Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017




Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1845. Σπουδασε νομικά και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1868. Το πάθος του για τη λογοτεχνία ήταν απέραντο. Μολονότι το επάγγελμα του δικηγόρου τον απασχολούσε πολύ - ήταν αναγκασμένος να κερδίζει χρήματα για να ζει - κατόρθωνε να ξεκλέβει τον καιρό που χρειαζόταν για να δημιουργήσει μέσα σε ελάχιστα χρόνια, ένα έργο ογκοδέστατο.

Η συγγραφική του εργασία, πεζή και έμμετρη, κράτησε γύρω στα 8 χρόνια. Το 1874 έφυγε άρρωστος στο Παρίσι, όπου και πέθανε τον ίδιο χρόνο. Κηδεύτηκε στην Αθήνα, μέσα σ' ένα πρωτοφανές πένθος!

Θαμώνας βιβλιοπωλείων, μέλος διαφόρων φιλολογικών συλλόγων, συνιδρυτής του "Παρνασσού", χαρακτηριζόταν από ένα έντονα ανήσυχο πνεύμα. Ίδρυσε, επίσης, και τη "Σχολή Απόρων Παίδων".

Υπήρξε χαρακτηριστικός τύπος για την εποχή του. Ήταν κομψός και συμπαθής. Ωστόσο, απ' το πρόσωπό του δεν έλειψε ποτέ η σκιά της μελαγχολίας και όλο του το έργο είναι διαποτισμένο από απαισιοδοξία.

Έργα του: Ποίηση (Εικόνες Και Κύματα, Έπεα Πτερόεντα, Παντοίαι Ποιήσεις), Πεζά (Οι Σκοτεινοί Έρωτες, Το Χρυσίον, Η Λουομένη Ρωμαία, Αι Αδελφαί Του Βορρά, Ηχώ Και Νάρκισσος, Ευρώπη, Μια Μητέρα), Κριτικά, Μεταφράσεις, Θεατρικά (Γαλάτεια, Χίμαιρα, Σκύλλα, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Διός Έρωτες, Αμάλθεια, Οι Καλλέργαι, Λουκάς Νοταράς, Θάνος Καλλισθένης, Ή Έγγαμος Ή Αυτόχειρ), Διάφορα (Επιφυλλίδες, Λόγοι, Καλλιτεχνικά).

Όλο του το έργο αυτό τυπώθηκε σε 4 τόμους κάτω απ' το γενικό τίτλο "Αττικαί Νύκτες" (1873 - 1874). Απ όλη αυτή τη συγγραφή, να σημειωθεί πως "Οι Καλλέργαι" όταν παίχτηκαν συγκλόνισαν την Αθήνα κι η "Γαλάτεια" είχε προκαλέσει φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ο Βασιλειάδης ήταν για την εποχή του ένας λογοτέχνης που χειροκροτήθηκε όσο κανένας άλλος. Υπήρξε ο κορυφαίος ρομαντικός, τότε που ο Ρομαντισμός ήταν λογοτεχνικό κίνημα στην Ελλάδα.

Ήταν στενός φίλος του Δημήτρη Παπαρρηγόπουλου, σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό, που οι σύγχρονοί τους, τούς αποκαλούσαν Διόσκουρους. Έγραψαν στην καθαρεύουσα κι υπήρξαν και οι δύο οι τελευταίοι θερμοί υποστηρικτές της...

Εικόνες

Όταν προβάλλ' εις το βουνό η συμπαθής Σελήνη
και, ως λυχνία εις ειρκτήν, παρήγορον φως χύνει,
ποθώ λαμπρά ερείπια και σκιαυγείς ερήμους
μονήρης να αφήνομαι εις ρεμβασμούς πενθίμους.
Τι είμαι δε γνωρίζω.
Και ως εις σκότη άλυτα, σκιά κι εγώ γυρίζω...

Πως δυστυχών ο άνθρωπος κι εμπόλεμος πλανάται;
Αφού να σβήνει πέπρωται, τάχα προς τι γεννάται;
Που τρέχει; Πως ο δίκαιος κακούται και οιμώζει,
ενώ καρδία πονηρά και χαίρει και δεσπόζει;
Χριστέ εδώ κατέβης;
Περίμενε τον στέφανον του πόνου και της χλεύης!

Ω, τις ποτέ την πλάκα του νεκρός θα ανασείσει,
και τις θνητός της πλάσεως το αίνιγμα θα λύσει;
Χωρίς ελπίδα εις τη γην, χωρίς σκοπόν πλανώμαι,
και αν πετώ, ως πύραυλος, το σύμπαν να θεώμαι,
ουδέν ανακαλύπτω.
Και προς τη γην βαρύθυμος, αστήρ διάττων πίπτω.

Παιδίον ότε έπαιζον σκιρτών και αμερίμνως,
ήμην διάπυρος χαρά και των ελπίδων ύμνος.
Και ήτον η καρδία μου χαρίεσσα και λεία,
ως προσγελά εις της αυγής το μέτωπον αιθρία.
Αλλ' ήδη, μαύρα νέφη
ο λογισμός τας αλγεινάς εικόνας μου συστρέφει.

..........................................................

Και τι δεν είναι άδικον και φρούδον και απάτη.
Υπό το ρόδον τ' ανθηρόν η έχιδνα φυλάττει,
υπό ωραίον πρόσωπον καρδία μαύρη πάλλει...
Δόξα, τιμή αβέβαια, γέλωτες, πλούτη, κάλλη,
τα πάντα ψεύδος είναι,
και μόνο είναι αληθή ο τάφος κι οι οδύναι!

Από το μπλοκ Λογοτεχνικοί περίπατοι ( Διάττων Αβρός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου