Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Οι τρεις παλαιές πολυθρόνες
«Η ρουτίνα είναι ντε και καλά πληκτική; Η απάντησή μου είναι η εξής. Βεβαίως οι εναλλαγές σου προσφέρουν νέες εικόνες, εντυπώσεις και γνώσεις, μα για έναν άνθρωπο που περπάτησε το μεγαλύτερο μήκος της προσωπικής του διαδρομής, η ρουτίνα είναι μια μέθοδος διαβίωσης που σε απαλλάσσει από περιττές ανησυχίες»
Αυτά μου έλεγε ένας -περίπου συνομήλικος -σεβαστός φίλος μου και τον άκουγα χωρίς να διακόπτω άσκοπα τον ειρμό των σκέψεων του. Εκείνος συνέχιζε απτόητος
«Όπως ξέρεις κάθε πρωί μετά το πρωινό μου και πριν αρχίσει η μεγάλη κίνηση κάνω έναν περίπατό στο κοντινό πάρκο. Μ’ αρέσει αυτό, εκτός κι αν οι καιρικές συνθήκες είναι απαγορευτικές και τ’ αρθριτικά μου δεν μου το επιτρέπουν. Βλέπω ανθρώπινες φάτσες, κάποιες γνωστές και πολλές άγνωστες, αλλά σπανίως ανταλλάσσω μαζί τους έναν ευγενικό χαιρετισμό. Εσύ ξέρεις ότι δεν είμαι συνήθως του λέγειν, ιδιαίτερα με ανθρώπους που δε με συνδέουν κοινές μνήμες. Μη κοιτάς εσένα. Εσύ κι εγώ είμαστε κώλος και βρακί από τα μικράτα μας. Βλέπω νέους και νέες να βγάζουν πρωινή βόλτα το σκύλο τους κι αυτή η εικόνα μ’ αρέσει. Αλήθεια! Όταν είμασταν εμείς μικροί δεν κυκλοφορούσαν τόσοι. Ήταν βλέπεις κι ο φόβος της λύσσας. Ας μην το ξεχνάμε..»
Έκανε μια μικρή διακοπή για ανάσα λίγων δευτερολέπτων. Ίσως για να οργανώσει τη σκέψη του και σε λίγο άρχισε πάλι
«Θέλω να σου πω κάτι που μου συνέβη της προάλλες. Ξέρω πως πιθανόν από μέσα σου θα πεις ότι είναι φαντασίες ενός ξεμωραμένου γέρου, μα σου ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό και όσιο ότι τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά και ήμουν ξύπνιος περισσότερο από κάθε φορά. Πριν μπω στο πάρκο, είδα πως τη μικρή πλατεία υπήρχε πολύ κίνηση κι έτσι κάθισα σε ένα απ’ τα περιφερειακά παγκάκια, που έβαλε ο δήμος και δεν έχουν ακόμα καταστραφεί από τους σύγχρονους βανδάλους που εμφανίστηκαν σωρηδόν στην περιοχή μας. Στο απέναντι πεζοδρόμιο είναι οι κάδοι σκουπιδιών. Η γωνιά αυτή του πάρκου είναι ήσυχη και την προτιμώ συχνά. Κι εκεί που ήμουν αφημένος στις παλαιές μνήμες άκουσα αχνά από απέναντι ομιλίες. Ξαφνιάστηκα γιατί δεν υπήρχε άνθρωπος κοντά. Μου κίνησε την περιέργεια. Μήπως κρύβονται άνθρωποι πίσω από τους κάδους και δεν τους βλέπω; Δεν άντεξα. Σηκώθηκα να το ελέγξω. Δεν ήταν κανείς. Με την απορία ολόκληρη στο μυαλό μου επέστρεψα στο παγκάκι άπρακτος. Σε λίγο οι ομιλίες ξανάρχισαν, αφού είχαν διακοπεί στη διάρκεια που πλησίασα τους κάδους. Τώρα επέτεινα την προσοχή μου. Έξω από τον κάδο υπήρχαν διάφορα αντικείμενα πεταμένα ως άχρηστα από τους πρώην ιδιοκτήτες τους. Εκεί προσανατόλισα τα μάτια και τ’ αυτιά μου. Εσύ ξέρεις ότι παρά τα χρόνια που πέρασαν λειτουργούν ακόμα ικανοποιητικά. Ανάμεσα στα πεταμένα ήταν και τρεις πολυθρόνες, που θα μετρούσαν πολλά χρόνια από τη στιγμή της κατασκευής τους. Από τη μορφή τους και το στιλ μύριζαν λίγο Βιέννη. Ταλαιπωρημένες με την ταπετσαρία λιωμένη, τις σούστες να χάσκουν και μιας το ένα πόδι σπασμένο. Η συνομιλία ήταν από αυτές…»
Δεν άντεξα περισσότερο την πολυλογία του και τον διέκοψα ολίγο ενοχλημένος
« Έλα καλέ μου φίλε. Μήπως ήταν όνειρο. Άκου, μιλάνε οι πολυθρόνες! Γίνονται τέτοια πράγματα;»
«Με υποτιμάς αφάνταστα. Δεν είμαι κανένας ξεμωραμένος, ούτε το μυαλό μου χάθηκε από Αλτσχάιμερ . Δεν τα έχω τετρακόσια, μα ακόμα ξέρω που πατώ και που βρίσκομαι. Ναι! Οι πολυθρόνες συζητούσαν θρηνώντας τη μοίρα τους…»
«Συγνώμη! Εντάξει, συνέχισε σ’ ακούω μ’ ενδιαφέρον»
«Κοίτα να δεις. Δε μπορώ να σου μεταφέρω τη όλη τη συζήτηση. Πρώτον δεν την άκουσα απαρχής και δεύτερον μόνο τα βασικά σημεία που μου εντυπώθηκαν στο μυαλό. Η κάθε μια είχε τη δική της φωνή με ιδιαίτερη χροιά. Ποιο παραπονεμένη ήταν αυτή με το σπασμένο πόδι. “Αμάν αυτό το Κυριακάτικο γεύμα! Η χοντροκώλα πάντα για άγνωστο λόγο καθόταν σε μένα. Δεν ήταν το βάρος της. Αυτό θα το άντεχα. Ήταν το συνεχές χοροπηδητό πάνω μου, που το ένιωθα σαν μαχαιριές στα σωθικά μου. Εκείνο το χαχανητό της μου τρυπούσε τ’ αυτιά” Η δεύτερη συνέχισε “Ναι, αλλά εγώ υπέφερα από τον αλητάμπουρα το γιόκα της. Με το σουγιαδάκι του με τρυπούσε συνεχώς και μου καταξέσχιζε την ταπετσαρία, λες και μέσα μου αναζητούσε το χαμένο θησαυρό. Κακομαθημένος του κερατά. Υπέφερα πολύ μαζί του…”. “Εγώ να δεις” είπε η τρίτη “Πάνω μου ο νοικοκύρης του σπιτιού είχε μονίμως αφήσει δεκάδες βαριά βιβλία κι απαγόρευε σ’ όλους να τα μετακινήσουν. Έτσι συνεχώς ήμουν στην εντατική, χωρίς ένα διάλειμμα ανάσας. Ευτυχώς, τολμώ να πω, μας πέταξαν. Άκουσα ότι τους έπεσαν κάποια λεφτά και θα αλλάξουν όλη την επίπλωση” Η πρώτη αναρωτήθηκε “ Και τώρα τι γίνεται;” Επενέβη πάλι η Τρίτη “Μόνο ο θεός ξέρει. Ίσως πάμε να πεθάνουμε σε κανένα τζάκι” “ Πού ξέρεις; Μπορεί να πέσουμε στα χέρια ενός τεχνίτη και μας κάνει καινούργιες σε μια νέα ζωή. Όλα είναι μέσα στο παιχνίδι” Κάπως έτσι συνέχισε η συζήτηση, μα πέρασε η ώρα και έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι»
«Μα καλά» του είπα από περιέργεια «μετά τι έγινε;»
«Εδώ η ιστορία τελειώνει. Το άλλο πρωί που πήγα στο ίδιο μέρος οι καρέκλες δεν ήταν πια εκεί. Ίσως το βράδυ τις μάζεψε το σκουπιδιάρικο»
«Μάλλον απίθανο. Το πιθανότερο είναι να τις μάζεψε με το φορτηγάκι κανένας Ρομά. Είναι οι πρώτοι στην Ελλάδα που ασχολήθηκαν στην πράξη κι όχι μόνο στα λόγια με την ανακύκλωση»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου