομόνοια. Με τη γλώσσα έξω και μούσκεμα στον ιδρώτα κατέβηκε στον υπόγειο κι ευτυχώς σε δυο λεφτά πέρασε το τελευταίο τρένο. Σε μισή ώρα έφτασε στο λιμάνι.
Τα αστικά λεωφορεία είχαν από ώρα αποσυρθεί. Και τώρα πώς πάνε στην Καλλίπολη; Λογικά σήμερα θα σκεφτεί κάποιος ότι μπορούσε να πάρει ένα ταξί. Όμως ένας αδαής επαρχιώτης δεν το σκέφτηκε καθόλου. Έτσι άρχισε να περπατά ακολουθώντας τη διαδρομή του λεωφορείου γιατί μόνο αυτή ήξερε. Όταν γύρω στις δυο έφτασε στο σπίτι η καημένη Στέλλα είχε λιώσει από την αγωνία. Από την ένταση και την κούραση δεν πρόλαβε να κοιμηθεί. Στις πέντε έπρεπε να είναι όρθιος για την επόμενη μέρα. Ασυνήθιστος σε ξενύχτια, ανήσυχος έφτασε στο Πανεπιστήμιο ένα ράκος. Σήμερα ήταν στο πρόγραμμα Φυσική το πρωί και Χημεία το απόγευμα Ο χώρος των εξετάσεων ήταν στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου στην αίθουσα, που υπάρχει αριστερά της κεντρικής εισόδου. Οι θέσεις ήταν από τη χθεσινή μέρα καθορισμένες.
Ήταν καλά διαβασμένος. Είχε ξεσκονίσει τη φυσική του Μάζη και των Παλαιολόγου –Περιστεράκη. Όταν δόθηκαν τα θέματα άρχισε πυρετωδώς να γράφει τη θεωρία δίνοντας κιόλας την ευκαιρία στο κορίτσι πίσω του να βλέπει το γραπτό του. Παρόλα αυτά η πίεση με το στυλό στην πλάτη του συνέχισε χωρίς διακοπή. Όταν πια βγήκανε έξω αφού παραδώσαν την κόλλα ξεκαθάρισε το θέμα της έντονης πίεσης:
- Έγραφες, μωρέ, λάθος θέμα στη θεωρία. Σε πίεζα για να καταλάβεις ότι κάτι συμβαίνει, μα εσύ δε μου έδινες σημασία...
Πράγματι! Το δεύτερο θέμα θεωρίας ήταν το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο, μισή σελίδα πράμα στο βιβλίο, κι αυτός μέσα στη θολούρα της αγρύπνιας έγραφε το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, τρία γεμάτα φύλλα στο σχολικό. Τα λάθη πληρώνονται. Ήθελε, ο ανεύθυνος, βαλκανικούς τη μέρα των εξετάσεων!
Μετά από δυο μέρες ήταν οι εξετάσεις στο Φυσικό. Έμπειρος πλέον και πιο ξεκούραστος δεν είχε καμιά έκτακτη παρενέργεια. Όλα πήγαν κατ’ ευχή, όπως και τα πολύ καθυστερημένα αποτελέσματα το επιβεβαίωσαν. Τώρα ήταν η σειρά της Θεσσαλονίκης. Είχε στο μεταξύ εξασφαλιστεί η διαμονή του εκεί. Θα καθόταν στο σπίτι του αδελφού της γιαγιάς του, Καρατζάς στο επώνυμο, την ύπαρξη του οποίου τώρα και μόνο μάθαινε. Ο Καρατζάς, μεγάλης ηλικίας πλέον, είχε ψαράδικο στη στοά Μοδιάνο και ήταν έτσι σε καλύτερη μοίρα από την εικόνα του δικού του σπιτιού. Όταν έφτασε εκεί, χαρές καλωσορίσματα, ανταλλαγές πληροφοριών και το τραπέζι στρωμένο. Ο Λευτέρης λύσσαγε απ’ την πείνα κι όταν σερβιρίστηκε το φαγητό έπεσε με τα μούτρα τρώγοντας και πολύ ψωμί για να χορτάσει. Όμως εδώ την πάτησε! Την πάτησε γιατί δεν είχε αντίστοιχη προηγούμενη εμπειρία. Μετά ήρθε το δεύτερο πιάτο. Ψάρι το πρώτο, κρέας το δεύτερο. Να περιποιηθούν το μόσχο το σιτευτό. Μα είχε με το επιπλέον ψωμί χορτάσει. Να το αφήσει χωρίς να το φάει θα ήταν ντροπή. Έτσι το έφαγε μαζί με το σιροπιαστό γλυκό στο τέλος. Είπε ότι θα σκάσει, μα η νοικοκυρά του σπιτιού, νύφη της κόνα- Μαριγώς, της γιαγιάς του, του είπε: Πες τη γιαγιά σου να μου στείλει κάνα μαντζούνι για την όρεξη. Μετά το .... τρίτο πιάτο δε μπορώ να κατεβάσω μπουκουνιά!
Ήταν ωραίες οι μέρες που έμεινε στη Θεσσαλονίκη και οι εντυπώσεις ήταν άριστες. Πήγε στις εξετάσεις καλύτερα από κάθε προηγούμενη φορά και μάλιστα πρόλαβε να πάει και στο γήπεδο και να δει ένα ματς: ΠΑΟΚ- Πανιώνιος 2-0. Επιστροφή στο Βόλο και η αγωνία της αναμονής των αποτελεσμάτων. Πρώτα βγήκαν τα αποτελέσματα της Θεσσαλονίκης, παρότι οι εξετάσεις εκεί έγιναν τελευταίες. Δεν το περίμενε: Θρίαμβος. Από τις εκατοντάδες των υποψηφίων ήταν δεύτερος. Αυτό τόνισε την αυτοπεποίθησή του και ένιωσε την χαρά όχι μόνο των δικών του, αλλά και των κατοίκων της γειτονιάς. Ένα δικό τους παιδί τα πήγε περίφημα. Ακόμα η Νέα Ιωνία δεν είχε την παράδοση των επιτυχιών που αργότερα δημιούργησε. Ο ζαχαροπλάστης Σαουλίδης στο Φαρδύ, γωνία Βασιλέως Παύλου και Φρειδερίκης, δεν του πήρε λεφτά για τον κορνέ που έφαγε
- Κερνάει το μαγαζί! Άντε και σ’ ανώτερα!
Οι δικοί του γονείς ένιωσαν το νόημα της είδησης εμμέσως όταν εισέπρατταν τα συγχαρητήρια όπου και να πήγαιναν. Απλοί, φτωχοί άνθρωποι, αλλά απόλυτα αξιοπρεπείς, με καθαρό μέτωπο σε όλους τους τομείς της ζωής τους, ένιωσαν τότε την περηφάνια για το παιδί τους κι άρχισαν να σκέφτονται πώς θα καλύψουν τις ανάγκες που η επιτυχία δημιουργούσε. Θυμάται σαν να είναι σήμερα τον μπάρμπα Αναστάση, τον πατέρα του, όταν τον πήρε απ’ το χέρι και τον πήγε στον εμποροράφτη της γειτονιάς μας, τον Μανουιλίδη. Κάνοντας και την κίνηση με τα δάχτυλα:
- Κόφτου ένα κουστούμι κι εγώ θα στα δίνω λίγα-λίγα
Τότε ο λόγος των ανθρώπων ήταν συμβόλαιο, ισχυρότερο από οποιοδήποτε γραπτό συμφωνητικό με υπογραφές, σφραγίδες και χαρτόσημα. Ήταν το πρώτο μου κουστούμι 20 χρόνων παλικάρι. Το να έχεις μεγαλύτερα αδέλφια έχει μια σειρά πλεονεκτήματα, μα όχι μόνο τέτοια. Στο θέμα της ένδυσης κατά το μεγαλύτερο ποσοστό καλυπτόμουν με αποφόρια των μεγαλύτερων. Δεύτερο και τρίτο χέρι. Αυτό το κουστούμι με συντρόφευσε όλα σχεδόν τα φοιτητικά χρόνια με εξαίρεση το σακάκι που το έχασε σε κάποια στιγμή αγωνιστικής έξαρσης.
Μετά από λίγες μέρες ανακοινώθηκαν και τα αθηναϊκά αποτελέσματα. Ήταν επιτυχή και εκ των πραγμάτων μπήκε το δίλημμα: Αθήνα ή Θεσσαλονίκη ; Μαθηματικό ή Φυσικό ; Η απάντηση έπρεπε να είναι αυτόματη: «Μαθηματικό!»
Αγαπούσε πολύ τα μαθηματικά και ήδη είχε μια εμπειρία στη διδασκαλία τους και μια φιλοδοξία στην άκρη του μυαλού του. Μετά τις σπουδές να γυρίσει εδώ, στο γενέθλιο τόπο και να διδάξει τα παιδιά της συνοικίας του. Κι όμως η τελική επιλογή του ήταν διαφορετική. Γράφτηκε στο Φυσικό Αθήνας. Δεν θυμάται ποια στοιχεία έπαιξαν ρόλο σε αυτήν την επιλογή, ποιος εξωτερικός παράγοντας τον επηρέασε σε αυτήν την απόφαση. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Κάπου του μένει μια πίκρα ότι τον επηρέασαν επιφανειακοί λόγοι, αλλά ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Άλλωστε οι μελλοντικές δύσκολες εξελίξεις στη ζωή του ακύρωσαν, εκ των πραγμάτων, την αρχική του επιθυμία.
Για λίγες μέρες ακόμα φιλοξενήθηκε στην ξαδέλφη του τη Στέλλα, αλλά σύντομα έγινε το αναπάντεχο. Ήρθε στον Πειραιά η μάνα του μαζί με τον αδελφό του τον Γιάννη, που ήταν κουρέας στο επάγγελμα. Νοικιάσανε ένα δωμάτιο με κοινόχρηστη κουζίνα και τουαλέτα σε ένα σπίτι ναξιώτικης οικογένειας κοντά στη σχολή Δοκίμων και σύντομα ο Γιάννης άνοιξε κουρείο στην πλατεία της Καλλίπολης. Ό πατέρας είχε υποβάλλει τα χαρτιά για σύνταξη και για να μην είναι μόνος ήρθε κι αυτός εκεί. Όμως δεν άντεξε πολλές μέρες μακριά από τη γειτονιά του και τις παρέες του. Τους το είπε καθαρά: Εγώ, παιδιά, δε μπορώ να ζήσω εδώ. Φεύγω και γυρίζω στη Νέα Ιωνία. Ό,τι λεφτά μπορώ, θα σας τα στέλνω.
Πράγματι μετά από τόσα χρόνια δε μπορείς να μεταφυτεύεσαι σε νέο περιβάλλον, ιδιαίτερα σε μεγάλη ηλικία. Η μάνα κάθισε λίγο ακόμα, αλλά δε μπορούσε να τον αφήσει μόνο. Άλλωστε είχε κι άλλα παιδιά κι εγγόνια αφήσει πίσω. Σαν μάνα η μόνιμη έγνοια της ήταν να προστατεύει κάτω απ’ τις φτερούγες της όλα τα παιδιά της. Κι όταν για πραγματικούς λόγους σκορπίστηκαν ήταν συνεχώς σε μετακίνηση να μοιράσει την προσφορά της. Μετά δυο μήνες επέστρεψαν στην πατρίδα. Κι ο Λευτέρης μετακινήθηκε σε γειτονιές κοντύτερα στο πανεπιστήμιο. Μια άλλη φάση της ζωής του άρχιζε.
Μου αρέσει!Δείτε περισσότερες αντιδράσεις
Σχολιάστε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου