Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

(γ) Σπαράγματα αναμνήσεων της ζωής μου
1960- Εισιτήριες εξετάσεις
Τώρα ήταν η σειρά της Θεσσαλονίκης. Είχε στο μεταξύ εξασφαλιστεί η διαμονή του εκεί. Θα καθόμουν στο σπίτι του αδελφού της γιαγιάς μου, Καρατζάς στο επώνυμο, την ύπαρξη του οποίου τώρα και μόνο μάθαινα. Ο Καρατζάς, μεγάλης ηλικίας πλέον, είχε ψαράδικο στη στοά Μοδιάνο και ήταν έτσι σε καλύτερη μοίρα από την εικόνα του δικού μου σπιτιού. Όταν έφτασα εκεί, χαρές καλωσορίσματα, ανταλλαγές πληροφοριών και το τραπέζι στρωμένο. Ο Λευτέρης λύσσαγε απ’ την πείνα κι όταν σερβιρίστηκε το φαγητό έπεσε με τα μούτρα τρώγοντας και πολύ ψωμί για να χορτάσει. Όμως εδώ την πάτησα! Την πάτησα γιατί δεν είχα αντίστοιχη προηγούμενη εμπειρία. Μετά ήρθε το δεύτερο πιάτο. Ψάρι το πρώτο, κρέας το δεύτερο. Να περιποιηθούν το μόσχο το σιτευτό. Μα είχε με το επιπλέον ψωμί χορτάσει. Να το αφήσει χωρίς να το φάει θα ήταν ντροπή. Έτσι το έφαγε μαζί με το σιροπιαστό γλυκό στο τέλος. Είπα ότι θα σκάσω, μα η νοικοκυρά του σπιτιού, νύφη της κόνα- Μαριγώς, της γιαγιάς μου, μου είπε:
- Πες τη γιαγιά σου να μου στείλει κάνα μαντζούνι για την όρεξη. Μετά το .... τρίτο πιάτο δε μπορώ να κατεβάσω μπουκουνιά!
Ήταν ωραίες οι μέρες που έμεινα στη Θεσσαλονίκη και οι εντυπώσεις ήταν άριστες. Πήγα στις εξετάσεις καλύτερα από κάθε προηγούμενη φορά και μάλιστα πρόλαβα να πάω και στο γήπεδο και να δω ένα ματς: ΠΑΟΚ- Πανιώνιος 2-0. Επιστροφή στο Βόλο και η αγωνία της αναμονής των αποτελεσμάτων. Πρώτα βγήκαν τα αποτελέσματα της Θεσσαλονίκης, παρότι οι εξετάσεις εκεί έγιναν τελευταίες. Δεν το περίμενα: Θρίαμβος. Από τις εκατοντάδες των υποψηφίων ήμουν δεύτερος. Αυτό τόνισε την αυτοπεποίθησή μου και ένιωσα την χαρά όχι μόνο των δικών μου, αλλά και των κατοίκων της γειτονιάς. Ένα δικό τους παιδί τα πήγε περίφημα. Ακόμα η Νέα Ιωνία δεν είχε την παράδοση των επιτυχιών που αργότερα δημιούργησε. Ο ζαχαροπλάστης Σαουλίδης στο Φαρδύ, γωνία Βασιλέως Παύλου και Φρειδερίκης, δεν του πήρε λεφτά για τον κορνέ που έφαγε
- Κερνάει το μαγαζί! Άντε και σ’ ανώτερα!
Οι δικοί του γονείς ένιωσαν το νόημα της είδησης εμμέσως όταν εισέπρατταν τα συγχαρητήρια όπου και να πήγαιναν. Απλοί, φτωχοί άνθρωποι, αλλά απόλυτα αξιοπρεπείς, με καθαρό μέτωπο σε όλους τους τομείς της ζωής τους, ένιωσαν τότε την περηφάνια για το παιδί τους κι άρχισαν να σκέφτονται πώς θα καλύψουν τις ανάγκες που η επιτυχία δημιουργούσε. Θυμάμαι σαν να είναι σήμερα τον μπάρμπα Αναστάση, τον πατέρα μου, όταν με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε στον εμποροράφτη της γειτονιάς μας, τον Μανουιλίδη. Κάνοντας και την κίνηση με τα δάχτυλα:
- Κόφτου ένα κουστούμι κι εγώ θα στα δίνω λίγα-λίγα
Τότε ο λόγος των ανθρώπων ήταν συμβόλαιο, ισχυρότερο από οποιοδήποτε γραπτό συμφωνητικό με υπογραφές, σφραγίδες και χαρτόσημα. Ήταν το πρώτο μου κουστούμι 20 χρόνων παλικάρι. Το να έχεις μεγαλύτερα αδέλφια έχει μια σειρά πλεονεκτήματα, μα όχι μόνο τέτοια. Στο θέμα της ένδυσης κατά το μεγαλύτερο ποσοστό καλυπτόμουν με αποφόρια των μεγαλύτερων. Δεύτερο και τρίτο χέρι. Αυτό το κουστούμι με συντρόφευσε όλα σχεδόν τα φοιτητικά χρόνια με εξαίρεση το σακάκι που το έχασα σε κάποια στιγμή «αγωνιστικής έξαρσης».
Μετά από λίγες μέρες ανακοινώθηκαν και τα αθηναϊκά αποτελέσματα. Ήταν επιτυχή και εκ των πραγμάτων μπήκα το δίλημμα: Αθήνα ή Θεσσαλονίκη ; Μαθηματικό ή Φυσικό ; Η απάντηση έπρεπε να είναι αυτόματη: «Μαθηματικό!»
Αγαπούσα πολύ τα μαθηματικά και ήδη είχα μια εμπειρία στη διδασκαλία τους και μια φιλοδοξία στην άκρη του μυαλού του. Μετά τις σπουδές να γυρίσω εδώ, στο γενέθλιο τόπο και να διδάξω τα παιδιά της συνοικίας μου. Κι όμως η τελική επιλογή του ήταν διαφορετική. Γράφτηκα στο Φυσικό Αθήνας. Δεν θυμάμαι ποια στοιχεία έπαιξαν ρόλο σε αυτήν την επιλογή, ποιος εξωτερικός παράγοντας με επηρέασε σε αυτήν την απόφαση. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Κάπου μου μένει μια πίκρα ότι με επηρέασαν επιφανειακοί λόγοι, αλλά ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Άλλωστε οι μελλοντικές δύσκολες εξελίξεις στη ζωή μου ακύρωσαν, εκ των πραγμάτων, την αρχική του επιθυμία.
Για λίγες μέρες ακόμα φιλοξενήθηκα στην ξαδέλφη μου τη Στέλλα, αλλά σύντομα έγινε το αναπάντεχο. Ήρθε στον Πειραιά η μάνα μου μαζί με τον αδελφό μου τον Γιάννη, που ήταν κουρέας στο επάγγελμα. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο με κοινόχρηστη κουζίνα και τουαλέτα σε ένα σπίτι ναξιώτικης οικογένειας κοντά στη σχολή Δοκίμων και σύντομα ο Γιάννης άνοιξε κουρείο στην πλατεία της Καλλίπολης. Ό πατέρας είχε υποβάλλει τα χαρτιά για σύνταξη και για να μην είναι μόνος ήρθε κι αυτός εκεί. Όμως δεν άντεξε πολλές μέρες μακριά από τη γειτονιά του και τις παρέες του. Μας το είπε καθαρά:
- Εγώ, παιδιά, δε μπορώ να ζήσω εδώ. Φεύγω και γυρίζω στη Νέα Ιωνία. Ό,τι λεφτά μπορώ, θα σας τα στέλνω.
Πράγματι μετά από τόσα χρόνια δε μπορείς να μεταφυτεύεσαι σε νέο περιβάλλον, ιδιαίτερα σε μεγάλη ηλικία. Η μάνα κάθισε λίγο ακόμα, αλλά δε μπορούσε να τον αφήσει μόνο. Άλλωστε είχε κι άλλα παιδιά κι εγγόνια αφήσει πίσω. Σαν μάνα η μόνιμη έγνοια της ήταν να προστατεύει κάτω απ’ τις φτερούγες της όλα τα παιδιά της. Κι όταν για πραγματικούς λόγους σκορπίστηκαν ήταν συνεχώς σε μετακίνηση να μοιράσει την προσφορά της. Μετά δυο μήνες επέστρεψαν στην πατρίδα. Τότε μετακινήθηκα σε γειτονιές κοντύτερα στο πανεπιστήμιο. Μια άλλη φάση της ζωής μου άρχιζε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου