Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017


Εκ βαθέων

Είναι ευκαιρία στη θέση αυτή να ξεκαθαρίζω μερικά πράγματα, για να μην  υπάρξουν παρεξηγήσεις από οποιαδήποτε πλευρά. Στη διάρκεια της ζωής μου έζησα πολλές αλλαγές. Σπίτια που κατοικούσα, πόλεις που έζησα, ανθρώπους που γνώρισα, φίλους που απόκτησα και με τίμησαν με την προσοχή και την αγάπη τους. Ένα από τα βασικά μου χαρακτηριστικά ήταν η επιθυμία για γνώση, η αυξημένη περιέργεια για τα συμβαίνοντα στην κοινωνία που ζούσα. Καθώς περνάει ο χρόνος ο καθένας πλουτίζει από διαβάσματα και προσωπικές εμπειρίες τις γνώσεις του και διαμορφώνει απόψεις και χαρακτήρα.

 Χοντρικά θα μπορούσα να πω πως υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπινων χαρακτήρων. Αυτοί που από νωρίς διαμορφώνουν τις τελικές απόψεις τους είτε γιατί το στενό οικογενειακό περιβάλλον το επιβάλλει - και δεν εννοώ βιαίως- είτε γιατί λόγω χαρακτήρα εφησυχάζουν στις πρώτες εντυπώσεις, είτε καμιά  φορά γιατί τη σταθερότητα των απόψεων τη θεωρούν ως ένα στοιχείο εντιμότητας. Άποψη βεβαίως σεβαστή, που όμως επιδέχεται κριτική

 Η δεύτερη κατηγορία απαρτίζεται από ανθρώπους με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Η μεγάλη πλειοψηφία στη κατηγορία είναι εκείνοι που προσεγγίζουν  την εκάστοτε εξουσία ελπίζοντας στα δυνατά ωφελήματα που ενδεχομένως θα έχει μια τέτοια συμπεριφορά. Στη χώρα μας αυτή η κατηγορία των ανθρώπων είναι πολυπληθής και υπεύθυνη αρκετών από τα δεινά που έζησε διαχρονικά η πατρίδα μας.

 Στην τρίτη κατηγορία υπάρχουν και μερικοί παράξενοι που αδιακόπως ψάχνονται, βλέπουν πλευρές τις ζωής που στην πρώτη φάση δεν τις γνώριζαν ή αθελήτως τις υποτίμησαν και υπερτίμησαν. Έτσι στη διαχρονική πορεία της ζωής αλλάζουν απόψεις, ακόμα και ιδεολογικές παραδοχές.

 Νομίζω ότι  εγώ σε αυτήν την τελευταία κατηγορία ανήκω. Στη διαχρονική μου πορεία υπήρξαν πολλές αλλαγές. Έζησα σε διάφορα στέκια και καλύφτηκα από διαφορετικούς ιδεολογικούς μανδύες.  Τώρα είμαι στη φάση που πιστεύω πως δε χρειάζομαι τέτοιου είδους φορεσιές. Σε όλους τους χώρους που πέρασα γνώρισα ανθρώπους που τους εκτίμησα και ζήλεψα χαρακτηριστικά τους. Γνώρισα και πολλούς που με ενόχλησαν για διάφορους λόγους κι εφόσον μπορούσα φρόντισα να απομακρυνθώ  από κοντά τους.

 Θα ήθελα ξεκάθαρα να δηλώσω ότι καμιά από τις φάσεις που έζησα δεν την σβήνω, αφού αποτελούν κομμάτια της ζωής μου. Σε κάθε βήμα κέρδισα γνώσεις, εμπειρίες, φίλους, αλλά έχω και πολλές άσχημες μνήμες. Αυτός ο αχταρμάς είναι τελικά η ζωή. Τα απόλυτα, οι αποκλειστικότητες και τα πάσης φύσεως κολλήματα  είναι βαρίδια που πρέπει εγκαίρως ν’ απορριφθούν. Να κλείσω την παρέμβασή μου με τον ηλικιακό παράγοντα, Μου φαίνεται παράξενο έως ύποπτο, μέσα στη διάβα των δεκαετιών, κάποιος να μένει κολλημένος στις νεανικές ψευδαισθήσεις του. Δύσκολή η εξήγηση του φαινόμενου τούτου

 





Το Πολέμι (Κύπρος)

Το Πολέμι στο τομέα της εκπαίδευσης φαίνεται πως πρωτοπορεί σε σχέση με τα υπόλοιπα χωριά του νησιού. Σαφέστερα, η εκπαίδευση ανάγεται στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, γεγονός που σχετίζεται με την δραστήρια
παρουσία του Μετοχίου του Κύκκου στο χωριό. Αποκορύφωμα στην ιστορία της εκπαίδευσης του χωριού αποτελεί χωρίς αμφιβολία η ίδρυση της Εμπορικής Σχολής Πολεμίου. Ας γνωρίσουμε, όμως, καλύτερα την ιστορία της εκπαίδευσης στο Πολέμι, η οποία συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη της πνευματικής ζωής στην ευρύτερη περιοχή.

Ειδικότερα, το 19ο το μοναστήρι του Κύκκου ανέλαβε τη μόρφωση του υπότροφου, Σάββα μοναχού Κυκκώτη, μετέπειτα δάσκαλου του χωριού, στη Θεσσαλονίκη και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Από το 1833, ο δάσκαλος του χωριού, γνωστός ως «Λογιώτατος», δίδασκε «εκκλησιαστικά γράμματα», όπως γραφή, αριθμητική και εκκλησιαστική μουσική στην οικία του. Από το 1863, έτος θανάτου του προαναφερόμενου δασκάλου, μέχρι και το 1878, την μόρφωση στο χωριό μεταλαμπάδευαν οι ιερείς. Το 1878, κατέφθασε στο χωριό καινούριος δάσκαλος, ο Χατζησθένης Σταυρινίδης, ο οποίος σπούδασε στα Ιεροσόλυμα. Στο μεταξύ, στα 1870, έλαβε χώρα η ίδρυση κοινοτικού σχολείου.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, το 1948, έπειτα από πρωτοβουλία ορισμένων κατοίκων του χωριού, πραγματοποιήθηκε η οικοδόμηση περιφερειακού γυμνασίου. Το συγκεκριμένο σχολείο, προτού τεθεί σε λειτουργία ως κυβερνητικό, αποτελούσε Κοινοτική Εμπορική Σχολή ή αλλιώς η Ανωτέρα Εμπορική Σχολή Πολεμίου.

Η ίδρυση του συγκεκριμένου σχολείου μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πράγματι ένα κατόρθωμα για τα δεδομένα και τις δυσκολίες της εποχής. Τότε, μάλιστα, η Κύπρος βρισκόταν υπό την αποικιακή κυβέρνηση, η οποία δεν ενδιαφερόταν για τη μόρφωση του λαού. Την ίδρυση της Σχολής στο Πολέμι οραματίστηκαν ο καθηγητής Νίκος Καραπατάκης, καθώς και μια ομάδα φιλοπρόοδων κατοίκων του χωριού. Αρχικά, απευθύνθηκαν στο Μητροπολίτη Πάφου, στη συνέχεια στον Άνθιμο, χωρίς όμως θετική ανταπόκριση. Έπειτα, έπεισαν τους προύχοντες του χωριού να απευθυνθούν στον υπεύθυνο για θέματα παιδείας. Τελικά, επιτεύχθηκε συμφωνία. Συγκεκριμένα, εξασφάλισε την άδεια ιδρύσεως με αντάλλαγμα τον έλεγχο της από την Εφορία της κυβέρνησης.

Σαφέστερα, στις 10 Ιουλίου του 1949, η κοινότητα Πολεμίου συγκεντρώθηκε για να συζητήσει σχετικά με την ίδρυση της Ανωτέρας Σχολής, αλλά και τον «καταρτισμόν του Καταστατικού αυτής». Έπειτα από πολύωρες συζητήσεις, εγκρίθηκε το Καταστατικό και διατυπώθηκαν οι Κανονισμοί από τριάντα άρθρα.

Όπως διασώζει ο Κωνσταντίνου Φίλιππος σε σχετικό κείμενό του, το 1ο και 2ο άρθρο καθόρισαν την «ονομασία και την έδρα της Σχολής», ενώ το 3ο όρισε το σκοπό της ίδρυσης της Σχολής. Συγκεκριμένα, τέθηκε ως βασικός σκοπός της σχολής η μόρφωση των παιδιών της υπαίθρου ανεξάρτητα από τη φυλή και το θρήσκευμα.

Επιπρόσθετα, μέσα από τα άρθρα ρυθμίστηκαν θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση και την οργάνωση του σχολείου. Λόγου χάρη, διευθυντής και ιδρυτής του σχολείου ορίστηκε ο Νίκος Καραπατάκης, ο οποίος μεταξύ των άλλων ήταν «υπεύθυνος για τον καταρτισμό των προγραμμάτων εργασίας, την εποπτεία των καθηγητών και την πειθαρχία των μαθητών». Τη διοίκηση του σχολείου ανέλαβε η «Σχολική Επιτροπεία» δέκα μελών με πενταετή θητεία και εκλεγμένη από τους άρρενες του χωριού που συμπλήρωναν το 22ο έτος της ηλικίας τους.

Στη συνέχεια, η Γενική Συνέλευση εξέλεξε Επιτροπεία έντεκα μελών, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο ιερέας του χωριού, ο Παναγιώτης Νεοφύτου. Η Επιτροπεία αυτή είχε συμβουλευτικό χαρακτήρα.

Σημαντικός σταθμός στην ιστορία της Σχολής θεωρείται η απόφαση της Σχολικής Επιτροπείας, στα 1952, να εγγραφεί στο «Μητρώο σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης» ως «δημοσιώς επιχορηγουμένης», με τον όρο να ακολουθεί «πρόγραμμα εμπορικής κατεύθυνσης». Αυτό σήμαινε την καταβολή των μισθών των καθηγητών από την κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα και τον πλήρη κυβερνητικό έλεγχο στις προσλήψεις προσωπικού, στα ωρολόγια καθώς και τα αναλυτικά προγράμματα.

Η προαναφερόμενη απόφαση της Σχολής

Το έκτακτο ταξίδι στο ΜαρόκοΦωτογραφία του λευτέρης τσίλογλου.

Με τα παιδιά μας έχει πλέον παγιωθεί μια κατάσταση. Απλώς ενημερώνεσαι για τις αποφάσεις τους. Βέβαια τις περισσότερες φορές με αυτές συμφωνείς. Θα ήταν όμως παράξενο να συμφωνείς με όλες, μα θέλεις δε θέλεις τις δέχεσαι. Μια τέτοια περίπτωση ήταν, όταν η κόρη μου παραιτήθηκε από τη καλοπληρωμένη δουλειά της στη Microsoft  και πήγε εθελόντρια στους γιατρούς χωρίς σύνορα στον …… ..Νίγηρα μια χώρα ιδιαίτερα φτωχή στην Αφρική και με επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης για τους ξένους υπηκόους. Δεν είναι γιατρός. Πήγε ως υπεύθυνη στην οικονομική διαχείρισή των αναγκών της οργάνωσης σε αυτή τη χώρα. Ήταν φυσικό  ν’ ανησυχούμε για την τύχη της εκεί. Και πράγματι πέρασε δύσκολά, αλλά η περηφάνια της δεν την αφήνει να το ομολογήσει

Όταν πέρασαν κάποιοι μήνες, με βάση τους κανονισμούς δικαιούταν άδεια κάποιων ημερών και είπαμε. Ευκαιρία να ιδωθούμε. Να πάμε εμείς εκεί ήταν αδύνατον γιατί δεν υπήρχαν συνθήκες παραμονής μας και επιπροσθέτως έπρεπε να κάνουμε μια δεκάδα εμβολίων σε μια χώρα που μαστίζεται από μεταδοτικές επικίνδυνες αρρώστιες. Η ίδια το σκέφτηκε να συναντηθούμε κάπου ενδιάμεσα, όπου υπήρχε αεροπορική επικοινωνία από Νίγηρα κι από Ελλάδα. Αυτή ήταν η Καζαμπλάνκα του Μαρόκου. Πράγματι έτσι έγινε. Με αεροπλάνο στη Μαδρίτη της  Ισπανίας και με άλλο προσγείωση στην Καζαμπλάκα. Κατάλυση σε ξενοδοχείο της αλυσίδας Barcelo και συνάντηση με την κόρη μας. Με ένα ξένο πρακτορείο  θα ακολουθούσαμε το οκταήμερο πρόγραμμα Αυτοκρατορικό Μαρόκο, δηλαδή επίσκεψη στις πόλεις που μέσα στην ιστορία υπήρξαν πρωτεύουσες της χώρας, δηλαδή σε Φεζ- Μαρακές- Ραμπάτ - Μεκνές Η πρώτη μέρα ξενάγηση στην Καζαμπλάνκα, Έτσι κι έγινε. Χαρήκαμε τη συντροφιά του παιδιού μας με επισκέψεις σε όμορφες πόλεις, αρχαιολογικούς χώρους, γεύσεις υπέροχες και μια σειρά νέες εμπειρίες

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017


Το ταξίδι στην Καππαδοκία και την Νότια Τουρκία

Ο παλαιός και καλός φίλος Νίκος Γαλανόπουλος, φαρμακοποιός, με πληροφόρησε ότι ο επίσης παλαιός και καλός φίλος Μάριος Μαρκοβίτης, ψυχίατρος, οργανώνει απ’ τη Θεσσαλονίκη μαζί με άλλους και κυρίως με απόφοιτες του κολλεγίου Ανατόλια, μια εκδρομή στην Καππαδοκία με διαδρομή επιλεγμένη από τους ίδιους με προέκταση στη Νότια Τουρκία και όλους τους ενδιαφέροντες εκεί τόπους. Δε μας χρειάστηκε πολλή σκέψη να δηλώσουμε κι εμείς συμμετοχή. Το κυρίως γκρουπ το συναντήσαμε στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης και από εκεί με αεροπλάνο προσγειωθήκαμε στο Νεβσεχίρ μέσα στην καρδιά της Καππαδοκίας. Άμεση επιβίβαση σε Πούλμαν. Επισκέψεις σε αξιοθέατα και αρχαιολογικούς χώρους. Διανυκτερεύσεις σε διάφορες πόλεις. Ενδεικτικά αναφέρω Καισάρεια, Σινασός, Ικόνιο (θρησκευόμενη πόλη), Παμούκαλε, Κας, Καστελλόριζο, Αττάλεια Με αεροπλάνο στην Κωνσταντινούπολη και μετά επιστροφή στην Αθήνα. Την κυρίως περιγραφή του ταξιδιού την έχω χρεώσει στον Μάριο, που ήταν ο κύριος οργανωτής της εκδρομής. Εδώ εγώ θα κάνω δυο τρεις σύντομες παρατηρήσεις. Οι Τούρκοι για πολλά χρόνια είχαν αφήσει τους χώρους στην τύχη τους μα κάποια στιγμή κατάλαβαν τη σημασία του και τον αξιοποίησαν κατά την αντίληψή τους. Στη διάρκεια του ταξιδιού για επισκέψεις σε ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους πληρώσανε σε εισιτήρια εισόδου ανά άτομο σχεδόν 200 ευρώ. Βεβαίως δεν είναι υποχρεωτικό να μπεις στους προχείρως περιφραγμένους χώρους, μα γίνεται αυτό όταν όλοι οι χώροι μιλούν για την παρουσία ανθρώπων, κυρίως ορθόδοξης παράδοσης, που παράτησαν τα πάντα για να σώσουν τη θρησκεία τους;

 Η ευρύτερη Μικρά Ασία είναι ένα απέραντο Μουσείο, αφού εκεί γεννήθηκαν, άνθισαν και πέθαναν μια σειρά πολιτισμοί του ανθρώπινου είδους. Πήγαμε και μπήκαμε σε κάποια από τα επίπεδα της υπόγειας πόλης που υπάρχει στη Μαλακοπή, μια ολόκληρη πόλη. Πληροφορίες για κάθε ενδιαφερόμενο υπάρχουν στο διαδίκτυο. Εγώ θα αρκεστώ σε μερικές φωτογραφίες μου από αυτήν την επίσκεψη. Εντύπωση μου έκαναν τα όμορφα Ελληνικά σπίτια στην Σινασό. Στις ιαματικές πηγές του Παμούκαλε στο ξενοδοχείο που μείναμε εκείνη τη βραδιά γινόταν ο ετήσιος χορός αποφοίτησης φοιτητών ενός ιδιωτικού κολλεγίου. Νέα παιδιά αγόρια και κορίτσια ντυμένα με άψογο τρόπο, μέσα στη μόδα σου έδιναν την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε μια δυτική πρωτεύουσα. Όταν πληροφορήθηκαν την παρουσία μας με χαρά μας κάλεσαν στο γλέντι τους και κάποιοι χόρεψαν μαζί τους. Άνεση  και πολιτισμός. Αυτό το λέω σε αντίθεση με την αυστηρή και φοβιστική εικόνα που είδαμε στο Ικόνιο. Φεύγοντας από την Καππαδοκία προς τη Νότια Τουρκία συναντούσαμε συνεχώς αρχαιολογικούς χώρους αλλά κάποια στιγμή έπεσα θύμα μιας ψευδαίσθησης. Μπροστά μας  εμφανίστηκε μια γυαλιστερή άσπρη τεράστια Θάλασσα ενώ λογικά η θάλασσα  ήταν πολύ μακρύτερα. Δεν ήταν θάλασσα αλλά θερμοκήπια σε δεκάδες χιλιάδες στρέμματα, που τα προϊόντα τους τροφοδοτούν χώρες της Ευρώπης  με όλα τα ζαρζαβατικά. Μετά από ενδιάμεσους σταθμούς  φτάσαμε στο Κας παραθαλάσσια πόλη και εγκατασταθήκαμε σε ένα ξενοδοχείο με το όνομα στα Ελληνικά ΗΡΑ. Την άλλη μέρα με το καραβάκι που ημερησίως κάνει την ίδια διαδρομή επισκεφθήκανε το Ελληνικό ακριτικό μας νησί Καστελόριζο. Με ντόπια βάρκα πήγαμε στη γαλάζια σπηλιά. Για να μπούμε μέσα έπρεπε να ξαπλώσουμε για να μην χτυπήσουμε στην είσοδο. Θα βάλω φωτογραφίες. Το παράξενο ήταν το εξής. Όταν μπήκανε σε Ελληνικό έδαφος μας έγινε έλεγχος διαβατηρίων, ενώ στην επιστροφή στο Τουρκικό έδαφος η είσοδος ήταν ελεύθερη

Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε την πόλη των ξενοδοχείων κατά μήκος της τεράστιας παραλίας. Μέρος που ζούσαν πολλοί Έλληνες μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών. Πληθυσμός ένα εκατομμύριο, ξενοδοχεία 600 και στα ήσυχα χρόνια είκοσι εκατομμύρια τουρίστες. Αρκούμε σε αυτά ενώ θα μπορούσα να πω πολλά περισσότερα


Φωτογραφία του λευτέρης τσίλογλου.


Η ιστορία του σχολείου μας : 1ο γυμνάσιο Συκεών
Ίδρυση Το σχολείο μας ιδρύθηκε το 1977. Το οικόπεδο ήταν του Δήμου και το κτίριο ήταν δωρεά των αδελφών Αποστόλου, Λέανδρου και Ιωάννας Φωκά, στη μνήμη του αδερφού τους Οδυσσέα, όπως γράφει και η αναρτημένη γι’ αυτό το σκοπό πινακίδα στο παλιό διδακτήριο, επί της οδού Οδ. Φωκά 17.

Ο Οδυσσέας Φωκάς γεννήθηκε στο Βατούμ της Ρωσίας το 1925 από οικογένεια αστών. Ο πατέρας του εγκατέλειψε τη Ρωσία και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη το 1930. Λόγω της οικονομικής κρίσης και εξ αιτίας της αρρώστιας του πατέρα του, πήγε μόνο 3 χρόνια και σε νυχτερινό γυμνάσιο, γιατί αναγκάστηκε να εργαστεί σε χαλκουργείο. Στη συνέχεια τα αδέρφια «άνοιξαν» ένα καροτσάκι στην οδό Ερμού με κάλτσες και εσώρουχα. Το 1957 ανοίγουν το πρώτο μαγαζί στην Ερμού και οι δουλειές πηγαίνουν καλά. Η οικογένεια Φωκά είναι γνωστή στη Θεσσαλονίκη για τις δωρεές της.
(από συνέντευξη της Ιωάννας Φωκά, αδελφής του Οδυσσέα Φωκά)

Λειτουργία Όπως προκύπτει από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του συλλόγου διδασκόντων πρώτος Διευθυντής του Σχολείου ήταν ο κ. Καλούδης Ιωακείμ, από το Σεπτέμβρη του 1977 μέχρι τον Αύγουστο του 1984.


Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017




Ο Σπυρίδων Λάμπρος με περισσή υπερηφάνεια και πιθανή μερικές φορές πρόθεση, η οποία δύσκολα γίνεται αντιληπτή, αποκαλύπτει την καταγωγή του:

''Είνε αληθέστατον μεν ότι κατάγομαι εκ Καλαρρυτών, μικρού χωρίου, επί της παραμεθορίου γραμμής του Ελληνικού Βασιλείου, έναντι του επί οθωμανικού εδάφους Συρράκου, πατρίδος ενός εκ των εξοχωτάτων πολιτικών ανδρών της Ελλάδος, του Κωλέττη, και ενός εκ των μάλλον φημισμένων ημετέρων ποιητών, του Ζαλοκώστα, αυτού τούτου του Συρράκου μετά της τέως ρουμανικής άνευ μαθητών σχολής, αλλ' είνε ακόμη αληθέστερον ότι ο πάππος μου υπήρξεν έν εκ των θυμάτων του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και ότι ουδείς εκ των συμπατριωτών μου των Καλαρρυτών, ως ουδείς εκ των κατοίκων του Συρράκου και των λοιπών χωρίων των διεκδικουμένων ως αρουμανικών αναγνωρίζει ότι τυγχάνει άλλο τι ή γνησιώτατος  και αδιαφιλονείκητος Έλλην''. 

Πατέρας του Σπυρίδωνος είναι ο Παύλος Λάμπρος, ευυπόληπτος και πλούσιος Ελληνόβλαχος εγκατεστημένος στην Κέρκυρα, όπου την Ογδόη Απριλίου 1851 γεννήθηκε ο Σπυρίδων. Χάρη δε στην πάντοτε άριστη υγεία του, στην οικογενειακή ευμάρεια, στην έμφυτη φιλομάθεια και στην ευδιάκριτη ευφυϊα του απέκτησε ευρύτατη μόρφωση. Ήδη το 1871 έχει περατώσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και την 25η Ιουλίου 1873 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Λειψίας, αλλά δεν επανήλθε αμέσως στην Ελλάδα επιδιώκοντας διεύρυνση των σπουδών στη Γερμανία. Πράγματι συνέχισε μεταδιδακτορικές σπουδές στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Εκεί επιδόθηκε στην ενδελεχή μελέτη των συγγραφών του ονομαστού Γερμανού Zinkeisen, ο οποίος πρώτος ήδη από το 1832 είχε ανατρέψει τον Jakob Ph. Fallmerayer. Ο Zinkeisen, αφού επέκρινε δριμύτατα τις πλάνες του Fallmerayer, αφοσιώθηκε στη συγγραφή συνεχούς ιστορίας του ελληνικού έθνους αποσκοπώντας στην οριστική λύση των ζητημάτων, που είχαν προκύψει από τις θεωρίες του Fallmerayer. Με θαυμαστή ευθυκρισία είχε θέσει ως πυρήνα και θεμελιώδη ιδέα την ενότητα του ελληνικού κόσμου σε όλες τις φάσεις της ιστορικής εξελίξεώς του. Έτσι έπαυσε να θεωρείται ως παρακμή του ρωμαϊκού κράτους η βυζαντινή ιστορία. Εκλαμβάνεται πλέον ως αρχή νέου ιστορικού βίου, κατά τον οποίο επέρχεται ''η βαθμιαία λήξις του αρχαίου και η διαμόρφωσις του νέου''. Εφεξής η βυζαντινή περίοδος, η οποία παρουσιαζόταν σαν εποχή ντροπής για τον Ελληνισμό έλαβε την αρμόζουσα θέση. 

Η νέα θεώρηση της ιστορίας ώθησε ημεδαπούς και αλλοδαπούς ιστορικούς στην έρευνα του Ελληνισμού κατά τους μέσους αιώνες, ώστε επιστημονικά να τεκμηριώνεται η συνέχεια και η ενότητα, η οποία αποτελούσε κοινή συνείδηση των Ελλήνων και πανίσχυρο κίνητρο προς ανεξαρτησία και εθνική ολοκλήρωση, όπως έχει προκύψει από το έργο των Κ. Παπαρηγόπουλου, Παύλου Καρολίδη και άλλων, μεταξύ των οποίων διακρίνεται ο Σπ. Λάμπρος, που έχει ερευνήσει τις τύχες του Ελληνισμού ως ενιαίου, συγγράφοντας πεντακόσιες μελέτες, μικρές, μεγάλες, βιβλία ολόκληρα και μερικά πολύτομα. Τα δημοσιεύματα του, κατά το χρονικό διάστημα 1866-1917, ανέρχονται σε 479 και συμποσούνται περίπου σε 39 ογκώδεις τόμους. Επιπρόσθετα υπάρχει και το εγκριτότατο περιοδικό Νέος Ελληνομνήμων, του οποίου κυκλοφορήθηκαν 21 τόμοι, που περιλαμβάνουν πρωτότυπες μελέτες του Σπ. Λάμπρου, και 17 τόμοι αποτελούν μεταφράσεις ιστορικών συγγραφών ξένων συναδέλφων του. Άξιες ιδιαίτερης μνείας συγγραφές του είναι η Ιστορία της Ελλάδος, ο ογκώδης κατάλογος των χειρογράφων του Αγίου Όρους, η δίτομη έκδοση του Μιχαήλ Ακομινάτου και οι δύο τόμοι των Παλαιολογείων. Επισημαίνονται επίσης ως εξαιρετικού ενδιαφέροντος και τα ακόλουθα: Λόγοι και Άρθρα (1878-1902), Μικταί Σελίδες (1905), Λόγοι και Αναμνήσεις εκ του Βορρά (1909), Ελευθέρια (1911). Εύλογα σημειώνει ο Ν. Σ. Δεπάστας ότι ''το συγγραφικόν του έργον εδημοσίευσεν ο Λάμπρος ιδίαις δαπάναις, της κρατικής προς αυτόν συνδρομής ούσης ανεπαρκεστάτης''.

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017



 




Σχολή Ματέυ

Πολυξένη Ματέυ – Ρουσοπούλου (1902-1999)

Η Πολυξένη Ματέϋ –Ρουσοπούλου ήταν παιδί του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα και έζησε όλα τα γεγονότα και τις αλλαγές αυτού του αιώνα. Πατέρας της, ο Όθων Ρουσόπουλος, χημικός, πρωτοπόρος στη συντήρηση χάλκινων αρχαιολογικών ευρημάτων και ιδρυτής της πρώτης τεχνικής σχολής στην Ελλάδα. Μητέρα της, η Ελένη Ναούμ, γεννημένη στη Λειψία από καστοριανούς γουναράδες, γυναίκα πολύ δραστήρια για την εποχή, συνιδρύτρια με την Καλλιρρόη Παρρέν του Λυκείου των Ελληνίδων. Αδελφή της η Αγνή Ρουσοπούλου, από τις πρώτες γυναίκες δικηγόρους στην Ελλάδα.

Η Πολυξένη και η Αγνή πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στην Αθήνα, παίζοντας στις αυλές με τις γαζίες και τα γιασεμά. Στο πατρικό τους σπίτι η μουσική κυριαρχούσε. Η Πολυξένη σπούδασε με τον τότε φημισμένο καθηγητή πιάνου, τον Βόλντεμαρ Φρήμαν. Το 1922, είκοσι χρονών, τη συναντάμε στη Λειψία, όπου συνέχισε τις σπουδές της στο πιάνο και έγινε σολίστ. Το 1926 παντρέυτηκε στη Λειψία τον ελληνικής καταγωγής (Ματθαίου) Ρουμάνο ζωγράφο Georg – Alexander Mathey.

Γνώρισε τον συνθέτη Carl Orff αργότερα, το 1934, ως καθηγητή , στο Μόναχο. Η ίδια λέει: « ‘Ενιωθα ότι το επάγγελμα του πιανίστα δε με ικανοποιούσε. Έτσι πήγα στο Μόναχο, στη θρυλική πια σχολή Günther , για να ασχοληθώ με έναν κλάδο που ανέκαθεν με τραβούσε: Μουσική και Κίνηση».

Με αυτά τα εφόδια και την αγάπη της στο χορό, τη μουσική και τη διδασκαλία, ιδρύει το 1938 στην Αθήνα μια μοναδική στο είδος της σχολή.Η πινακίδα γράφει: «Σχολή Γυμναστικής, Ρυθμικής και Χορού, Πολυξένης Ματέϋ –Ρουσοπούλου».

Η σχολή Ματέϋ ήταν σχολή χορού, οι μαθήτριές της όμως μιλούσαν για πιο ουσιαστικές σπουδές, για ολοκλήρωση προσωπικότητας, για φιλοσοφική θεώρηση της ζωής, για φως, πίστη, δύναμη…

Με τη σχολή συνεργάστηκαν διάφορες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχν’ων, όπως οι: Νίκος Σκαλκώτας, Αργύρης Κουνάδης, Κώστας Κυδωνιάτης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γιώργος Βακαλό, Γιάννης Μόραλης, Ευγένιος Σπαθάρης, Υβόννη Ντε Κίρικο, Γιάννης Μέτσης, Κώστας Μιχαηλίδης και μια πλειάδα άλλων φωτισμένων δασκάλων.

Στη σχολή Ματέϋ χόρεψαν, τραγούδησαν, σπούδασαν και πήραν τη φλόγα της ζωής της Πολυξένης πολλές «τυχερές» μαθήτριες, που με τον ίδιο ζήλο της δασκάλας τους φρόντισαν να μεταδώσουν τη γνώση, να σπείρουν ό,τι τόσο απλόχερα τους έδωσε.

Από το 1951 ως το 1956 λειτούργησε στη σχολή Επαγγελματικό Τμήμα τριετούς φοίτησης για την κατάρτιση δασκάλων «Ρυθμικής και Χορού».Στις απόφοιτες του τμήματος περιλαμβάνονται οι χορεύτριες Λία Μελετοπούλου και Ράνια Παπαδάμ. Από τη σχολή πέρασαν ακόμη η Γιάννα Φιλιπποπούλου, η Γίτσα Καρελλά, η Τούλα Χατζηγιαννάκη και δασκάλες που ίδρυσαν σχολές, και άλλες που διδάσκουν το Σύστημα Ορφ εδώ και στο εξωτερικό.

Λίγους μήνες πριν βγει ο 20ός αιώνας, στις 26 Σεπτεμβρίου 1999, έσβησε στα 97 της χρόνια μια σπουδαία γυναίκα. Η μουσική και η ποίηση τη συντρόφευαν ως το τέλος. Θυμόταν και απάγγελνε απ έξω κατεβατά ολόκληρα από Όμηρο, Αινεία, Γκαίτε, Σίλλερ και άλλους. Μέχρι λίγο πριν το τέλος, ανησυχούσε για την κατάσταση της μνήμης της, γιατί δυσκολευόταν να θυμηθεί τον Σικανέντερ, λιμπρεττογράφο του Μότσαρτ στο Μαγεμένο Αυλό…

Φωτογραφίες από το ιστορικό αρχείο της σχολής Ματέϋ

Πορφυρίωνος 1 & Κυπρίων Αγωνιστών, Ν. Μαρούσι  





Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017













Μαριάνθη Μπέλλα

Εκπαιδευτικός





19ος αιώνας

«Τα “εκτός πόλεως κείμενα” Πατήσια των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων ήταν τόπος κυνηγιού. Στα περιβόλια οι νοικοκύρηδες είχαν για φύλακα… αρκούδα που ήταν δεμένη την ημέρα και λυτή τη νύχτα κι ως τα τέλη του περασμένου αιώνα ληστοσυμμορίες έστηναν τα λημέρια τους στον Ποδονίφτη. Ακόμα και το 1908 η σημερινή Πλατεία Αμερικής χαρακτηριζόταν απόμερη περιοχή για μόνιμη κατοικία» (Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ν., Ιχνογραφία Πατησίων - Τα Πατήσια κάποτε…, Αθήνα 1993, σ. 31).



«Πάλιν στα Πατήσια, τα Κάτω λεγόμενα τότε. Στο σπίτι ενός ηλικιωμένου, ψηλόχοντρου, με φουσκωμένα μάτια και με αθηναϊκά κοντοβράκια κτηματίου, Κοπίδη επονομαζομένου […] Το σπίτι αυτό ήτο ένα ψηλό, τετραγωνικό οικοδόμημα, από τα εξοχικά των Αθηναίων πυργάκια, όπως τα ονόμαζαν. Δεν διετήρει πλέον τα ψηλά, μικρά παραθυράκια και την μικρήν και στενήν είσοδον των πύργων αυτών της τουρκοκρατίας με αμυντικά κατά των ληστών και των μικροεπιδρομέων οχυρώματα […] Απέναντί μας ήτο το παλιόν και ωραίον εξοχικόν σπίτι του Σταύρου Βλάχου. Εις αυτό παρέμεινε η γριά Βλάχενα, από την διαπρεπή των Αθηνών οικογένειαν των Τρικαλινών, με τον μεγάλον της υιόν Άγγελον, ο οποίος όμως σπανίως εφαίνετο, απασχολημένος στας Αθήνας, εξ αιτίας των εργασιών του» (Καμπούρογλου, Δ. Γρ., Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932, Βιβλιοπωλείο Δ.Ν. Καραβία, Αθήνα MCMLXXXV, σσς. 288-290).



«1881. Τα Πατήσια ένα πολυσύχναστο προάστιο στην αρχή της ακμής του. Πολλές επαύλεις έχουν κτιστεί και διανοίγονται καινούργιοι δρόμοι, ενώ η τοπική γιορτή της Πρωτομαγιάς έχει ήδη αποκτήσει φήμη κι από το 1878 «η ψυχή» του Σουρή εξυμνεί τη μαγεία της “γέλια, φωνές, μεθύσια… ψυχή μου στα Πατήσια”» (Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ν., Ιχνογραφία Πατησίων - Τα Πατήσια κάποτε…, Αθήνα 1993, σ. 33).



«… τα Πατήσια είχαν έναν ανεξάντλητο υπόγειο ποτάμι σε μεγάλο βάθος στη σημερινή περιοχή Κυπριάδου, κάτω από εκεί όπου βρισκόταν παλιά το συγκρότημα ψυγείων Σφακιανάκη. Επίσης στη θέση «πλακάκια» υπήρχε ένα πλατύ κι αστείρευτο πηγάδι που ανήκε στην αθηναϊκή οικογένεια Βεζανή, ανοιγμένο ίσως σε αρχαίο υδραγωγείο. Από το πηγάδι αυτό ποτίζονταν όλα τα περιβόλια της βόρειας περιοχής Πατησίων» (Σαμαρά-Γκαίτλιχ, Ν., Ιχνογραφία Πατησίων -Τα Πατήσια κάποτε…, Αθήνα 1993, σ. 26).







Αρχές 20ού αιώνα

«Απ’ την Ομόνοια όμως το τραμ συνεχίζει. Φτάνει τώρα μέχρι τα Πατήσια. Έχει πολλές ενδιάμεσες στάσεις. Μια απ’ αυτές είναι στη μπυραρία του Κλωναρίδη. Δίπλα στο εργοστάσιο της μαύρης μπύρας του Μονάχου έχει ανοίξει ένα θαυμάσιο κέντρο με ωραιότατο κήπο και πολυτελέστατα σαλόνια. Εκεί συγκεντρώνονται εκλεκτές συντροφιές […] Στην οδό Πατησίων υπάρχουν πολλές ωραίες επαύλεις με ολάνθιστους κήπους. Την άνοιξη μάλιστα με τ’ ανθισμένα δέντρα μοσχοβολάει το τόπος […] Ανάμεσα στα σπίτια υπάρχουν ακόμη πολλά περιβόλια. Όσο μάλιστα προχωρείς προς το τέρμα Πατησίων τα χωράφια είναι φυτεμένα με λογής-λογής λαχανικά. Η Πατησιώτικη πατάτα είναι ονομαστή στην Αθήνα. Δεν λιώνει και οι νοικοκυρές την προτιμούν» (Καιροφύλας, Γ., Η Αθήνα της Μπελ Επόκ, εκδ. Ίρις, Αθήνα 2001, σσ. 29-30).







Μεσοπόλεμος

“Κι αφού δεν μπορούσανε να πάνε μακριά, αποφασίσανε να κατηφορίσουν την οδό Πατησίων κι όπου τους βγάλει η άκρη! Έτσι για ν’ ανασάνουνε λιγάκι τον αέρα του υπαίθρου, να χαρούνε τα χλοϊσμένα λιβάδια και τα φουντωμένα περιβόλια και να λουστούνε στην πλημμύρα του φωτός. Χρόνια είχανε να κάνουν αυτόν τον αναπάντεχο περίπατο: από φοιτητές, όταν η Αλυσίδα με τα θέατρά της, τις ταραντέλες της και τα ρεστοράν της ήτανε το πρώτο εξοχικό κέντρο της Αθήνας» (Βάρναλης, Κ., Αττικά. 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική, φιλολογική επιμέλεια–κείμενα Ν. Σαραντάκος, εκδ. Αρχείο, Αθήνα 2016, σ. 392).



«Στα πολύ μικρά μου χρόνια, πριν αρχίσει ο πόλεμος και πριν πάω ακόμα στο σχολείο, πηγαίναμε στην Αγία Παρασκευή. Στο δρόμο περνούσαμε από το βουστάσιο του Φιλίππου. Η μυρωδιά από τις αγελάδες και το σανό ερχόταν βαριά ως έξω γιατί το βουστάσιο ήταν υπαίθριο μ’ ένα απλό στέγαστρο για τις αγελάδες. Είχα μπει μέσα και ήξερα πώς είναι. Η γιαγιά μου διηγόταν πως από ‘κει έπαιρνε το γάλα όταν ήμουν μωρό. Είχε μάλιστα απαιτήσει να της δίνουν από μια ορισμένη αγελάδα που την είχε ξεχωρίσει σαν την πιο υγιή» (Σεϊζάνη, Ρ., Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2007, σσ. 43-45).



«Καθώς προχωρούσε προς την οδό Πανεπιστημίου, άλλαξε γνώμη. Προτίμησε να πάει στην Πλατεία Αγάμων, όπου σύχναζε ο Ρομπέρ Κοέν, και πήρε σιγά, με τα πόδια την οδό Πατησίων. Όταν έφτασε στου Αγγελοπούλου, είχε νυχτώσει ολότελα. Ο δρόμος ήταν κακοφωτισμένος κι οι πάροδοι σκοτεινές. Μια ελαφρότατη ανοιξιάτικη ομίχλη μισοσκέπαζε τα πράματα. Ο Βάσιας περπατούσε αρκετά αφηρημένος. Ένα ταξί, στρίβοντας να μπει στην οδό Τροίας, παρ’ ολίγο να τον χτυπήσει» (Καραγάτσης, Μ., Γιούγκερμαν, τόμ. Α΄, εκδ. Real News, Αθήνα 2014, σσ. 392-393).









Πόλεμος-Κατοχή

«Φτάσαμε στην πλατεία Αγάμων. Στην Πατησίων γινότανε χαμός. Περνούσαν φορτηγά γεμάτα στρατιώτες. Τραγουδούσαν κι ο κόσμος τους πετούσε λουλούδια. Στα τραμ και τα λεωφορεία ο κόσμος ξεχείλιζε και κρεμότανε σαν τσαμπιά από τις πόρτες. Μπερδευτήκαμε με το πλήθος»  (Ζέη, Α., Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σ. 168).



«Ήταν ωραία στο νηπιαγωγείο στην Παμμακάριστο, τάξεις με μεγάλα παράθυρα που κοίταζαν τον ήλιο, διάδρομοι απλόχωροι, όπου, όταν έβρεχε, κάναμε διάλλειμα και παίζαμε κιόλας. Οι καλόγριες που λειτουργούσαν το σχολείο, δασκάλες, καθαρίστριες, μαγείρισσες ήταν ευχάριστες ή στρυφνές κατά περίπτωση […] Στην Κατοχή η Παμμακάριστος εξακολουθούσε να είναι σχολείο και κάθε μεσημέρι οι καλόγριες μοίραζαν συσσίτιο, όχι μόνο στις μαθήτριές τους αλλά και σε πολλά κορίτσια της γειτονιάς που πήγαιναν σ’ άλλα σχολεία» (Σεϊζάνη, Ρ., Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2007, σσ. 29-30).



«Την Αθήνα δεν τη θυμόμουν πια. Όταν μου έλεγαν ότι εκεί τα σπίτια ήταν κολλητά το ένα με το άλλο, μου φαινόταν πολύ παράξενο. Ήξερα όμως το τέρμα Πατησίων, όπου τα σπίτια δεν ήταν κολλητά και είχαν κήπους σαν τον δικό μας. Κι αυτό γιατί κάθε τόσο ξεκινούσαμε με μια μεγάλη παρέα ενηλίκων, αλλά και παιδιών, για να πάμε στο σπίτι του Λίνου Πολίτη, όπου έπαιζα με τα παιδιά του και τρώγαμε και σπιτικό παγωτό. Για να πάμε εκεί έπρεπε να περάσουμε από τα Τουρκοβούνια» (Καλογεροπούλου, Ξ., Γράμμα στον Κωστή, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 20157, σ. 96).



«Ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που κατάφερε να δημιουργήσει και να οργανώσει παιδικό συσσίτιο στον Άγιο Λουκά Πατησίων. Έτρεξε στην Αρχιεπισκοπή, στις αρμόδιες υπηρεσίες, στον Ερυθρό Σταυρό, στις γνωριμίες που είχε, από τις οποίες μια ζωή ποτέ του δεν είχε ζητήσει τίποτε, ζητιάνεψε, παρακάλεσε για τα παιδιά. Για ένα πιάτο ζεστά νερόβραστα φασόλια, για μερικές σταγόνες λάδι,  για λίγες σταφίδες. Και τα κατάφερε. Έστησε το συσσίτιο, ίσως το πρώτο συσσίτιο στην Αθήνα […] Όμως η μεγάλη καρδιά του δεν άντεξε πολύ. Οι μέρες του Γενάρη του 1942 ήταν γκρίζες και παγωμένες. Ο Γιάγκος (Τορναρίτης) έπεσε στο δρόμο, στην Πλατεία Αγάμων, έξω από το φαρμακείο της Ρένας Χρήστου. Ερχόταν με τα πόδια από το συσσίτιο για τα παιδιά του Αγίου Λουκά και πήγαινε στο γραφείο του στην Ακαδημία Αθηνών» (Μιχαηλίδης, Π. Μ., Αγαθουπόλεως 7. Μικρές ιστορίες από την μεγάλη Κατοχή, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1991, σ. 36).



«Είχαμε πάρει την οδό Πάρνηθος και γυρίζαμε με τα πόδια στα σπίτια μας, Μια στιγμή ο Γιώργος σταμάτησε απότομα το τραγούδι. Ακουστήκαν κάτι τρεχαλητά και μετά φωνές γερμανικές κι ο απαίσιος θόρυβος από τις μπότες και τις πιστολιές που έπεφταν. Μ’ αγκάλιασε και σταθήκαμε ακούνητοι» (Ζέη, Α., Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σ. 307).







Τα μεταπολεμικά χρόνια

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017



vgiannoul | 23/09/2013 |   της Μαρίας Γκασούκα



Η επώδυνη πορεία των γυναικών προς την κατάκτηση της ισότητας στη μόρφωση δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Είναι η επανάληψη -με καθυστέρηση λόγω των συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και της μακραίωνης σκλαβιάς- γεγονότων και διαδικασιών που προηγήθηκαν σε άλλες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, απόδειξη της κοινότητας και της οικουμενικότητας των προβλημάτων, αλλά και των αγώνων των γυναικών, τα οποία συχνά υπερβαίνουν και εθνικά όρια και ταξικές διαρθρώσεις.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 η πορεία αυτή, οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες που απηχούσε, δεν απασχόλησαν σοβαρά τους ιστορικούς, του κοινωνιολόγους κ.ά., άνδρες και γυναίκες, με τις φωτεινές εξαιρέσεις του Δ. Γληνού και του Α. Σβώλου. Ο ανδροκεντρικός επιστημονικός λόγος  πανηγύρισε συχνά για τη δημοκρατικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος του μετεπαναστατικού κράτους, το ίδιο συχνά με την «καθολικότητα» της ψήφου του ελληνικού λαού, την οποία εξασφάλιζαν τα πρώτα συντάγματα. Το ότι δεν αφορούσαν στις γυναίκες, στον μισό δηλαδή πληθυσμό και παραπάνω, πολύ μικρή σημασία είχε. Μόλις τα τελευταία χρόνια η εμμονή των φεμινιστριών επιστημόνων ανέδειξαν τις γυναικείες κοινωνικές αναζητήσεις και διεκδικήσεις κι έκαναν ορατές τις προσπάθειες των γυναικών τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα της ζωής.

Η στοιχειώδης εκπαίδευση, σε επίπεδο θεσμών πάντοτε, έγινε άμεσα προσιτή στα κορίτσια του νεοσύστατου Βασιλείου. Ιδρύθηκαν σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και διορίστηκαν οι πρώτες δασκάλες. Το διάταγμα της 18ης  Φεβρουαρίου κατοχύρωσε τη συμμετοχή των κοριτσιών στο αλληλοδιδακτικό σχολείο. Πυροδότησε, όμως, παράλληλα, μια έντονη συζήτηση για την ορθότητα της ενέργειας, για τις πιθανές επιπτώσεις της στη ζωή των κοριτσιών, στη μελλοντική τους μητρότητα, στις οικογένειες που επρόκειτο να αποκτηθούν, στην υγεία τους. Δεν έλειψαν ακόμα οι αναφορές και οι υπαινιγμοί για τις επιπτώσεις της στην ηθική τους. Το γεγονός φαίνεται καθαρά στους δύο διαφορετικούς όρους που τα εκπαιδευτικά προγράμματα χρησιμοποιούν προκειμένου να προσδιορίσουν τους σκοπούς τους: για χα αγόρια η «εκπαίδευση» είναι το διαβατήριο για την κατάκτηση του δημοσίου χώρου, το μέσον για ένα καλύτερο μέλλον, αυτό που προσδοκά η οικογενειακή στρατηγική, όσον αφορά στα αρσενικά μέλη που επιλέγει -όχι χωρίς υστεροβουλία είναι αλήθεια- να μορφώσει. Για τα κορίτσια είναι η «ανατροφή», ένας παράγοντας ενισχυτικός της προίκας τους, συμβολή στη μελλοντική κοινωνική καταξίωση του συζύγου. Τα ίδια προγράμματα διαφοροποιούνται ως προς το περιεχόμενο τους ανάλογα με το Φύλο και τον προορισμό του. Έτσι η διδασκαλία της Γεωμετρίας και της Φυσικής, για παράδειγμα, αντικαθίσταται στην περίπτωση των κοριτσιών με τα οικοκυρικά και, μάλιστα, με τα εργόχειρα.

Το ποσοστό των αναλφάβητων γυναικών, αμέσως μετά της απελευθέρωση, ανέρχεται στο 98% και των ανδρών στο 91%. Στο τέλος του αιώνα αυτό διαμορφώνεται σε 93% για τις γυναίκες και 69% για τους άνδρες, απόδειξη της δυσπιστίας καν της απροθυμίας κυρίως των κατοίκων της υπαίθρου να στείλουν τα κορίτσια τους στο σχολείο. Η σχέση αγοριών — κοριτσιών στις σχολικές τάξεις είναι στην ύπαιθρο συντριπτική υπέρ των αγοριών. Βελτιώνεται, ωστόσο, αισθητά σε συγκεντρωμένους αστικούς πληθυσμούς, ενώ αγγίζει το 50% σε περιοχές με έντονες επιδράσεις της Δυτικής κουλτούρας. Αυτό συμβαίνει στην Ερμούπολη της Σύρου και άλλες πόλεις των Κυκλάδων, όπου υπάρχουν καθολικές οικογένειες και ανεπτυγμένες εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τη Δυτική Ευρώπη. Εντούτοις, παρά την όποια κρατική μέριμνα για την είσοδο των κοριτσιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίσθηκαν από την Πολιτεία ως αποκλειστικό προνόμιο των αγοριών. Κι αν το έλλειμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καλύπτεται, σ’ ένα βαθμό, από την ιδιωτική πρωτοβουλία και τα καθολικά μοναχικά τάγματα, η κερκόπορτα των πανεπιστημίων θα μείνει ερμητικά κλειστή ως το 1890. Το άνοιγμα της θα βαφτεί από το αίμα μιας νεαρής κοπέλας που αυτοκτονεί γιατί απορρίφθηκε η αίτηση εγγραφής της. Γεγονός παραμένει, πάντως, η καθολική δυσπιστία και προκατάληψη κοινωνίας και πολιτείας, όσον αφορά στη μόρφωση των κοριτσιών αλλά και όσον αφορά στις ελάχιστες μορφωμένες γυναίκες της εποχής και, ιδιαίτερα, εκείνες που τολμούν να διεκδικήσουν ένα μικρό έστω κομμάτι της δημόσιας σφαίρας της ζωής. Κλασικό παράδειγμα η ζωγράφος Ελένη Αλταμούρα. Παρήγορη εξαίρεση η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου.

Εν πάσει περιπτώσει, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση των κοριτσιών είναι ιδιωτική, λειτουργεί με βάση τα πρότυπα της Δύσης και τα πρώτα παρθεναγωγεία ιδρύονται από αλλοδαπούς/ές, αν και σύντομα στον τομέα αυτόν θα δραστηριοποιηθεί και η Ελληνική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Σκέψεις και προτάσεις Υπουργών «περί ιδρύσεως ελληνικών σχολείων κορασίδων», ήδη από το 1840, συναντούν τη σθεναρή αντίδραση των πολιτειακών και ευρύτερα των κοινωνικών παραγόντων. Και είναι ενδιαφέρον ότι την περίοδο αυτή η Ελλάδα υπερηφανεύεται για το υψηλό ποσοστό φοίτησης μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το ότι η συμμετοχή των κοριτσιών κυμαίνεται μόλις στο 3,5 – 6% δεν φαίνεται ούτε να ξαφνιάζει ούτε να ενοχλεί. Η Εκπαίδευση είναι γένους αρσενικού κι αυτό αποτελεί την επίσημη κρατική επιλογή. Άλλωστε, ο χώρος της εκπαίδευσης είναι περιοχή όπου το έμφυλο όριο παρουσιάζει μοναδική αντοχή και εξαιρετικά περιορισμένη ευλυγισία. Η παρεχόμενη εκπαίδευση στα παρθεναγωγεία είναι υποβαθμισμένη σε σχέση με αυτή των Ελληνικών Σχολείων και όσον αφορά στη χρονική της διάρκεια και όσον αφορά στο περιεχόμενο σπουδών. Αποτυπώνεται δε με σαφήνεια στον κανονισμό του Λυκείου και Παρθεναγωγείου που συντάσσει ο Β. Γεννηματάς- «να παρασκευάσωμεν τους μεν παίδας χρηστούς πολίτας, τα δε κοράσια φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας». Τα δευτεροβάθμια σχολεία θηλέων ιδρύονται σε αστικά κέντρα, είναι ιδιωτικά και ταξικά προσδιορισμένα. Φοιτούν σ’ αυτά κόρες εύπορων οικογενειών, αν και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία τουλάχιστον, χορηγεί ικανό αριθμό υποτροφιών, γεγονός που επιτρέπει τη φοίτηση και σε κορίτσια μικροαστικών στρωμάτων. Η μόρφωση που παρέχεται είναι καλλιτεχνικοφιλολογική με έμφαση στις ξένες γλώσσες, τα οικοκυρικά και τα χειροτεχνήματα, ό,τι δηλαδή απαιτείται «δια να καταστήσουν τας παιδευομένας καλάς θυγατέρας και οικοδέσποινας». Τα εύπορα κορίτσια θα αξιοποιήσουν αυτή τη μόρφωση ως είδος προίκας. Τα μη εύπορα κορίτσια θα τη χρησιμοποιήσουν για Βιοπορισμό, αφού δύο είναι τα επαγγέλματα που -τις πρώτες δεκαετίες τουλάχιστον- μπορούν να ασκήσουν οι γυναίκες: Της υπηρέτριας και της δασκάλας (ή γκουβερνάντας).

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017


Τα  ρέστα

Μισοτελειωμένα έργα,

αδέξιοι χειρισμοί

σφάλματα και λάθη

μαζί με αστοχίες

Αχνά ίχνη σκέψεων,

εικόνες θολές της ζωής

μνήμες ανάμεσα

στον ύπνο και το ξύπνιο

μη γνωρίζοντας

τι είναι αλήθεια

και τι ψέμα

καταστάσεις αιωρούμενες

στο «είναι»

 και το όνειρο

στο μεταίχμιο

 έλξης και άπωσης,

της ύπαρξης

 και της ανυπαρξίας

Αυτά  ήταν τα ρέστα

 που έχουν απομείνει

από μια πολύχρονη διαδρομή








Η ιστορία του σχολείου μας

Σύμφωνα με πληροφορίες των γεροντότερων κατοίκων του χωριού, το σχολείο λειτούργησε για πρώτη φορά το 1905 στο συνοικισμό Λάλα. Από το 1905 έως το 1933 το σχολείο στεγαζόταν σε διάφορα ιδιωτικά κτίρια του συνοικισμού Λάλα. Το 1933 περατώθηκε η κατασκευή του μονοθέσιου διδακτηρίου σε οικόπεδο 6.000 τ.μ., παραχωρημένο από την Ιερά Μονή Λευκών, στη θέση που βρίσκεται και σήμερα. Το 1959 έγινε διθέσιο από μονοθέσιο. Το 1961 ολοκληρώθηκε η κατασκευή αφοδευτηρίων και το 1967 η προσθήκη δεύτερης αίθουσας διδασκαλίας, χρηματοδοτημένη από τον ΟΣΚ. Το 1970 έγινε τριθέσιο.

Πρώτος διδάξας το 1905 ήταν ο Γραμματοδιδάσκαλος Γκόρος. Ακολούθησαν οι διδάσκαλοι: Νικόλαος Τσαούσης (1909-1920), 1921-1927: Παπαΐωάννης Παπαβασιλείου και Ευάγγελος Μπενέτος, Χρυσάνθη Αγγελετοπούλου (1928-1961), Νικόλαος Μπούτης (1959-1964), Ασημίνα Μουσουτζάνη – Μπούτη (1961-1964), Αριστείδης Καράπας, Παγώνα Κοψαυτοπούλου, Βιργινία Πανούτσου και Ελένη Ζαφειρδούδη.



Πηγή: Βιβλίο Ιστορίας του Σχολείου

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017




Το παλαιότερο Δημοτικό σχολείο της πόλης των Τρικάλων

Υποβλήθηκε από fatsimare την Πέμ, 23/05/2013 - τρι


Το 1ο Δημοτικό Σχολείο Τρικάλων, αναφέρεται μεταξύ άλλων πως ιδρύθηκε το 1882 και είναι το πρώτο σχολείο της πόλης. Τα πρώτα χρόνια και ως το 1876 στεγαζόταν σε παλιό οίκημα κοντά στο ναό του Αγ. Στεφάνου, που ήταν τότε ο Μητροπολιτικός ναός.

To 1876 χτίστηκε η «Δωροθέα Σχολή των Θεσσαλικών Τρικάλων», με χορηγία του Μητροπολίτη Δωρόθεου Σχολάριου, στην οποία στεγάστηκε το 1ο Δημοτικό Σχολείο.

Απ' τη σχ. χρονιά 1975-1976 το 1ο Δημοτικό Σχολείο Τρικάλων στεγάστηκε σε μισθωμένα οικήματα στην οδό Χ. Τρικούπη και σε ξύλινα παραπήγματα.

 Έτσι το 1ο Δημοτικό Σχολείο Τρικάλων, που πριν ένα αιώνα διέθετε το ωραιότερο διδακτήριο, λειτούργησε για δεκαπέντε χρόνια σε δύσκολες συνθήκες.

Στις 2/2/1989 έγινε η μεταστέγαση σε νέο σύγχρονο δημόσιο διδακτήριο επί της οδού Δερβενακίων και Πιτσάκου. Στις 17/11/2006 έλαβε την προσωνυμία «Δωρόθεος Σχολάριος» προς τιμήν του μεγάλου ευεργέτη.

Σήμερα στεγάζεται εκεί η Φιλαρμονική του Δήμου Τρικκαίων.


Πηγή: papageorgopoulos.blogspot

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Δημοτικό Σχολείο Θραψανού, έχει τη δική του ιστορία. Θεμελιώθηκε το 1927 και ολοκληρώθηκε 3 χρόνια αργότερα. Ψυχή της προσπάθειας να ανεγερθεί το διδακτήριο ήταν ο διευθυντής, τότε, του σχολείου Δημήτριος Τσαγκαράκης, ένας φωτισμένος Κρητικός εκπαιδευτικός, με πολύπλευρη κοινωνική δραστηριότητα. 


   Ήταν εκείνος που ηγήθηκε της προσπάθειας να ενταχθεί το σχέδιο κατασκευής του διδακτηρίου στα κυβερνητικά σχέδια της εποχής, να βρεθούν χρήματα, και τελικά να αποδοθεί στη νεολαία του χωριού.

   Ο ίδιος ήταν πρόεδρος της επιτροπής ανοικοδομήσεως του σχολείου, που ανέλαβε όλη την ευθύνη, τη φροντίδα και την εποπτεία της οικονομικής διαχείρισης και των εργασιών, που διήρκεσαν επί τρία χρόνια. Στην επιτροπή, εκτός από τον Δημήτριο Τσαγκαράκη, ήταν μέλη οι, Μιχαήλ Βασιλάκης, πρόεδρος του Ταμείου Εκπαιδευτικής Προνοίας Θραψανού, Γεώργιος Μαυραντωνάκης, ταμίας του ίδιου Ταμείου, Ιωάννης Βεκράκης και Ιωάννης Χατζάκης, μέλη του Ταμείου. 

   Το κτίριο θεμελιώθηκε στις 20 Mαρτίου του 1927 και με πολλά προβλήματα και αγώνα, παραδόθηκε στις 3 Aπριλίου του 1930. Xρήματα για τις εργασίες προσέφεραν το κράτος, η τότε κοινότητα Θραψανού, η τοπική εκκλησία, πολλοί κάτοικοι της περιοχής αλλά και απόδημοι Θραψανιώτες, κυρίως από την Αμερική. Στις εργασίες κυριολεκτικά εργάστηκε όλο το χωριό, καθώς και οι κάτοικοι του, παρά το γεγονός ότι, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Δ. Τσαγκαράκης στο ημερολόγιό του, αρχικά είχαν επιφυλάξεις για τη χρησιμότητα ενός τόσο δαπανηρού αλλά κοπιώδους έργου. Τελικά το όραμα και ο αγώνας του διευθυντή του σχολείου τους, που μέχρι τότε λειτουργούσε σε διάφορες ακατάλληλες αίθουσες, τους ενέπνευσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τα μικρά παιδιά, οι μαθητές, συνέλαβαν στην προσπάθεια, μεταφέροντας λίθους από τα χωράφια, νερό σ’ αυτούς που εργάζονταν, κλπ.

  Αργότερα, στη διάρκεια της κατοχής, το κτίριο, από τα ομορφότερα στην ευρύτερη περιοχή, χρησιμοποιήθηκε  σαν Φρουραρχείο από τους κατακτητές για τους δικούς τους σκοπούς και στη συνέχεια επιστράφηκε για τη φυσική του αποστολή.
 

Γερμανικός ύμνος σε εσωτερικό τοίχο του σχολείου αφιερωμένος στο Πεζικό.


Τοιχογραφία που βρίσκεται στο εσωτερικό του σχολείου από τη γερμανική Κατοχή.
TO ΣXOΛEIO ΣHMEPA



   
    Tο Δημοτικό Σχολείο Θραψανού λειτουργεί ως εξαθέσιο και σε αυτό υπηρετούν έξι δάσκαλοι, ένας εκπαιδευτικός Φυσικής Aγωγής και ένας Aγγλικής  Γλώσσας. Συνολικά φοιτούν ογδόντα τρεις μαθητές από το Θραψανό, αλλά και από τα γειτονικά χωριά, τη  Bόνη και τους Ζωφόρους.
Στο σχολείο υπάρχουν κλειστό Γυμναστήριο και αίθουσα  Hλεκτρονικών Yπολογιστών.

    Το κτίριο του σχολείου διατηρείται σε άριστη κατάσταση, ενώ με τη λειτουργία του δίνει ζωή στην περιοχή, καθώς εξελίσσεται σε κέντρο όχι μόνο εκπαίδευσης, αλλά και πολιτισμού. Eίναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν σε αυτό, επιδιώκουν να συμβάλλουν στη διατήρηση της παράδοσης της περιοχής.  


Η αυλή του σχολείου.