Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Πώς «πέθανε το παρελθόν μου
Όταν μπήκαμε για τα καλά στο 1965, είχα φτάσει σε προσωπικό αδιέξοδο. Πτυχίο ακόμα δεν είχα πάρει. Χρωστούσα αρκετά μαθήματα και έμπαιναν πιεστικά τα ερωτήματα ποια θα ήταν η συνέχεια.
Τότε, από τη Νεολαία μού ανάθεσαν νέα καθήκοντα στη Θεσσαλία. Μάζεψα τα λιγοστά μου πράγματα και μετακόμισα στην πατρίδα μου, το Βόλο. Μαζί μου πήρα ό,τι υλικό είχα από τη συμμετοχή μου στο συνδικαλισμό τα τρία προηγούμενα χρόνια. Ανακοινώσεις του «Αριστοτέλη», –ενιαίου τότε συλλόγου της Φυσικομαθηματικής– κι άλλων συλλόγων, της ΔΕΣΠΑ και κυρίως της ΕΦΕΕ. Αποφάσεις, αφίσες, περιοδικά, αλληλογραφία, αποκόμματα εφημερίδων, σημαιούλες, σήματα σε καρφίτσες, τέτοια! Βέβαια, κάθε φορά που ανέβαινα στο Βόλο κουβαλούσα μαζί μου και κάποια πράγματα. Μπορώ έτσι να ισχυριστώ ότι είχα μια αξιόλογη συλλογή για τα συμβάντα της νεολαίας εκείνης της εποχής.
Με κάποιο τρόπο, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, έπαιξα τον «καθοδηγητικό» μου ρόλο. Όμως οι λίγοι μήνες μού άφησαν θετική σοδειά. Ταξίδεψα και γύρισα τον κάμπο, κυρίως με το τρένο. Πήγα στην Λάρισα, τα Τρίκαλα, την Καρδίτσα και σε πολλά χωριά. Γνώρισα ανθρώπους. Είδα πράγματα, που στη ζωή της πρωτεύουσας δεν τα συναντάς ή μάλλον δεν δίνεις την πρέπουσα σημασία. Όμως εδώ, στον περιορισμένο χώρο μιας μικρής πόλης, μερικές λεπτομέρειες- θα έλεγε ένας άσχετος- είναι όλη η ζωή τους. Ποτέ δεν μπορείς να αγνοήσεις το Α και το Ω της ύπαρξής τους. Ήταν λοιπόν μια χρήσιμη εμπειρία.
Προς το τέλος του χρόνου, κατέληξα σε μια νέα απόφαση. Θα πάω φαντάρος! Να φύγει από πάνω μου αυτός ο βραχνάς. Δυστυχώς, έτσι μας ανάγκασαν να σκεφτόμαστε και να νιώθουμε για το στρατό οι συνθήκες της εποχής.
Όταν το έμαθαν στην Αθήνα με πήραν αμέσως τηλέφωνο. Ο Τάκης Μπενάς μου είπε αυστηρά:
« Να έρθεις αμέσως κάτω! »
Πήγα να το αποφύγω.
« Δεν έχω λεφτά για εισιτήρια »
« Θα στα δώσουμε εμείς! »
Έτσι κατέβηκα πάλι στην Αθήνα. Οι συζητήσεις ήταν χάσιμο χρόνου. Μέσα μου το θέμα είχε κλειδώσει.
Τον Ιανουάριο παρουσιάστηκα στην Κόρινθο. Σε άλλες ευκαιρίες θα μιλήσω για τη ζωή μου στο στρατό. Εδώ θέλω να αφηγηθώ μια μόνο πλευρά.
Το πραξικόπημα με βρήκε στην Αλεξανδρούπολη με όλες τις συνέπειες, που φαντάζεστε.
Δεν θέλω να κάνω τον έξυπνο. Αλλά απομονωμένος πάνω από έναν χρόνο εκεί ψηλά στην άκρη της Ελλάδας χωρίς άδειες, με μια μικρή και προσεκτική αλληλογραφία με δυο-τρία άτομα έζησα το στρατοκρατικό κλίμα και μύρισα τη διάχυτη επιθυμία πολλών να λύσουν το γόρδιο δεσμό με δραστικό τρόπο. Πολλές φορές ακουστήκαν λόγια που υπέκρυπταν τέτοιου είδους προθέσεις σε αναφορές, σε μαθήματα ηθικής διαπαιδαγώγησης.
Τις επόμενες μέρες οι λύκοι, που τους είχα σκιά πίσω μου εκείνα τα χρόνια στο Βόλο, παρουσιάστηκαν φουριόζοι και απειλητικοί στο σπίτι. Ένας απ’ αυτούς ο Θωμάς Παϊζάνος! Ζητούσαν τα χαρτιά μου, να βρουν ονόματα, καταλόγους, να στείλουν κι άλλο κόσμο μέσα.
Για τυχαίους λόγους, η Μάνα είχε διαλύσει το δικό της σπιτικό και είχε πάει στο σπίτι της κόρης της. Ο Πατέρας είχε μείνει ανήμπορος στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να τον κουμαντάρει μόνη της. Ας είναι καλά η αδερφούλα μας η Βαγγελίτσα. Γηροκόμησε τους γονείς μας τραβώντας του Χριστού τα πάθη, έχοντας συγχρόνως άρρωστο και τον δικό της άντρα, που έμπαινε κι έβγαινε στα νοσοκομεία.
Ό,τι δεν χώρεσε στο σπίτι της Βαγγελιώς, τα λίγα έπιπλα κι άλλα μικροπράγματα τα πήγε σ’ ένα δωμάτιο της θείας Μαρίας με ένα συμβολικό νοίκι. Μαζί ήταν και τα προσωπικά μου πράγματα. Όλα αυτά σε ανύποπτο χρόνο, το 1966, ενώ εγώ υπηρετούσα τη θητεία μου.
Η Μάνα δεν είπε τίποτα. Ξεσήκωσαν τα πάντα. Λυσσασμένοι δεν σεβάστηκαν τον κατάκοιτο Πατέρα. Δύο εύσωμα γαϊδούρια σήκωσαν το στρώμα για να βρουν από κάτω τα μεγάλα μυστικά. Έφυγαν τότε άπρακτοι.
Αν ζουν ακόμα, δεν τους εύχομαι ανάλογη τύχη. Ο Θεός ας τους συγχωρήσει. Εγώ προσωπικά δυσκολεύτηκα. Δεν εφάρμοζαν απλώς εντολές. Υπερέβαλλαν, απολαμβάνοντας τη μικροεξουσία τους κι αυτό είναι το έγκλημά τους.
Αργότερα ήρθαν οι νέες περιπέτειες. Είχα πέσει στα χέρια της Ασφάλειας και ήμουν στη Μπουμπουλίνας. Σε λίγο θα πήγαινα στου Αβέρωφ. Ο Πατέρας είχε στο μεταξύ πεθάνει.
Νέα επίσκεψη στο σπίτι. Τώρα οι απειλές ήταν σαφείς.
« Δε θα ξαναδείς το γιό σου. Πες μας πού τα έχεις κρύψει »
Τι να κάνει η καημένη η Μάνα. Άμαθη στα τερτίπια της Ασφάλειας δεν άντεξε στις απειλές, φοβήθηκε για το μικρό της γιο και τους πήγε στο δωμάτιο της θείας. Εκεί μάζεψαν τα πάντα. Για να τα μεταφέρουν στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο τα έβαλαν σε δύο τραπεζομάντιλα και τα πήγαν στην Ασφάλεια. Δεν τα ξανάδα έκτοτε. Όμως τι φαντάζεσαι πως ήταν;
Λίγα γράμματα που είχα ανταλλάξει τα προηγούμενα χρόνια με φίλους και κορίτσια, παιδικά ενθυμήματα. Λίγα βιβλία, μπροσούρες της Δ.Ν. Λαμπράκη κι όλο το άλλο φοιτητικό υλικό. Κανένα πράμα μυστικό!
Τι ήταν άλλωστε τότε μυστικό, όταν χιλιάδες πληρωμένα μάτια παρακολουθούσαν κάθε κίνησή μας; Ευτυχώς, λίγους μήνες πριν πιαστώ είχα σώσει το καλούπι της επίσημης σφραγίδας της Ε.Φ.Ε.Ε. Ο γνωστός ρόμβος. Συνεννοήθηκα με το φίλο μου τον Τριαντάφυλλο Σκαλίδη και τον είχε φέρει από το Βόλο στην Αθήνα. Μ’ αυτό το καλούπι σφράγισα την ανακοίνωση-καταγγελία της Ε.Φ.Ε.Ε. από την παρανομία, που στάλθηκε και στο εξωτερικό. Κάποιοι μυημένοι, βλέποντας τη σφραγίδα ίσως να υποπτεύθηκαν την πηγή της.
Σιγά τα μυστικά!
Λίγες φωτογραφίες. Δεν υπήρχαν και πολλές, γιατί κάποιες ήταν αλλού. Παιδικές φωτογραφίες δεν υπήρχαν άλλωστε. Η πρώτη φωτογραφία μου που θυμάμαι να υπήρχε ήταν μια ομαδική από τη Δευτέρα Δημοτικού. Όλη η τάξη στα σκαλάκια του 7ου Δημοτικού της Ν. Ιωνίας. Γύρω στα εξήντα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Στη μέση ο καλός δάσκαλος κ. Ξινός, στις κάτω σειρές οι μαθήτριες καθισμένες με μαζεμένα σεμνά τα πόδια και στα ψηλά σκαλοπάτια τα αγόρια. Σε μια γωνιά ένας κουρεμένος γουλί κεφάλας. Είναι η πρώτη αποτυπωμένη εικόνα του εαυτού μου. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στα προσωπικά ενθυμήματα που άρπαξαν ήταν και μια σειρά από έγχρωμες εικονίτσες, που μας έδιναν στο κατηχητικό όπου από κάτω ήταν γραμμένο το ρητό και το ηθικό δίδαγμα της εβδομάδας!
Όλα χάθηκαν. Χάθηκαν οριστικά!
Στη μεταπολίτευση, κάποιοι αναζήτησαν τα δικά τους και κάποιοι κάτι πέτυχαν. Εγώ δεν ήθελα να τους πλησιάσω με τίποτα. Μέσα μου ακόμα υπήρχε συσσωρευμένος αρκετός θυμός. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μου περάσει.
Ίσως κάηκαν, ίσως πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Δεν ξέρω τίποτα. Η Μάνα μου δεν καταλάβαινε τη δική μου πλευρά. Εκείνη είχε το δικό της καημό!
Έλεγε και ξαναέλεγε η καλή μου:
« Αχ! Πάνε τα τραπεζομάντιλα! »

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου