Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
Οι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί τώρα και στον Μεσοπόλεμο


Ο Π. Βαβουλές, ως διευθυντής του 7ου δημοτικού σχολείου στα μέσα της δεκαετίας του ’30
Oύτε και φέτος θα γίνουν κανονικοί διορισμοί εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση διότι από τη αρχή της η πολιτική των σωτήριων(!) μνημονίων, που εκπορεύεται από τα ιερατεία της Ε. Ε. και την εφαρμόζουν οι πρόθυμοι εγχώριοι κυβερνητικοί και μη υπηρέτες της, πρώην και νυν, δεν επιτρέπει τους μόνιμους διορισμούς. Όπως ανακοινώθηκε από το υπουργείο Παιδείας η κατάσταση θα μπαλωθεί με την πρόσληψη αναπληρωτών και ωρομισθίων. Παλιά μου τέχνη κόσκινο! Φυσικό είναι μετά να αποπροσανατολίζουν, να πετούν τη μπάλα στην εξέδρα, να μιλούν για τα αυτονόητα. Τα ανούσια λόγια της κοκορομαχίας τους στη Βουλή, τα μάθαμε απ’ έξω: «Η σχολική χρονιά θα ξεκινήσει κανονικά και χωρίς κενά». Από τους 93.000 περίπου αναπληρωτές που κατέθεσαν αίτηση, θα προσληφθούν 24.000 και στις δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης, για μια… χούφτα μόρια. «Το σχολικό έτος 2011-2012 το ποσοστό των αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών επί των μόνιμων εκπαιδευτικών ήταν 8%, για να φτάσουμε το 2016-2017 στο 14%! Και φέτος, για ακόμη μία χρονιά (έβδομη στη σειρά), η αναλογία μόνιμου και ελαστικά εργαζόμενου προσωπικού (αναπληρωτές-ωρομίσθιοι) μεταβάλλεται υπέρ του δεύτερου, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο το εργασιακό μοντέλο που αργά και συστηματικά εμπεδώνεται στις σχολικές μονάδες», επισημαίνει ο εκπαιδευτικός αναλυτής Χρήστος Κάτσικας.
Δεν είναι όμως τωρινό το φαινόμενο της αδιοριστίας που η κάθε φορά εξουσία το έχει σαν όπλο για να παίζει τα παιχνίδια της και να κρατά ομήρους τους εκπαιδευτικούς. Θυμάμαι το φθινόπωρο του 1975 που μόλις έχω πάρει το πτυχίο του δασκάλου, η Αθήνα να είναι γεμάτη με αφίσες της Πανελλήνιας Ένωσης Αδιόριστων Δασκάλων που παρίστανε μια κουκουβάγια που δάκρυζε κι έγραφε: «8.000 αδιόριστοι δάσκαλοι».
Η ΑΔΙΟΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
Αλλά ας πάμε ακόμα πιο πίσω. Στο Μεσοπόλεμο (Μάρτης – Απρίλης 1935 με κυβέρνηση Τσαλδάρη) ο σπουδαίος Χανιώτης δάσκαλος, λαογράφος και πνευματικός άνθρωπος Παντελής Βαβουλές, γράφει ένα σημαντικό άρθρο σε δύο πρωτοσέλιδες συνέχειες, στο παιδαγωγικό περιοδικό «Παιδαγωγικές Σελίδες» που εξέδιδαν φωτισμένοι δάσκαλοι των Χανίων και αρθρογραφούσαν και καθηγητές της Μέσης εκπαίδευσης, με τίτλο «Η δημοτική μας εκπαίδευση». Εκεί με την πλούσια εμπειρία του στα σχολεία από την περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, αναλύει τα μεγάλα διαχρονικά προβλήματα της εκπαίδευσης, σημειώνοντας: [1] «Εκείνος που θα θελήση να ασχοληθή με την κατάσταση της δημοτικής εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα δεν μπορή παρά να καταλήξη σε συμπεράσματα όχι ευχάριστα. Λέγεται και γράφεται και πιστεύεται, πως η δημοτική εκπαίδευση ενός λαού, είνε η βάση και το κορύφωμα του πολιτισμού του. Και έτσι είνε. […] Γι’ αυτό μπορεί κανένας να αξιώση από τους κυβερνήτες μας μεγαλύτερη και περισσότερο ενδιαφέρον για το αντικείμενο της Κρατικής Πρόνοιας που λέγεται Λαϊκό Σχολείο. Η παρακολούθηση όμως των «πεπραγμένων» του Ελληνικού Κράτους, από την απελευθέρωσή του μέχρι σήμερον, στα ζητήματα της Δημ. Εκπαιδεύσεως, πείθει τον κάθε αμερόληπτο μελετητή, πως ποτέ το Κράτος δεν ενδιαφέρθηκε, όσο έπρεπε και όσο μπορούσε για την κατώτερη εκπαίδευση του Ελλ. Λαού. Αν κάπου-κάπου παρουσιάστηκαν μερικά φωτεινά μετέωρα στον εκπαιδευτικό μας ορίζοντα και τον φώτισαν για μια στιγμή, μέσα στο πέρασμά των ο ορίζοντας αυτός πήρε πάλι την πρώτη σκοτεινιασμένη όψη του. […] Ποιος φταίει λοιπόν και δεν είμαστε εκπαιδευτικά στη θέση που μας απαιτεί η ιστορική μας κληρονομιά[…]; Εδώ είνε κανένας υποχρεωμένος να πη μερικές πικρές αλήθειες. […] Και μας λένε κάθε φορά οι κυβερνήτες μας: “Δεν μπορούμε να χτίσωμε σχολειά, δεν μπορούμε να διορίσωμε δασκάλους, δεν μπορούμε να εφοδιάσομε τα σχολειά με τα πράγματα που χρειάζονται, γιατί δεν πάνε καλά τα οικονομικά του Κράτους”. […] Κι εμείς με την πονηρή σκέψη πως, αν τους πούμε, “αν δεν έχετε χρήματα να βρήτε”, θα μας βάλουν νέους φόρους είτε κι από αφέλεια πιστεύομε τις ομολογίες των σαν ειλικρινείς, τους δίδομεν “άφεσιν αμαρτιών” και ζουν αυτοί καλά κι εμείς… χειρότερα. Μα δεν είνε λοιπόν αλήθεια πως δεν υπάρχουν χρήματα για να διαθέση το Κράτος για την στοιχειώδη εκπαίδευση του λαού; Πιστεύω με ατράνταχτη πεποίθηση πως δεν είνε αλήθεια. Και το πιστεύω γιατί παρακολουθώ χρόνια τώρα τη ρεμούλα που γίνεται στο δημόσιο χρήμα. Βλέπω ένα σωρό αργόμισθους, που σαν βδέλλες απομυζούν το αίμα του Κρατικού οργανισμού. Διαβάζω κάθε μέρα στις εφημερίδες καταχρήσεις εκατομμυρίων πολλών, γιατί βέβαια ο δημόσιος θησαυρός δε φρουρείται καλά από εκείνους που έχουν αναλάβει τη φύλαξή του. Διαβάζω και εκπλήσσομαι για το μέγεθος και το πλήθος των φοροκλοπών που γίνονται χάρις στην εγκληματική αδράνεια και στην ένοχη αδιαφορία των Κυβερνητών μας που στερούν έτσι το Κρατικό ταμείο ενός τεραστίου χρηματικού ποσού. Βλέπω σε μια βουνοπλαγιά της Κισάμου 2 χιλιόμετρα ασφαλτοστρωμένο δημόσιο δρόμο. Βλέπω να διασχίζεται ο τεράστιος όγκος των Λευκών Ορέων για να συγκοινωνήσουν οι Κομητάδες με τα Χανιά. Βλέπω κοντολογής ανοιχτούς τους κρουνούς του δημόσιου θησαυρού. Ύστερα απ’ όλα αυτά είνε φυσικό να μην έχη το Κράτος να ξοδέψη εκείνα που ώφειλε να ξοδέψη νάχη μια στοιχειώδη εκπαίδευση στο λαό, που τόσο τσουχτερά φορολογεί, ανάλογη με τις σύγχρονες απαιτήσεις του πολιτισμού και ανάλογη με την ιστορική σταδιοδρομία και το μέλλον του ελληνικού λαού. Έτσι η δικαιολογία πως δεν υπάρχουν χρήματα, είνε χωρίς βάση και σε βάρος εκείνων που τη μεταχειρίζονται. […]».
Στη δεύτερη συνέχεια του κειμένου του ο Π. Βαβουλές θέλοντας να παρουσιάσει ανάγλυφη την εικόνα της κατάστασης της δημοτικής εκπαίδευσης και να πείσει για τη θλιβερότητά της, επικεντρώνει σε δύο κορυφαία ζητήματα: στο διδακτηριακό και στο πρόβλημα του διδακτικού προσωπικού.
ΤΟ ΚΤΙΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Γράφει: «[…] Ας πάρωμε πρώτα τη διδακτηριακή μας κατάσταση. Δεν μπορεί κανένας ν’ αρνηθή πως τα τελεταία 5 χρόνια κάτι έκαμε το κράτος […] Οι μικρές χρηματικές επιχορηγήσεις του κράτους συνδυασμένες με την προσωπική εργασία των κατοίκων των χωριών, με τον ένθερμο ζήλο Επιθεωρητών και δασκάλων επέτυχαν την ανέγερση αρκετών διδακτηρίων στην ύπαιθρο χώρα. Η πραγματοποίηση από το άλλο μέρος του Σουηδικού δανείου εχάρισε και στις πόλεις πολλά και καλά διδακτήρια. Αλλά τα ευχάριστα αυτά γεγονότα πρέπει να θεωρηθούν ως μια καλή απαρχή μόνον, γιατί οι διδακτηριακές ανάγκες της εκπαιδεύσεως μας είνε τεράστιες. Σκεφθήτε ότι ενοικιάζομε 2000 περίπου ιδιωτικά οικήματα για διδακτήρια, που όλα αυτά προωρισμένα, φυσικά, για κατοικίες οικογενειών είνε ακατάλληλα. Αν υπολογίσομε πως στο καθένα απ’ αυτά στεγάζονται κατά μέσον όρο 60 παιδιά θα βρούμε πως 120000 παιδιά του ελληνικού λαού στεγάζονται σε ανθυγιεινά διδακτήρια […]. Και να τι έγραψε τον περασμένο Νοέμβρη ο πρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας (Χρ. Ράικος), στο Διδασκαλικό Βήμα: “Αναγκαζόμεθα […] να θίξωμε το ζήτημα των ακαταλλήλων διδακτηρίων, για να τονίσωμε το μεγάλο κακό που γίνεται στη μαθητιώσα νεολαία μέσα σε διδακτήρια ακατάλληλα, μέσα σε τρώγλες πραγματικές που εκθέτουν τον πολιτισμό του κράτους μας και δημιουργούν προφυματικούς νέους ανίκανους για τη ζωή και επιζήμιους στους άλλους […]”».
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Για το θέμα αναφέρει: «[…] ως το 1930 είχαμε 36 είδη δασκάλων. Μέσα σ’ αυτά, τα 10 είδη αντιπροσώπευαν δασκάλους με επαρκή προσόντα. Τα 26 αντιπροσώπευαν δασκάλους χωρίς προσόντα. Μέσα σ’ αυτούς βρίσκονταν και δάσκαλοι με απολυτήριο του δημοτ. σχολείου [2] και οι δάσκαλοι των δύο μαρτύρων [3]. Ευτυχώς το μωσαϊκό αυτό πάη πια να λείψη […].
Στη συνέχεια αναφέρεται στο μεγάλο κακό από την ανεπάρκεια του αριθμού των δασκάλων σε σχέση με τον αριθμό των μαθητών και σημειώνει: « […] Σε όλα τα εκπαιδευτικώς προηγμένα κράτη έχει αναγνωριστή ως αξίωμα πια, πως ένας δάσκαλος δεν μπορεί να επιδράση αποτελεσματικά σε αριθμό μαθητών ανώτερο του 30. Σε μας έχει γίνει παραδεχτόν να διδάσκη ένας δάσκαλος 90-100 και 120 παιδιά! Ο μέσος όρος μαθητών κατά δάσκαλο στην Ελλάδα – στατιστική του 1932 – είνε 58! μαθητές. Κι ενώ έχομε τόση έλλειψη δασκάλων, μένουν αδιόριστοι εκείνοι που χρόνια τώρα πήραν τα πτυχία τους και περιμένουν να διοριστούν. Και έχει σήμερα το κράτος τέτοιους στη διάθεσή του πάνω από 2000 και δεν τους διορίζει, γιατί τρομάζει τη δαπάνη. Για να κατανοηθή ακόμη η εκπαιδευτική μας ανεπάρκεια θα είνε ανάγκη να μιλήσω με τη γλώσσα των αριθμών.[…] Ο μέσος όρος του ποσοστού των φοιτώντων στο δημοτικό σχολείο παιδιών επί του πληθυσμού ενός κράτους θεωρείται το 15%. Σύμφωνα με την αναλογία αυτή στην Ελλάδα επί πληθυσμού 6,5 εκατομμυρίων έχομε υπόχρεους για φοίτηση 975.000. Απ’ αυτούς φοιτούν

(στατιστική 1932) 753.000. Μένουν δηλ. έξω από το δημοτ. σχολείο 222.000. Και θα διερωτάσθε: Και ο νόμος της υποχρεωτικής φοιτήσεως που ισχύει από το 1834 κοιμάται; Βέβαια κοιμάται. […] Άλλη ομολογία των αριθμών: Στην πρώτη τάξη στα 1931-32 γράφτηκαν 216.180 μαθητές και στην έκτη 64.200, διαρρέουν δηλ. στο μεταξύ 152.000 το οποίον σημαίνει ότι από τους εισερχομένους στο δημοτικό σχολείο μόλις 30% φτάνουν στην τελευταία του τάξη. Τα άλλα 70 % τι γίνονται; […] Είπα παραπάνω πως αν είχαμε πραγματικά υποχρεωτική φοίτηση θα είχαμε 975.000 μαθητές. Αν δώσωμε 40 μαθητές σε κάθε δάσκαλο – δεν τολμώ να ειπώ 30 – θα χρειαζόμαστε 24.375 δασκάλους. Πόσους έχομε τώρα; Μόλις 14.500. Μας λείπουν δηλ. σχεδόν 10.000. Αλλά κι αν δεχτούμε τον αριθμό των εγγραφομένων μαθητών περίπου 800.000, χρειαζόμαστε 20.000 δασκάλους και έχομε και στην περίπτωση αυτή ένα έλλειμμα από 5.500 δασκάλους. Και όμως ανεχόμαστε να έχομε 2.000 δασκάλους αδιόριστους, που πεινούν και φθείρονται ψυχικά και 200 χιλιάδες παιδιά έξω από το δημοτικό σχολειό. […] Το ζήτημα είναι από τα σοβαρότερα της εθνικής μας ζωής και πρέπει άρχοντες και αρχόμενοι να το προσέξωμε και να το μελετήσωμε. Ποιος ξαίρει αν οι ανωμαλίες που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια στην πολιτικοκοινωνική μας ζωή δεν ωφείλονται στην ελαττωματικότητα της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως του ελληνικού λαού».
Από τη σύγκριση των δύο μακρινών μεταξύ τους εποχών, γίνεται φανερή η ομοιότητα της συμπεριφοράς και της πρακτικής όλων των κυβερνήσεων (με εξαίρεση την «κυβέρνηση του βουνού» της ΠΕΕΑ όπου πράγματι είχαμε μια λαϊκή παιδεία), αλλά και, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, η διαιώνιση και η μη λύση των προβλημάτων της εκπαίδευσης προς όφελος του λαού και του κοινωνικού συνόλου. Ο καθένας σκεπτόμενος πολίτης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.
*Ο Γιώργος Πιτσιτάκης είναι Δάσκαλος – Ιστορικός Ερευνητής
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το κείμενο του Π. Βαβουλέ διατήρησε την αρχική του μορφή. Η μόνη παρέμβαση που έγινε ήταν η μετατροπή του σε μονοτονικό.
[2] Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των διαφορετικών «ειδών» δασκάλων που καταγράφει ο Π. Βαβουλές χωρίς επάρκεια, με ελάχιστες γραμματικές γνώσεις και καμία παιδαγωγική κατάρτιση,  όπως διδάσκαλοι με απολυτήριο του δημοτ. σχολείου, γραμματοδιδάσκαλοι, υποδιδάσκαλοι κ.λπ.  Είναι όμως ευεξήγητο διότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ξεκίνησαν την διδασκαλική τους πορεία με τα λίγα κολλυβογράμματα που ήξεραν κατά την Κρητική Πολιτεία και ίσως πιο πριν και διορίστηκαν διότι υπήρχε ανάγκη δασκάλων και οι απόφοιτοι των διδασκαλείων ήταν λίγοι.
[3] Το 1914 µε την απελευθέρωση και νέων γεωγραφικών διαμερισμάτων, διορίστηκαν ως εκπαιδευτικοί και πάλι άτομα µε ελάχιστα προσόντα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε µε την Μικρασιατική καταστροφή. Τότε η πολιτεία, επέτρεψε να διοριστούν ως εκπαιδευτικοί στα σχολεία, όσοι μπορούσαν να πιστοποιήσουν µε ένορκο βεβαίωση δύο μαρτύρων, ότι είχαν εργαστεί στο παρελθόν στα σχολεία. Έτσι παρουσιάστηκαν «σμήνη» υποψηφίων, έμποροι, παντοπώλες, οπωροπώλες κτλ. Ήταν οι περίφημοι δάσκαλοι των “δύο μαρτύρων”.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου