Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017




ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ
Το «Λαϊκόν Νοσοκομείο Αθηνών» όπως ήταν το αρχικό όνομά του, είναι ένα νοσοκομείο που αποτελεί μια ξεχωριστή παρουσία, με δράση 70 περίπου χρόνων, στον αγώνα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας στη χώρα μας.
Μέσα στα σχέδια των πολιτικών της δεκαετίας του 1930 ήταν η ανάγκη της ύπαρξης ενός νοσοκομείου με σκοπό τη νοσηλεία αρρώστων κυρίως των κατοίκων της πόλης των Αθηνών χωρίς οικονομικές διακρίσεις. Μετά από αλλεπάλληλες συσκέψεις των Καθηγητών της Ιατρικής Σχολής και της Συγκλήτου αποφασίστηκε το πανεπιστημιακό περίπτερο στο Γουδί που προοριζόταν για εργαστήρια Μικροβιολογίας και Υγιεινής, να μετατραπεί σε νοσοκομείο και να στεγαστούν σε αυτό η Α΄ Παθολογική και η Α΄ Χειρουργική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η τοποθεσία αυτή θεωρήθηκε καταλληλότερη μια και ήταν εκτός πόλεως, σε καλύτερο περιβάλλον, ήσυχο, υγιεινό και μακριά από το θόρυβο της πόλης. Το 1933 ο Πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης συμφώνησε με την πρόταση των Καθηγητών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών να ιδρυθεί ένα νοσοκομείο για άπορους πολίτες. Μεταξύ Πανεπιστημίου και Κράτους συμφωνήθηκε το Κράτος και ειδικότερα το Υπουργείο Υγιεινής και Αντιλήψεως να αναλάβει την κάλυψη των δαπανών για τις οποιαδήποτε μεταβολές, οικοδομικές μετατροπές και εγκαταστάσεις του Λαϊκού καθώς και τα έξοδα νοσηλείας μέχρι 300 ασθενών, και τη μισθοδοσία όλου του προσωπικού εκτός του ιατρικού.
Επί προεδρίας της Δημοκρατίας του Αλέξανδρου Ζαΐμη στις 2 Σεπτεμβρίου 1933 ψηφίστηκε ο Νόμος 5746, από τη Βουλή και τη Γερουσία για την ίδρυση και οργάνωση Νοσοκομείου με την επωνυμία «Λαϊκόν Νοσοκομείον Αθηνών». Το νοσοκομείο άνηκε στη δικαιοδοσία του τότε Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως και αποτελούσε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Ο πρωταρχικός σκοπός της ιδρύσεως του Νοσοκομείου ήταν η νοσηλεία των πασχόντων απόρων από κοινά νοσήματα, και συγχρόνως η εκπαίδευση των ιατρών, των φοιτητών της Ιατρικής Σχολής και των νοσοκόμων.

ΑΡΧΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ
Το όλο κτίριο του Νοσοκομείου αποτελείτο από το ημιϋπόγειο, ισόγειο και δύο ορόφους. Στο ημιϋπόγειο και στο ισόγειο εγκαταστάθηκαν οι διοικητικές υπηρεσίες, το φαρμακείο, η αποθήκη τροφίμων και σε τρία δωμάτια τα εργαστήρια της Παθολογικής Κλινικής. Η έκταση του χώρου του καθενός εξ αυτών δεν ήταν ικανοποιητική για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Νοσοκομείου.
Στο 2ο όροφο εγκαταστάθηκε η Α΄ Χειρουργική Κλινική και τα χειρουργεία με την αποστείρωση. Στον 1ο υπήρχε η Α΄ Παθολογική Κλινική και το αμφιθέατρο που βρίσκεται στην ίδια θέση και σήμερα.
Η λειτουργία της Α΄ Παθολογικής Κλινικής άρχισε τον Οκτώβριο του 1933 με διευθυντή τον Καθηγητή Σπ. Λιβιεράτο και από το 1934 με προϊσταμένη τη Νοσηλεύτρια του Ε.Ε.Σ. Καλ. Γιουλούντα. Η δύναμη των κλινών της Κλινικής ήταν περισσότερες από 100.
Η λειτουργία της Α΄ Χειρουργικής Κλινικής άρχισε τον Ιούνιο του 1934 με διευθυντή τον Καθηγητή Μ. Γερουλάνο και με προϊσταμένη τη Νοσηλεύτρια του Ε.Ε.Σ. Μ. Κολέτσου. Η καθυστέρηση της λειτουργίας της Χειρουργικής Κλινικής, οφειλόταν στην καθυστέρηση αποπεράτωσης των εγκαταστάσεων των χειρουργείων. Η δύναμη σε κλίνες της κλινικής ήταν μόνο 28 κλίνες.
Τα χειρουργεία του Νοσοκομείου και η αποστείρωση, ήταν ευρύχωρα και θεωρούνταν τα πλέον σύγχρονα για την εποχή εκείνη αφού από την αρχή είχαν σχεδιαστεί γι’ αυτό το σκοπό. Αποτελούνταν από δύο αίθουσες, με δύο χειρουργικά τραπέζια σε κάθε αίθουσα. Η μία αίθουσα εξυπηρετούσε άσηπτες επεμβάσεις και η άλλη σηπτικές.
Μεταξύ των δύο κλινικών υπήρχε αρμονική συνεργασία και οι εργαστηριακές εξετάσεις των ασθενών της Χειρουργικής Κλινικής γίνονταν στα εργαστήρια της Παθολογικής Κλινικής για τα οποία παραχωρήθηκαν τρία δωμάτια της Παθολογικής Κλινικής. Το εξωτερικό Παθολογικό και Χειρουργικό Ιατρείο στεγαζόταν στο ίδιο δωμάτιο λόγω έλλειψης χώρων.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017


Το Ελληνικό Σχολείο της Ελληνικής Κοινότητας του Βουκουρεστίου
στο διάστημα 1921-1946

Η ιστορική έρευνα πάνω τις ελληνικές κοινότητες της Ρουμανίας σταμάτησε στο 1900[1]. Εξ αιτίας του ότι το αρχείο της Ελληνικής Κοινότητας χάθηκε για διάφορούς λόγους και οι πηγές πού αφορούν τούτο το θέμα είναι λίγες, η παρούσα εισήγηση σκοπέυει να κάνει ένα γενικό σχέδιο του ελληνικού σχολείου που λειτουργούσε σ¢αυτό το διάστημα, αναφέροντας κάποια προβλήματα που αντιμετώπισε το ελληνικό σχολείο, επιμένοντας στη μεταμόρφωσή του από το Δηματικό με τέσσερις τάξεις προς το Γυμνάσιο, ιδρυσμένο στο 1929 και αναγνωρισμένο από το ελληνικό κράτος στο 1931, βάση του Πρωτοκόλλου από τις 12 Αυγούστου 1931, επίσης και στο προσωπικό που δίδαξε στο ελληνικό σχολείο.

Η έκθεση[2] από το 1924 του διευθυντή του σχολείου, του Δημητρίου Μπανέ, προς το Υουργείο Εκπαίδευσης της Ρουμανίας, που συμπεριλαμβάνει χρήσιμές πληροφορίες για την ανάπτυξη του ελληνικού σχολείου, διευκρινίζεται πως το σχολείο ιδρύθηκε το 1902, με την άδεια του υπουργείου, αριθμό 15 381/1902 και λειτουργεί στην οδό Lucaci, 41, σαν μεικτό δημοτικό σχολείο, με δικό του πρόγραμμα. Δυστυχώς, στο αρχείο του Υουργείου Εκπαίδευσης δε βρήκαμε αναφορές στο 1902 που να υποστηρίξουν αυτό το στοιχείο. Η πρώτη σημείωση[3] για την ύπαρξη ενός ελληνικού σχολείου είναι του 1907, όπου μαθαίνουμε ότι η διυεθύντρια του σχολείου, η Ολυμπία Ιοβανάκη, προκάλεσε έναν εκπρόσωπο του υπουργείου για να συμμετάσχει στις τελικές εξετάσεις του σχολείου. Ο σχολικός επιθεωρητής, ο Simionescu, κοινοποιήσε,[4] στις 10 Απριλίου 1909, στον υπουργό της εκπαίδευσης ότι το ελληνικό σχολείο λειτουργεί με τέσσερις τάξεις στο Δημοτικό και την Πέμπτη τάξη, με ελεύθερα μαθήματα (curs liber), όπου γράφτηκαν 96 μαθητές. Η πρώτη ονομασία του Ελληνικού Σχολείου Κορασίων της Ελληνικής Κοινότητας του Βουκουρεστίου αναφέρεται στο 1911.[5]

Δε θα επιμένουμε πάνω στην ιστορία του Ελληνικού σχολείου πριν το 1921. Προσφέραμε αυτά τα παραδείγματα για να αποδείξουμε πως το σχολείο λειτουργούσε, περίπου συνεχώς, ίσως από το 1902, όπως αναφέραμε, μέχρι το 1921, εκτός το διάστημα 1917-1918, όταν, εξ αιτίας του πόλεμου, το σχολείο έκλεισε ( στο αρχείο του Υπουργείου Εκπαίδευσης δεν υπάρχουν στοιχεία για τη λειτουργεία του σχολείου ).
Στην αλληλογραφία[6] μεταξύ τη Σχολική Εφορία και το Υπουργείο Εκπαίδευσης Ρουμανίας από τις αρχές του 1921, περιλαμβάνει και πληροφορίες σχετικά με το Δημοτικό Σχολείο της Κοινότητας Βουκουρεστίου. Αναφέρεται πως το ωράριο του σχολείου θα εγκριθεί μόνο αν προθέσουν μία ώρα της Ρουμανικής γλώσσας, στις ΙΙη ώς την VIIη τάξη και μία ώρα ζωγραφικής στην κάθε τάξη. Επίσης, στην αλληλογραφία αυτή υπάρχει και η παραπομπή του διευθυντή του σχολείου, όπου προσδιορίζει ότι λειτουργεί σαν μεικτό δημοτικό σχολείο, με τέσσερις τάξεις δημοτικό και συμπληρωματικά μαθήματα, στις υπόλοιπες τάξεις. Ο διευθυντής του σχολείου ήταν ο Δήμητριος Μπανές, απόφοιτος της Θεολογηκής Σχολής της Χάλκης, από το 1909, όταν τον είχε αντικαθιστεί τον Πλάτωνα Ηλιάδη, διεθυντής του σχολείου στο διάστημα 1915-1919. Τα μαθήματα που διδάχτηκαν στο σχολείο ήταν σύμφωνα με το πρόγραμμα των ιδιωτικών σχολείων.

Στο 1922, ο διευθυντής του σχολείου, ο Δ. Μπανές, έστειλε μία αίτηση[7] στον υπουργό εκπαίδευσης Ρουμανίας, στην οποία ζητούσε άδεια λειτουργίας για το καινούριο κτίριο του Παρθεναγωγείου, στην οδό Columbelor, πού βρισκόταν στην αυλή του Αρεναγωγείου, χωρισμένο απ¢αυτό με φράχτη. Η αίτηση περιέχει και το παράρτημα με το σχέδιο του Δημοτικού, ΙΙη τάξη-14 μαθητές, ΙΙΙη τάξη-25 μαθητές, ΙVη τάξη-16 μαθητές, Vη τάξη-20 μαθητές και VΙη τάξη-10 μαθητές, συνολικά ήταν γραμμένοι 85 μαθητες. Στο 1922 υπαρχουν στοιχεία, στο ίδιο αρχείο που το αναφέραμε, σχετικά με το προσωπικό του σχολείου, τότε, το υπουργείο διόρισε τη δημοδιδασκάλισσα και διευθύντρια του Παρθεναγωγείου, την Βενετία Κώττα να διδάσκει Ελληνικά και γαλλικά. Στο ίδιο ειδοποιηρήριο διορίστηκαν και οι δημοδιδασκάλισσες, να διδάξουν Ελληνική γλώσσα και η Λεμώνια Ιακομόπουλο, η Εκατερίνα Σωτηρίου και η Όλγα Καρά, επίσης και οι δημοδιδάσκαλοι ο Δ. Μπανές, ο Δημήτριος Γρηγοριάδης, ο Μικάδρος Κονσταντοπούλο και ο Μάρκος Πουλιάς.



Ιστορικό Μουσείο Κρήτης

Το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης (Ι.Μ.Κ.) που ιδρύθηκε το 1953 από την Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών (Ε.Κ.Ι.Μ.) παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της ιστορίας της Κρήτης από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έως τη σύγχρονη εποχή.

Αρχικός στόχος των ιδρυτών του Ι.Μ.Κ. υπήρξε η συγκέντρωση και διαφύλαξη ενός πολύτιμου αρχαιολογικού, εθνογραφικού και ιστορικού υλικού από την μεσαιωνική και τη νεότερη περίοδο της ιστορίας της Κρήτης.

Η διαδικασία εμπλουτισμού των συλλογών, επέκτασης των χώρων και επαναπροσδιορισμού των στόχων του, παράλληλα με την πλούσια ερευνητική και εκδοτική δραστηριότητα της Ε.Κ.Ι.Μ., τη διοργάνωση μουσειοπαιδαγωγικών προγραμμάτων και τη χρήση σύγχρονων οπτικοακουστικών μέσων αποτελούν πάντοτε διαρκείς στόχους του Μουσείου.

Στα ίδια πλαίσια εντάσσεται και η διαδικασία σταδιακής επανέκθεσης των συλλογών του, με στόχο την προσέγγιση διαφορετικών ομάδων επισκεπτών και επομένως την προβολή των πολλαπλών όψεων του «ιστορικού γίγνεσθαι» στην Κρήτη.

Στις συλλογές του Ι.Μ.Κ. περιλαμβάνονται:
Μεσαιωνική & Αναγεννησιακή συλλογή
Συλλογή Αγώνων για την Ελευθερία
Λαογραφική Συλλογή
Η αίθουσα Νίκου Καζαντζάκη
Η αίθουσα Εμμανουήλ Τσουδερού

Μόνιμες εκθέσεις:
Αίθουσα Α.Γ. Καλοκαιρινού
Εισαγωγή στην ιστορία των χριστιανικών χρόνων της Κρήτης
Περιήγηση στον Χάνδακα (Ηράκλειο) του 17ου αιώνα
Η Αίθουσα των Κεραμικών

Στοιχεία επικοινωνίας:
Οίκος Α. & Μ. Καλοκαιρινού, Σοφοκλή Βενιζέλου 27 / Λυσιμάχου Καλοκαιρινού 7, 71202 Ηράκλειο, Κρήτη
Τηλ. 2810 / 283219, 2810 / 288708 - Fax. 2810 / 283754
Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
info@historical-museum.gr
Ιστοσελίδα:
http://www.historical-museum.gr









Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017




Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αρχή φόρμας

Τέλος φόρμας
o    Tο Εργαστήριο Γενικής και Γεωργικής Μετεωρολογίας


Ίδρυση και ιστορική αναδρομή
Tο Εργαστήριο Γενικής και Γεωργικής Μετεωρολογίας προέρχεται από το διαχωρισμό του Εργαστηρίου Φυσικής και Γεωργικής Μετεωρολογίας που ιδρύθηκε το 1920 και απετέλεσε και το πρώτο ‘Εργαστήριο Μετεωρολογίας’ σε Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της χώρας. Το Εργαστήριο άρχισε να λειτουργεί ταυτόχρονα με την ίδρυση του Πανεπιστημίου υπό τη μορφή της Γεωπονικής Σχολής (Βασιλικά Διατάγματα της 21-11-1920 «Περί εργαστηρίων Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής» (ΦΕΚ τ. Α′ αριθμ. 274/28-11-1920) και της 31-1-1920 «Περί εκτελέσεως του νόμου 1844 περί Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής» -ίδρυση εδρών-άρθρο 10 και μαθημάτων-άρθρο 4, ΦΕΚ τ. Α′ αριθμ. 36/11-2-1920). Τη σημερινή του ονομασία το Εργαστήριο φέρει μετά το διαχωρισμό του αρχικού Εργαστηρίου το Μάρτιο του 2000 (ΦΕΚ τ. Α′, αριθμ. 72/10-3-2000, Π.Δ. υπ’ αριθμ. 87, άρθρο 1, παράγραφος 2β). 
Στις απαρχές του, το Εργαστήριο οργανώθηκε από τον Καθηγητή Νικόλαο Κρητικό ο οποίος και διετέλεσε πρώτος Διευθυντής του Εργαστηρίου. Το 1929 διορίσθηκε σε θέση Τακτικού Επιμελητού του Εργαστηρίου ο Β. Κυριαζόπουλος, μετέπειτα Καθηγητής Μετεωρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το Εργαστήριο στεγάζονταν σε τρεις αίθουσες του ισογείου της «Γεωπονικής Σχολής». Κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας της Σχολής, το μάθημα της Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας και οι παράλληλες εργαστηριακές ασκήσεις διδάσκονταν στην τότε επονομαζόμενη «Β΄ Τάξη» της Γεωπονικής Σχολής, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και για πάνω από 60 έτη, το βασικό μάθημα της Γεωργικής Μετεωρολογίας διδάσκεται πλέον στα Α και Β εξάμηνα του 1ου Έτους Σπουδών. Το πρώτο εκπαιδευτικό σύγγραμμα του Εργαστηρίου ήταν εκείνο του Καθηγητή Ν. Κρητικού με τίτλο «Μαθήματα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας» που τυπώθηκε το 1922.
Εκτός των εκπαιδευτικών σκοπών του, το Εργαστήριο είχε ως στόχο και αντικείμενο την παρακολούθηση και μελέτη των μετεωρολογικών συνθηκών της περιοχής, την παροχή των αναγκαίων δεδομένων στα λοιπά Εργαστήρια της Σχολής και την επιστημονική μελέτη των διαφόρων μετεωρολογικών και λοιπών φυσικών φαινομένων σχετικών με τη Γεωργία ή άλλων συναφών επιστημονικών αντικειμένων. Για την κάλυψη των ανωτέρω εκπαιδευτικών και ερευνητικών αναγκών, το Εργαστήριο ίδρυσε και λειτούργησε Μετεωρολογικούς Σταθμούς (Μετεωρολογικοί Σταθμοί). Ο πρώτος από αυτούς ιδρύθηκε ως Μετεωρολογικός Σταθμός Α΄ Τάξης στο χώρο της Γεωπονικής Σχολής και έφερε συνήθως το όνομα «Σταθμός Βοτανικού» ή «Σταθμός Αθηνών». Ο Σταθμός ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και κατά τα πρώτη έτη οι μετρήσεις είχαν αποσπασματικό χαρακτήρα. Μία «θερμοκρασιακή ανωμαλία» κατά τη διάρκεια του μηνός Απριλίου του 1923, αποτέλεσε και την πρώτη επιστημονική δημοσίευση του Ν. Κρητικού στο έγκυρο διεθνές περιοδικό “Meteorologische Zeitschrift. Η κανονική λειτουργία του Σταθμού και η εκτέλεση συστηματικών παρατηρήσεων ξεκινάει στα τέλη του 1929, όταν διορίστηκε στη θέση Τακτικού Επιμελητού του Εργαστηρίου ο Β. Κυριαζόπουλος. Ο Σταθμός εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι και σήμερα, παρέχοντας μετεωρολογικά δεδομένα αλλά και εξυπηρετώντας εκπαιδευτικές και ερευνητικές ανάγκες του Πανεπιστημίου (Κλασσικός Μετεωρολογικός Σταθμός).
Με την ίδρυση και λειτουργία αυτού του Σταθμού, στα πλαίσια των αναγκών της Γεωπονικής Σχολής, εκτός από την καταγραφή και μελέτη των μετεωρολογικών φαινομένων, εξασφαλίζονταν η παροχή μετεωρολογικών δεδομένων για τη μελέτη καλλιεργειών φυτών σε παρακείμενους πειραματικούς αγρούς, αλλά γενικότερα και η παροχή αναγκαίων μετεωρολογικών και κλιματικών στοιχείων στα διάφορα Εργαστήρια της Σχολής καθώς επίσης και σε άλλους φορείς. Με τον τρόπο αυτό το Εργαστήριο κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα των αντικειμένων της Γεωργικής Μετεωρολογίας. Ας σημειωθεί ότι οι μετεωρολογικές παρατηρήσεις συνεχίσθηκαν και καθ’ όλο το διάστημα που η Γεωπονική Σχολή μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1937-1943).


Ο Σταθμός Βοτανικού (Αθηνών) τη δεκαετία του 1930
 Το 1933 το Εργαστήριο ίδρυσε και λειτούργησε, με τη συνεργασία του Σανατορίου «Σανατόριο Γ. Φούγκ και Γ. Σταύρου» στην Πάρνηθα, το Μετεωρολογικό Σταθμό «Σταθμός Πάρνηθος». Ο σκοπός του Σταθμού αυτού ήταν η εξυπηρέτηση του Σανατορίου από την άποψη των μετεωρολογικών και κλιματικών δεδομένων, αλλά και η παροχή μετεωρολογικών δεδομένων για τη μελέτη καλλιεργειών φυτών σε παρακείμενο πειραματικό αγρό του Εργαστηρίου Γενικής και Ειδικής Γεωργίας της Γεωπονικής Σχολής («Ξερολίβαδο») (περισσότερες λεπτομέρειες του Σταθμού Πάρνηθας).


Ο Σταθμός Πάρνηθας τη δεκαετία του 1930 

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017



Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδει






Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

Η είσοδος του αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης
Ίδρυση
1912
Τοποθεσία
Μανόλη Ανδρόνικου 6,
Θεσσαλονίκη, Μακεδονία
Ελλάδα
Είδος
Αρχαιολογικό
Πρόσβαση
Λεωφορεία 7,10,11,12,31,39,58
και 50
Ιστοσελίδα



Ο Κρατήρας του Δερβενίου, Ελληνιστική περίοδος, 330 - 320 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.



Κεφάλι του Σέραπι, 150-200 μ.Χ.. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.



Άγαλμα του Αρποκράτη, όπως εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Γλυπτό του τέλους του 2ου αιώνα π.Χ. 

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1912 και το κτίριο που στεγάζεται σήμερα εγκαινιάστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1962 όταν η πόλη γιόρταζε τα 50 χρόνια από την απελευθέρωσή της. Δημιουργήθηκε από τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό. Τα εκθέματα, τα οποία φιλοξενεί, προέρχονται από τις ανασκαφές, που έχουν πραγματοποιηθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Τον Ιούνιο του 1980 εγκαινιάστηκε μια νέα πτέρυγα για να φιλοξενήσει τα ευρήματα από τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1970 στους Βασιλικούς Τάφους της Βεργίνας με την έκθεση οι «Θησαυροί της Βεργίνας».Το 1982 οργανώθηκε μια νέα έκθεση, των ταφικών ανασκαφικών συνόλων από τη Σίνδο. Το 1996 έγινε η πρώτη εκτεταμένη έκθεση για την προϊστορική Μακεδονία στον ημιυπόγειο χώρο κάτω από την έκθεση της Βεργίνας, στο καινούργιο κτήριο του Βογιατζή του 1980. Τον Ιούνιο του 1998, μετά από τη μεταφορά  των ευρημάτων των Αιγών από το Μουσείο στη Βεργίνα, οργανώθηκε στο Μουσείο έκθεση με θέμα ο «Χρυσός των Μακεδόνων» προκειμένου να καλυφτεί το «κενό» που άφησε στη συνείδηση του κοινού η έλλειψη των εντυπωσιακών βασιλικών κτερισμάτων. Μέσα σε τέσσερεις θεματικές ενότητες καλύπτονται οι δραστηριότητεςπου συνδέονται με το χρυσό και δίνεται η εικόνα του πολιτισμού των Μακεδόνων από τον 6ο αι. μέχρι την υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους το 168 μ.Χ. Μετά από μία τετραετή περίοδο εργασιών απαραίτητων για την αναδιοργάνωση των χώρων έκθεσης, αποθήκευσης, συντήρησης και διοίκησης, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης άνοιξε ξανά τις πύλες του στο κοινό, τον Σεπτέμβριο του 2006.

Στο Μουσείο στεγάζονται ευρήματα από την ανασκαφική έρευνα σε οικόπεδα της πόλης και σε αρχαιολογικούς χώρους και ειδικότερα από τη δραστηριότητα της ΙΣΤ' εφορίας αρχαιοτήτων, που καλύπτει τους νομούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Πιερίας, Χαλκιδικής. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα φιλοξένησε τα ευρήματα των ανασκαφών του Μανώλη Ανδρόνικου από τη Βεργίνα. Στις εσωτερικές αίθουσες στεγάζονται τα ευρήματα από το νεκροταφείο της Σίνδου. Στις εξωτερικές αίθουσες εκτίθενται αντικείμενα της Νεολιθικής, Κλασικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής εποχής, ενώ στον κάτω όροφο παρουσιάζεται η προϊστορική συλλογή παρουσιάζοντας στον επισκέπτη μια διαχρονική εικόνα της πολιτισμικής εξέλιξης όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά και ευρύτερα σε ολόκληρη την περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας.

Στη στοά μπροστά από την είσοδο του Μουσείου βρίσκονται δύο μαρμάρινες σαρκοφάγοι από την Θεσσαλονίκη με κάλυμα στο οποίο απεικονίζεται ο νεκρός να αναπαύεται. Στις πλευρές των σαρκοφάγων εικονίζονται θέματα όπως ο Ορφέας με την άρπα του, οι Αμαζόνες σε μάχη, το κυνήγι του κάπτου της Καλυδώνας κ.α. Πρόκειται για έργα αττικών εργαστηρίων του 2ου-3ου αι.μΧ.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού το 2001.Το 2002 με σχετικό Προεδρικό Διάταγμα (το 164/2002) το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης έγινε ανεξάρτητη περιφερειακή μονάδα του Υπουργείου Πολιτισμού.[1]

Πίνακας περιεχομένων

Από την την εκθεσιακή πρόταση του Μουσείου, μέσω της οποίας ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με τον κόσμο της αρχαίας Μακεδονίας, τον πολιτισμό και τους ανθρώπους της[2]

1. Προϊστορική Μακεδονία 

2. Προς τη γένεση των πόλεων 

3. Η Μακεδονία από τον 7ο αι. π.Χ. έως την ύστερη αρχαιότητα 

4. Θεσσαλονίκη, Μακεδονίας μητρόπολις 

5. Ο χρυσός των Μακεδόνων 

6. Αγρός-Οικία-Κήπος-Τόπος

7. Μακεδονία: από τις ψηφίδες στα pixels

Αξιοσημείωτα εκθέματα

  • Το Αγαλμα του Αρποκράτη (τέλη 2ου αιώνα π.Χ.)
  • Το κεφάλι του Σεράπιδος (2ος αιώνας π.Χ.)
  • Ο Κρατήρας του Δερβενίου (330 π.Χ.)
  • Χάλκινο κράνος και χρυσή μάσκα από το νεκροταφείο της Σίνδου (τέλη του 6ου αιώνα)
  • Μαρμάρινη θύρα από τον Μακεδονικό Τάφο της Αγίας Παρασκευής
  • Αντίγραφο της "Ανακαλυπτόμενης" Αφροδίτης (421/420 π.Χ.)
  • Χρυσά διαδήματα, χρυσά δισκάρια και χρυσά κεφάλια Μέδουσας (350 - 325 π.Χ.)
  • Η πόρτα της Ποτίδαιας

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017



Αμερικανική σχολή κλασικών σπουδών: ο ελληνικός πολιτισμός στο επίκεντρο…  9 Νοεμβρίου 2015


Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Κολωνάκι 1887

H Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (AΣKΣA) ιδρύθηκε το 1881 και θεωρείται σήμερα ένα από τα κορυφαία κέντρα επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας στον κόσμο αφιερωμένο στη μελέτη κάθε όψης του ελληνικού πολιτισμού τόσο της αρχαιότητας όσο και της σύγχρονης εποχής. Αποστολή της είναι να προωθεί τη μελέτη της ελληνικής φιλολογίας, ιστορίας και αρχαιολογίας, καθώς και να πραγματοποιεί ανασκαφές και έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης και αποκατάστασης μνημείων, στην Ελλάδα υπό την επίβλεψη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού.

Η Αμερικανική Σχολή παραμένει ένας ανεξάρτητος φορέας, ένα ιδιωτικό ίδρυμα που δεν συνδέεται με την αμερικανική κυβέρνηση και που στηρίζεται οικονομικά στα έσοδα των δικών της κληροδοτημάτων, σε δωρεές ιδρυμάτων και σε συνεισφορές μελών και υποστηρικτών της. Η Σχολή προσφέρει μια μοναδική βάση για έρευνα στην Ελλάδα σε μεταπτυχιακούς φοιτητές και ερευνητές από περίπου 180 συνεργαζόμενα κολέγια και πανεπιστήμια της Βόρειας Αμερικής. Απασχολεί 100 μόνιμους υπαλλήλους στην Ελλάδα και οι εγκαταστάσεις της καταλαμβάνουν έκταση 10.000 τετραγωνικών μέτρων, στο Κολωνάκι, στην αρχαία Aγορά και στην αρχαία Kόρινθο.

Charles Eliot Norton, ιδρυτικό μέλος της ΑΣΚΣΑ.

Χιλιάδες μεταπτυχιακοί φοιτητές, πανεπιστημιακοί και αρχαιολόγοι από την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη χρησιμοποιούν κάθε χρόνο τις βιβλιοθήκες της Σχολής για τις ερευνητικές τους ανάγκες, ενώ η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, μία από τις σημαντικότερες βιβλιοθήκες στον κόσμο, είναι προσβάσιμη και στο ευρύ κοινό. Οι ανασκαφές που χρηματοδοτούνται από τη Σχολή έχουν πλουτίσει σημαντικά τη γνώση μας για το ελληνικό παρελθόν. Οι δημοσιεύσεις, οι διαλέξεις και οι εκθέσεις που διοργανώνει κάθε χρόνο η Σχολή συμβάλλουν στη διάδοση της γνώσης στην ευρύτερη ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα στην Ελλάδα. Η ανάδειξη των αρχαιολογικών θέσεων που ανασκάφηκαν από τη Σχολή, όπως η Αρχαία Κόρινθος και η Αρχαία Αγορά της Αθήνας, έχει συμβάλει σημαντικά στην προώθηση του ελληνικού τουρισμού.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η δημιουργία, από τη Σχολή και από συνεργαζόμενα αμερικανικά πανεπιστήμια, μουσείων και εργαστηρίων, τα οποία στη συνέχεια παραχωρήθηκαν στο ελληνικό κράτος. Πρόσφατα, χάρη στην οικονομική αρωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ιδρύματος Mellon, το προσωπικό της Σχολής υλοποίησε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ψηφιοποίησης και ανέπτυξε διαδικτυακές εφαρμογές (http://www.ascsa.edu.gr) που θα μεταφέρουν τον πλούτο των βιβλιοθηκών και των αρχείων της σε όλες τις ηπείρους.

Ιστορία και Εξέλιξη της Αμερικανικής Σχολής

Το 1879, μια ομάδα αμερικανών επιστημόνων, σε συνεργασία με κορυφαίους επιχειρηματίες, συναντήθηκαν για να εκφράσουν το κοινό ενδιαφέρον τους για την προώθηση των κλασικών σπουδών στην Ελλάδα. Το όραμά τους εκπληρώθηκε το 1881, όταν ορίστηκε μια πενταμελής επιτροπή με σκοπό την ίδρυση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Η ιδρυτική συνάντηση αυτής της επιτροπής πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1882 για να προσδιορίσει την αποστολή της Σχολής με τη συνεργασία και τη συμβολή ενός μεγάλου αριθμού συνεργαζόμενων κολεγίων και πανεπιστημίων της Αμερικής.

Το 1884, ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης προσέφερε στην Αμερικανική Σχολή μια έκταση δίπλα σε εκείνη που είχε ήδη παραχωρήσει στους Άγγλους για τη δημιουργία της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα. Παρόλο που ορισμένα στελέχη της Αμερικανικής Σχολής πίστευαν πως η θέση ήταν απομακρυσμένη από το κέντρο της Αθήνας, όλοι συμφώνησαν πως θα προσέφερε μια μαγευτική θέα στην Ακρόπολη και στα γύρω μνημεία. Η προσφορά της γης έγινε αποδεκτή, η Αμερικανική Σχολή ιδρύθηκε ως νομικό πρόσωπο στην Κοινοπολιτεία της Μασαχουσέτης στις 23 Μαρτίου 1886, το καταστατικό της υπεγράφη το Μάιο του 1887 και ο θεμέλιος λίθος της έδρας της στην Αθήνα τοποθετήθηκε στις 12 Μαρτίου 1887.



Ιστορικά των σχολείων μας … για να θυμόμαστε και να κρίνουμε
1953. Ιστορική Έκθεση του Δημοτικού Σχολείου Κάκκαβα

 Δημήτρη Α. Δριμή, εκπαιδευτικού, τ. δημάρχου Αετού

Το 1953, ο τότε Επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων της Τριφυλίας ζήτησε από τους Διευθυντές των σχολείων να υποβάλλουν ιστορικές εκθέσεις των σχολείων τους. Στις εκθέσεις που παραθέτουμε έχει τηρηθεί η ορθογραφία και η σύνταξη των πρωτοτύπων. Η γραφή, για τεχνικούς λόγους, είναι μονοτονική και όχι πολυτονική, όπως ήταν στις πρωτότυπες εκθέσεις. Οι πληροφορίες που αντλούνται, πέρα από τις μνήμες που ανασύρονται, είναι πολλές και ρίχνουν φως σε μια πρόσφατη, σχετικά, περίοδο του τόπου μας. Ας μην ξεχνάμε πως οι εκθέσεις συντάχθηκαν στη δύσκολη περίοδο των μεταπολεμικών και μετεμφυλιακών χρόνων.
Το δημοτικό σχολείο Κάκκαβα, σύμφωνα με την έκθεση της Διευθύντριας, λειτούργησε το 1937 ως ιδιωτικό και από το 1939 ως μονοτάξιο δημόσιο. Αρχικά στεγαζόταν σε υπόγεια αποθήκη, στη συνέχεια σε μικρή καλύβα και πολλές φορές λειτούργησε στο ύπαιθρο! Το 1940 η δασκάλα «ανάγκασε» τους κατοίκους να επισκευάσουν την εκκλησία για να στεγασθεί το σχολείο. Με τους μαθητές διαμόρφωσαν τον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας και φύτεψαν αρκετά κυπαρίσσια και ακακίες. Τον ίδιο χώρο χρησιμοποιούσαν και για το μάθημα της Γυμναστικής. Το 1940 ίδρυσαν σχολικό κήπο στον οποίο αφενός πειραματίζονταν οι μαθητές και αφετέρου αποκόμιζαν έσοδα για τις ανάγκες του σχολείου. Το χώρο του κήπου αποζημίωσαν οι κάτοικοι. Το 1939, στα πλαίσια της τοπικής γιορτής, δόθηκε παράσταση από τους μαθητές και εισπράχθηκαν χρήματα, με τα οποία αγοράστηκαν τα αναγκαία για το ξεκίνημα του σχολείου. Με την πάροδο του χρόνου προμηθεύτηκαν αναγκαία εποπτικά μέσα και βιβλία για τη βιβλιοθήκη. Η έκθεση μας πληροφορεί, ακόμα, πως το 1951 έγινε δωρεά 2 στρεμμάτων, από την οικογένεια Γκόγκα, και ξεκίνησαν οι εργασίες για την ανέγερση διδακτηρίου. Η προσαρτημένη, τέλος, φωτογραφία είναι από εκδρομή του σχολείου στο Καλονερό την πρωτομαγιά του 1939.
Ακολουθεί η πλήρης έκθεση.



Ιστορική Έκθεσις ιδρύσεως Δημοτικού Σχολείου Κάκκαβα
Το Ι/τάξιον Δημ. Σχολείον Κάκκαβα, εις ό υπηρετώ, συνεστήθη το έτος 1939 παρά του επί Θρησκευμάτων κι Εθνικής Παιδείας Σ/ού Υπουργείου, επιθεωρητεύοντος του κ. Ιωάννου Δανοπούλου. Ελειτούργησεν μετά την 20ην Απριλίου ιδίου έτους με 15 μόνον μαθητάς. Μέχρι τέλους του ιδίου σχολ. έτους εστεγάζετο εις μίαν μικράν καλύβην και πολλάκις εις το Ύπαιθρον. 1ος Δημ/λός του υπήρξα εγώ.
Προ 2/ετίας είχε λειτουργήσει ως ιδιωτικό με Δ/λον κ. Πέτρον Κατσαργύρην (νυν Επιθεωρητήν Αμυνταίου) κι εστεγάζετο εις κάποιαν υπόγειον αποθήκην. Ούτος συνέτεινε πολύ εις την σύστασιν Κρατικού σχολείου. Είναι ο εισηγητής.
Το επόμενον έτος εξηνάγκασα τους κατοίκους να επισκευάσωσι την μικράν εκκλησίαν των και να στεγασθώ εκεί. Με τους ολιγαρίθμους μαθητάς ισοπεδώσαμεν το προαύλιον κι ούτω σήμερον ο κάθε προσκυνητής ευχαριστείται να βλέπη τον εξωτερικόν εξωραϊσμόν. Εφυτεύσαμε αρκετά κυπαρισσάκια και ακακίες εις τον ιερόν τούτον περίβολον, τον οποίον είχαμε και ως Γυμναστήριον. (Αναφέρω ταύτα διότι την είχαν αφήσει όπως εκτίσθη).
Κατά το ίδιον σχολ. έτος (1939-1940) ίδρυσα και τον νυν υπάρχοντα μικρόν σχολ. κήπον εξ εξακοσίων αριθ. (600) τ.μ., μέσα εις τον οποίον εφυτεύσαμεν 60 νερατζιές μικρές (ουδόλως ηυδοκίμησαν) και 40 συκιές (σχετικώς ανεπτύχθησαν κι επωλήθησαν αι πλείσται υπέρ του σχολ. ταμείου) και άλλα δένδρα: αμυγδαλέας, βυσινέας και κορομηλέας. Τμήμα αυτού έγινε ανθόκηπος και το έτερον λαχανόκηπος. Εις τούτο επειραματίζοντο οι μαθηταί για την σπορά κατά γραμμάς ή στα πεταχτά, φυτών μεγάλης καλλιεργείας. Ως φράκτης ετέθησαν καλάμια και φραγκοσυκιές, άτινα με τον καιρό κατεστράφησαν τόσον από τους ανέμους όσον κι από τα ζώα. Το μικρό αυτό τεμάχιον Γής εχορηγήθη τη επιμονή μου τότε κι αποζημιώθη υπό των κατοίκων, αντί 1500 δραχμών (τότε).

