Κυριακή 19 Ιουνίου 2016




                     Α.       Τα  αφεντικά μου ( σε 4 συνέχειες)

Μικρό παιδί μπήκα στη βιοπάλη. Ήταν η μοίρα για τα βλαστάρια της γειτονιάς μου. Να μάθει το παιδί τα βασικά γράμματα με όριο το απολυτήριο του δημοτικού  Μετά;

Μετά να γίνει παραγιός σε κάποιο μάστορα, να μάθει μια τέχνη. Να γίνει ο μικρός σ’ ένα μαγαζί, να βγάζει τουλάχιστον τα προσωπικά του έξοδα. Ήταν ακόμα νωρίς για κανονικό μεροκάματο στα εργοστάσια της πόλης. Δε λείπανε δα τα ώριμα και στιβαρά χέρια να καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Ήταν ντροπή και όνειδος να την αράζεις στο σπίτι. Τι ήσουν; Τεμπελχανάς και χαραμοφάης;

    Στα μικράτα μου, πριν ακόμα από το σχολείο, θυμάμαι δύο «εμπορικές» μου δραστηριότητες. Πασατεμπάς στο γήπεδο της Νίκης και κουλουρτζής στα σοκάκια της γειτονιάς. Το σακούλι για τον πασατέμπο ήταν η πάνινη τσάντα που είχε ράψει η μάνα μου για το μεγαλύτερο αδελφό μου όταν πήγαινε στο σχολείο. Μονάδα μέτρησης ήταν το φλιτζάνι του καφέ. Αργότερα έγινε η δική μου τσάντα και τελικά χρησίμευσε να αποθηκεύει η μάνα τα μανταλάκια της μπουγάδας της. Αυτή απλωνόταν σ’ ένα τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στη δική μας ακακία και στη μουριά της Καλίκαινας που ήταν στο διπλανό σπίτι. Η δουλειά με το πασατέμπο δεν είχε ψωμί, γιατί ήταν μόνο τα απογεύματα της Κυριακής.

Με τα κουλούρια θυμάμαι το συναγωνισμό με τον κολλητό μου τον Τασούλη: Ποιος θα φτάσει πρώτος στο φούρνο για να γεμίσει τον ξύλινο ταβά με τα πενήντα φρέσκα και λαχταριστά κουλούρια. Ο ταβάς ήταν ένα ξύλινο παραλληλόγραμμο με πλαϊνά στηρίγματα, δεμένο με μια πάνινη κορδέλα γύρω από το λαιμό. Τα κουλούρια ήταν τακτοποιημένα όρθια σε οριζόντιες σειρές. Για να μένουν φρέσκα τα σκέπαζα με μια πετσέτα, που είχα αρπάξει από το σπίτι. Θυμάμαι πως, αν τα πούλαγα όλα, έβγαζα κέρδος 2.500 δραχμές, δηλαδή 2,5 δρχ. αφού ο  Μαρκεζίνης δεν είχε κόψει ακόμα τα μηδενικά. Όμως αυτό έπρεπε να γίνει γρήγορα, γιατί μετά τα κουλούρια ξεραίνονταν και δυσκόλευε το ξεπούλημα. Επιστροφή δεν υπήρχε. Για να πάρεις την επόμενη μέρα νέο εμπόρευμα έπρεπε να ξοφλήσεις το χρέος της προηγούμενης. Ήταν μια τάξη που επικρατούσε εκείνη την εποχή και η τήρησή της ήταν αυτονόητη.

  Στην παιδική ηλικία άλλαξα πολλά αφεντικά. Έντονα θυμάμαι το ράφτη, όπου εργάστηκα έντεκα μήνες. Μόλις τέλειωσα το δημοτικό ο Πατέρας φρόντισε να μάθω μια τέχνη. Πήγα συστημένος, ήταν ο γαμπρός του άντρα της αδελφής μας. Είχε ένα μεγάλο εμποροραφείο στον κεντρικό δρόμο της Δημητριάδος, απέναντι από το παλαιό δημαρχείο. Αυτό δεν το’ χε ρίξει ακόμα ο σεισμός. Τότε πέρναγε το τρενάκι για τις Μηλιές και μερικά πρωινά σκαρφάλωνα πίσω να κερδίσω λίγο χρόνο. Το ωράριο ήταν αυγή με νύχτα. Για το μεσημέρι η Μάνα έκανε κουμάντο δίνοντάς μου φαγητό μέσα σε μια καστανιά, όπως και  σ’ όλα τα αδέλφια.

Στο ραφείο έκανα όλες τις υπηρετικές δουλειές, εκτός από το να μαθαίνω την τέχνη. Πρωί-πρωί να ανάψω το σίδερο, που ήταν ακόμα με κάρβουνα, να τρέξω διαγωνίως απέναντι στο ύψος του Άη Νικόλα να τακτοποιήσω το κοτέτσι που είχε στην αυλή του σπιτιού του το αφεντικό, να επιστρέψω τρέχοντας για την καθαριότητα του εργασιακού χώρου. Πάνω στο πατάρι δούλευαν δύο άτομα. Ένας γνώστης της τέχνης, ο κάλφας, που δούλευε με το κομμάτι κι ένας άλλος πιο παλαιός από εμένα. Έντεκα μήνες πολύ λίγα πράγματα μου έδειξε. Μόνο ξηλώματα, ρεμπατέματα, κλάπες  και άρχιζα να μαθαίνω κουμπότρυπες. Στα υπαινικτικά μου παράπονα με αποστόμωνε λέγοντας:

« Παραπονιέσαι κιόλας! Πας κάθε βράδυ στα σπίτι σου. Εγώ πήγαινα μόνο τις γιορτές. Έτσι δε μαθαίνεις τέχνη!»

  Είχαμε διαλεχτούς πελάτες, όπως τον Αλέξανδρο Μέρο, ιδιοκτήτη και διευθυντή της ιστορικής τοπικής εφημερίδας  « ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ», έναν βουλευτή του Συναγερμού- δε θυμάμαι τ’ όνομά του- που έλκεε την καταγωγή , άρα και τη δεξαμενή των ψήφων του, από τα χωριά του κάμπου, Βελεστίνο, Ρυζόμυλο, Χλόη, αλλά και πολλούς βιομήχανους και μεγαλέμπορους. Όχι μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες. Τότε ήταν πολύ της μόδας τα ανδρικού στιλ ταγιέρ. Τα ρούχα μετά την τελευταία πρόβα και το τελικό φινίρισμα τα πήγαινα στα σπίτια ελπίζοντας σε κάνα ρεγάλο που σπάνια όμως ερχόταν.

  Θυμάμαι όμως το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο.  Ήταν να παραδώσω ένα ταγιέρ κοντά στον Άναυρο σε μια γνωστή οικογένεια ενός βιομήχανου που είχε το εργοστάσιό του στην Πολυμέρη και σπίτι στον παραλιακό δρόμο. Είχα μεγάλες προσδοκίες. Έτσι πήρα ο κακομοίρης μες την αφέλειά μου το λεωφορείο 1 Νέα Ιωνία- Άναυρος, ελπίζοντας ότι το μπαξίσι θα αναπλήρωνε στο πολλαπλάσιο το αντίτιμο του εισιτηρίου. Πλην ματαίως. Φρου-φρού κι αρώματα, συγκαταβατική συζήτηση για το καημένο μικρό παιδί από τη Νέα Ιωνία κι άλλα παρόμοια. Όμως μπαξίσι γιοκ. Με κατεβασμένα τα φτερά γύρισα στο ραφείο με τα πόδια. Αγία Τριάδα, Καλαμάκια, Άγιος Κωνσταντίνος, το γεμάτο-τότε- με πεύκα Πάρκο, τα Κύματα, Τρεις Ιεράρχες και τέλος το μαγαζί. Δεν είπα τίποτα στους άλλους, ίσως από ντροπή για τη γκάφα μου, αλλά η πίκρα έμεινε.  (Συνέχεια αύριο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου