Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

22.Υπηρέτησα την πατρίδα (μνήμες και σκηνές από τη θητεία μου στο στρατό)
Το γράμμα
Την εποχή που υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, ο αναλφαβητισμός ήταν ακόμα στις δόξες του. Για μια σειρά νέα Ελληνόπουλα το στρατιωτικό ήταν η πρώτη, μέχρι τότε, ευκαιρία να ξεφύγουν από το στενό περιβάλλον του χωριού τους, να γνωρίσουν νέους τόπους, νέους ανθρώπους και να συμμετέχουν σε πρωτόγνωρες γι’ αυτούς εμπειρίες. Είχα την «τύχη» να προλάβω τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων, που οι μόνες γνώσεις τους ήταν ο περιορισμένος χώρος του χωριού, μαζί με τη σκληρότητα, τις υποχρεώσεις και τα βάσανα της αγροτικής ζωής. Ήταν μια καλή ευκαιρία να προσγειωθώ στην πραγματικότητα της ζωής της υπαίθρου μετά τη ρομαντική εικόνα που σου σερβίρουν κάποια κείμενα και την έντονη ζωή της πρωτεύουσας που είχα ζήσει. Όλα αυτά σήμερα άλλαξαν. Ο αστικός πολιτισμός βίασε τις απομονωμένες κοινωνίες, κούρσεψε τα ειδικά χαρακτηριστικά τους και μετέφερε τις στρεβλώσεις του δυστυχώς με το χειρότερο τρόπο σε κάθε γωνιά της χώρας.
Δυο ήταν οι κύριες αφορμές για τις ραγδαίες αυτές εξελίξεις. Πρώτον το άνοιγμα των δρόμων και η εξέλιξη των μέσων μεταφοράς και εύκολης επικοινωνίας με τα αστικά κέντρα και δεύτερο, η τηλεόραση που ισοπέδωσε τις περισσότερες διαφορές και επέβαλε τη χοντροκομμένη ομοιομορφία στη χειρότερη κιόλας εκδοχή, αφού η έλλειψη προηγούμενης κουλτούρας ήταν η αφορμή να μην υπάρξουν ουσιαστικές αντιστάσεις σ’ αυτή την επιθετική επιδρομή.
Η ιστορία που θα διηγηθώ αναφέρεται σε ένα αγνό αγροτόπαιδο του βουνού, που με το στρατό βγήκε για πρώτη φορά από το χωριό του, οι μνήμες του ήταν μόνο οι καθημερινές κι ατέλειωτες εργασίες με τα ζώα. Η κτηνοτροφία είναι μια ολοήμερη σκλαβιά, η συνεχής έγνοια για τα ζώα, οι ατέλειωτες ώρες πάνω στα βουνά, κοντά στην άγρια φύση. Οι οικογενειακές δυσκολίες, η απομόνωση, οι ανάγκες να εξυπηρετηθούν τα ζώα δεν του άφησαν χρόνο να πάει σχολείο, να μάθει να διαβάζει και να γράφει. Η δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση ήταν ακόμα στα χαρτιά.
Εγώ ήμουν ο «μορφωμένος» γι’ αυτόν και σε μένα απευθύνθηκε όταν χρειάστηκε να στείλει κάπου τα μαντάτα του.. Αυτό, παρά το γεγονός ότι ήταν αυτήκοος μάρτυρας και παρών στις συνεχείς επιθέσεις, που αντιμετώπιζα από τους αξιωματικούς της μονάδας και στην προτροπή τους να με αποφεύγουν, ως επικίνδυνο κι αντεθνικό στοιχείο. Ίσως αυτές να αποτέλεσαν αντίθετα το κύριο κίνητρο να δείξει την εμπιστοσύνη σε μένα κι όχι σε κάποιους άλλους που επίσης γνώριζαν γραφή κι ανάγνωση.
« Λευτέρη θέλω να μου γράψεις ένα γράμμα να στείλω στη μάνα μου. Σου έχω εμπιστοσύνη ότι θα μείνει το θέμα μεταξύ μας. Ένας είναι ο όρος μου. Θα γράψεις ό,τι σου πω κι όπως τα πω. Εντάξει;»
« Έγινε Μήτσο!»