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017


Κων. Ιωνιδης - Ο ευεργετης : Χρονολογιο 1775 - 1852

1775     Γέννηση του Κωνσταντίνου Ιωνίδη στην Κωνσταντινούπολή. Γονείς του, ο παπα-Ιωάννης Καϊζαρλής και η Δεσποινού.

1783     Θάνατος του πατέρα του. Σε ηλικία 8 ετών υποχρεώνεται να εργαστεί για τον «επιούσιο» του ίδιου και της οικογένειάς του. 

1803-1821    Εργάζεται αποδοτικά ως έμπορος υφασμάτων στην Κωνσταντινούπολη και αποκτά σεβαστή περιουσία. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης (1821) και τους διωγμούς των Ελλήνων από τους Τούρκους χάνει την περιουσία του.

 1821 ή 1822    Εγκατάσταση με την οικογένειά του στο Λονδίνο.

 1822-1830     Ναυτικός πράκτορας, εμπορομεσίτης και εξαγωγέας υφασμάτων από το Μάντσεστερ στην Τουρκία, αναπτύσσει στην Αγγλία πολυσχιδή δραστηριότητα και σύντομα αποκτά μεγάλη περιουσία, ώστε ν’ αποδειχθεί σε έναν από τους κυριότερους οικονομικούς παράγοντες της βρετανικής πρωτεύουσας.

 1833      Ίδρυση με πρωτοβουλία του μεγαλύτερου γιου του και άμεσου συνεργάτη του Αλέξανδρου της εταιρείας «Ionides and CompanyTurkey Merchants»

 1837    Ο γιος του Αλέξανδρος αποκτά τη βρετανική υπηκοότητα και καθιερώνει οριστικά για όλη την οικογένεια το επώνυμο Ιωνίδης.

 1839     Ο οίκος των Ιωνιδών, με σημαντικές δωρεές και χορηγίες, συμβάλλει στην ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου, στην οποία κατέχει εξέχουσα θέση. Επίσης, χορηγεί υποτροφίες για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε Πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης σε άπορους σπουδαστές από την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και άλλες πόλεις της Ελλάδας.

 1844     Μεγάλη δωρεά του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που είχε ιδρυθεί το 1837. Προσφέρει 30.000 δρχ. για δημιουργία κεφαλαίου για αγορά βιβλίων και 3.000 κάθε χρόνο για τη χορήγηση υποτροφιών και τη βράβευση διακεκριμένων απόρων σπουδαστών. Επίσης, οικοδομεί με δαπάνες του σχολικό κτίριο στο Νεοχώριο της Κωνσταντινούπολης και ενισχύει την έκδοση συγγραμμάτων νέων επιστημόνων.

1845     Διαθέτει 30.000 δραχμές (στις οποίες αργότερα θα προστεθούν άλλες 10.000) για την ανέγερση του πρώτου σχολικού κτιρίου στην νέα πόλη του Πειραιά. Δεσμεύει κεφάλαιο πλέον των 10.000 λιρών στερλινών για να «παρέχωνται αδιαλείπτως ευεργετήματα τη πατρίδι». 

1847     Αποπερατώνεται το σχολικό κτίριο στον Πειραιά και στεγάζονται σε αυτό το Αλληλοδιδακτικό (Δημοτικό) Σχολείο Αρρένων και το Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο). 

1852    Θάνατος του Κωνσταντίνου Ιωνίδη στην Αθήνα.

 1857     Θάνατος της συζύγου του Μαριώρας. 

1862     Αρχίζει να λειτουργεί στον Πειραιά το πρώτο Γυμνάσιο, που θα αποτελέσει τον «πρόδρομο» της σημερινής Ιωνιδείου Σχολής. 

1876     Το Γυμνάσιο στεγάζεται στο δικό του κτίριο, που οικοδομείται από τον Δήμο Πειραιώς στην πλατεία Κοραή, δίπλα στο κτίριο του Ελληνικού Σχολείου. 

1918     Το Γυμνάσιο μετεστεγάζεται στο κτίριο του Ελληνικού Σχολείου (το κτίσμα της δωρεάς Ιωνίδη). 

1932     Το αρχικό κτίσμα, που είχε ανεγερθεί «δαπάνη της φιλογενούς οικογενείας των Ιωνιδών» κατεδαφίζεται και στη θέση του ανεγείρεται νέο κτιριακό συγκρότημα, στο οποίο από το έτος 1935 εγκαθίσταται το Γυμνάσιο, που έχει μετονομαστεί σε «Σχολή Μέσης Εκπαιδεύσεως Πειραιώς». 

1946     Από το σχολικό έτος 1946-47, η Σχολή Μέσης Εκπαιδεύσεως Πειραιώς μετονομάζεται σε Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς. 

1957    Το Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο, με τον νόμο 3666/1957, εξομοιώνεται με τη Βαρβάκειο Σχολή και τα Πειραματικά Σχολεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης. 

1963      Εορτασμός της εκατονταετηρίδας του Γυμνασίου. Το Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς μετονομάζεται σε Ιωνίδειο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς, σε εκπλήρωση χρέους τιμής και ευγνωμοσύνης προς τον πρώτο ευεργέτη της πειραϊκής παιδείας.
    Σήμερα με την κατάργηση των προτύπων σχολείων (1985), το Γυμνάσιο και το Λύκειο της «Ιωνιδείου» φέρουν αντίστοιχα τις εξής επίσημες ονομασίες: Πειραματικό Γυμνάσιο «Ιωνιδείου Σχολής» και Ενιαίο Πειραματικό Λύκειο «Ιωνιδείου Σχολής».