Δε θυμάμαι τα ακριβή λόγια που μου είπε αλλά το ζουμί τους ήταν περίπου το εξής:
Μάνα,
Πήρα τα νέα με το γράμμα σου. Μη μου ζητάς
να κλάψω για τον γέρο. Αρκετά μας βασάνισε.
Τώρα θα καλυτερέψει η ζωή σου, χωρίς τον βάρβαρο.
Κάτι άλλο με βασανίζει και με κάνει να φοβάμαι.
Μην τυχόν ο προκομμένος γιος σου κι αδελφός μου
κάνει τη χοντράδα του και ξεπουλήσει τα ζώα. Να
του το πεις. Αν κάνει κάτι τέτοιο σε δυο μήνες που
απολύομαι και γυρίσω στο χωριό θα του κόψω τα χέρια!
Θα του βγάλω τα μάτια και θα τον ξεκοιλιάσω.
Εσύ ξέρεις ότι αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Θα
μείνεις έτσι μ’ έναν γιο κι αυτόν στη φυλακή!
Αν δεις τη Φωτεινούλα, πες της ότι γυρίζω σε δυο
μήνες.
Ο γιος σου Μήτσος.
Μη μείνετε με τη ψευδαίσθηση ότι αυτά ήταν μόνο λόγια. Ο Μήτσος ήταν άνθρωπος
με μπέσα, καθαρός, χωρίς να έχει χαλάσει από τα ψεύτικα προσωπεία που στολίζει ο πολιτισμός τους ανθρώπους. Στη συνέχεια μου εξήγησε τα πράγματα.
« Κι η μάνα δεν μπορεί να το διαβάσει. Αλλά ξέρω ότι θα πάει στον παπά. Του έχει εμπιστοσύνη γιατί είναι από το σόι της. Ο αδελφός μου, Λευτέρη, είναι ένα αρπακτικό! Κι η μάνα η κακομοίρα είναι στη μέση ανάμεσά μας. Αν θα μπορούσε αυτός θα τα πούλαγε όλα. Ζώα, χωράφια, περβόλι και θα το έσκαγε με τα λεφτά, χωρίς να σκεφτεί κανέναν. Προς το παρόν όμως μόνο τα ζώα μπορεί να τα σκοτώσει στον πρώτο αγοραστή. Τα λεφτά που θα πάρει δεν τον σώζουν, αλλά η ζημιά που θα πάθουμε θα είναι μεγάλη. Όλα ξεκινάν από τη Φωτεινούλα, μια γειτονοπούλα μας. Η καλή μου διάλεξε εμένα να παντρευτεί κι αυτός πάει να σκάσει από τη ζήλεια του. Δεν τον χωράει ο τόπος, λες και το χωριό δεν έχει άλλα κορίτσια. Ο πατέρας μας ήταν ένας τύραννος για όλους μας αλλά κυρίως για τη μάνα μας. Της έκανε τη ζωή αβίωτη και την χτυπούσε κιόλας. Λίγο πριν έρθω στο στρατό του είπα. Θα σε σκοτώσω αν μάθω ότι άπλωσες χέρι πάνω της. Ευτυχώς το πιοτό και οι άλλες ασωτίες έλυσαν το πρόβλημα και τον έστειλαν πρόωρα στο χώμα»
Πράγματι, σε δυο μήνες έφυγε παίρνοντας στο χέρι το πολυπόθητο απολυτήριο. Βλέπεις ήταν παλαιοσειρά και είχε καταταγεί στο στρατό πριν από μένα, χωρίς όμως να είναι μεγαλύτερος. Απλώς δεν είχε πάρει αναβολή και δεν είχε πρόσθετες μέρες από φυλακίσεις. Ήρθε να με αποχαιρετήσει.
«Λευτέρη, σ’ ευχαριστώ. Καλό απολυτήριο και σε σένα!»
« Μήτσο, θα ήθελα να έχω τα νέα σου!»
«Πώς; Να σου γράψω, δεν ξέρω γράμματα και στο χωριό δεν έχω άνθρωπο εμπιστοσύνης. Ένας τρόπος υπάρχει. Να έρθεις εσύ στο χωριό. Θα ήταν μεγάλη χαρά για μένα. Μη φοβάσαι εκεί τίποτα. Θα καθαρίσω εγώ για όλα» ( Μάιος 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου